(Σημείωση: Βασικός λόγος που βγήκε αυτό το κείμενο ήταν μια κουβέντα με τον Ευάγγελο Στελλάκη που έβαλε τις σκέψεις μου σε τάξη και μου υπέδειξε τα σημεία του θέματος που έπρεπε να εστιάσω.)
Ιστορικά το μπάσκετ ήταν σπορ κατώτερης διαλογής στη Γερμανία, με το ποδόσφαιρο να κυριαρχεί σε δημοφιλία. Αυτό δεν έχει αλλάξει σαφώς κι ούτε πρόκειται, αλλά πλέον το μπάσκετ έχει κερδίσει μια θέση στις αθλητικές συζητήσεις των Γερμανών. Επόμενο φυσικά, αφού οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Χάλκινο στο Ευρωμπάσκετ του 2022, πρωτιά στο Μουντομπάσκετ του 2023 και τέταρτη θέση στο ολυμπιακό τουρνουά πριν λίγες εβδομάδες. Οι νίκες δε σταματούν εκεί όμως. Στο 3Χ3 οι Γερμανίδες πήραν το χρυσό μετάλλιο φέτος, και το κερασάκι στην τούρτα σχετικά με την κουβέντα μας, είναι το χρυσό στο Ευρωπαϊκό U18 στη Φινλανδία που διεξήχθη παράλληλα με τους Ολυμπιακούς. Και σε συλλογικό επίπεδο όμως, οι Γερμανικές ομάδες βρίσκονται στην ελίτ πλέον, με κατακτήσεις σε Γιούροκαπ, BCL, Europe Cup, όπου κάθε χρόνο έχουν σύνολα να προοδεύουν. Κοινώς, ήρθαν για να μείνουν.
Μιας που πιάσαμε την ιστορία όμως, ε… Δεν γίνεται να μην τον αναφέρουμε.
O Ντιρκ
Προφανώς το να πετάξω τον Νοβίτσκι σε κουβέντα για το Γερμανικό μπάσκετ τερματίζει το κλισεδόμετρο και την παρελθοντολαγνία, για αυτό αφήνω στην άκρη τα μετάλλια με την εθνική και την σχεδόν απρόσκοπτη παρουσία του στα μεγάλα τουρνουά των καλοκαιριών. Σε μια χώρα που πολλοί άνθρωποι αγνοούσαν την ίδια την ύπαρξη της καλαθοσφαίρισης, ο Ντιρκ άνθισε. Έγινε ήρωας της Βίρτσμπουργκ στη δεύτερη κατηγορία και μετά μεσουράνησε στο ΝΒΑ για 21 χρόνια, όντας πλέον ένας από τους πιο πετυχημένους Γερμανούς αθλητές συνολικά. Εξώφυλλα βδομάδα παρά βδομάδα στα μπασκετικά περιοδικά της χώρας, τα βιντεάκια του έπαιζαν από δω κι από κει, οι φανέλες του πουλούσαν περισσότερο από εμπορικά τμήματα ομάδων ολόκληρων. Ήταν το ιερό τοτέμ ο Μεσσίας κι η χήνα με τα χρυσά αυγά, όλα σε ένα πρόσωπο.
Όμως κομμάτι της τεράστιας κληρονομιάς του Νοβίτσκι δεν είναι μόνο οι διακρίσεις, αλλά η ελπίδα που έδωσε σε αμέτρητους νεανίσκους πως μπορούν να πετύχουν. Αν τα κατάφερε αυτός, γιατί όχι κι εγώ; Τόσο απλό, αλλά σχεδόν ακατόρθωτο να περατωθεί ως νοοτροπία. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη επ αυτού, από μια παλαιότερη δήλωση του Φραντς Βάγκνερ για τον Ντιρκ. “Ο Μάικλ Τζόρνταν για τα Γερμανόπουλα”, έτσι τον είχε αποκαλέσει. Αυτό τον τίτλο πιθανόν δε θα τον φορέσει κανένας άλλος μέχρι να σβήσει ο ήλιος και αποδεικνύει πόσο θεμελιώδης ήταν η επιρροή του Ντιρκ στην παρούσα φουρνιά των αθλητών που αγωνίζονται με το γερμανικό εθνόσημο. Ο άνθρωπος εμφύσησε μπασκετική νοοτροπία σε ολόκληρες γενιές Γερμανών. Παρεμφερείς δηλώσεις μπορείτε να βρείτε από τους Μο Βάγκνερ, Τάις, Κλίμπερ, Σρέντερ.
H Bundesliga
Αυτό λοιπόν είναι το ένα κομμάτι της υπόθεσης. Το έναυσμα, το σημείο καμπής για τους Γερμανούς. Το άλλο είναι το πώς κατάφεραν σε χρόνο dt με την πειθαρχία και τη μεθοδικότητα που τους χαρακτηρίζει, να μετατρέψουν την εγχώρια λίγκα τους από μπάτε σκύλοι αλέστε, σε ένα μοντέλο πρότυπο πίσω μόνο από την ισπανική μάλλον.
Που λέτε, παράλληλα με την πορεία του Ντιρκ που έριξε αρκετά φώτα πάνω στο γερμανικό μπάσκετ, οι ιθύνοντες της σημερινής BBL (τότε Μπουντεσλίγκα), αποφάσισαν να θεσπίσουν μια σειρά μέτρων για την προστασία του προϊόντος τους. Το εγχώριο πρωτάθλημα κατέρρεε, σε βαθμό που σε μεγάλο ποσοστό των ομάδων μπορεί να βρίσκονταν το πολύ δύο ή τρεις γηγενείς παίκτες. Οι υπόλοιποι της δωδεκάδας ήταν αμφιβόλου ποιότητας ξένοι, που σπάνια έμεναν στην πόλη για καιρό. Για παράδειγμα η Άλμπα Βερολίνου στο ρόστερ που πήρε το πρωτάθλημα τη σεζόν 2007-2008 είχε μόλις τρεις Γερμανούς παίκτες κι αντίστοιχα παραδείγματα θα βρείτε σε πολλές χρονιές για πολλές ομάδες ως τις αρχές των 2010s. Οι συνέπειες έφεραν ένα πρωτάθλημα χωρίς ταυτότητα και κατεύθυνση. Ο γνωστός μας Πάτρικ Φέμερλινγκ, που αγωνιζόταν στην προαναφερθείσα Άλμπα, είχε δηλώσει στη DW πως εξαιτίας αυτού χάθηκαν δύο γενιές Γερμανών καλαθοσφαιριστών, κάτι που είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, αλλά φάνηκε από το 2005 και μετά, όταν η εθνική κατέρρευσε. Τα μέτρα αυτά τέθηκαν σε εφαρμογή από το 2011, έχοντας περάσει για τα καλά στη σημερινή BBL.
Για αρχή έπρεπε να αντιμετωπιστεί το αριθμητικό πρόβλημα που αναφέραμε. Πώς άλλαξε αυτό; Με τον γνωστό μας κανόνα 6+6 που βλέπουμε σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές λίγκες πλέον, αλλά έπρεπε να φτάσει το 2012 για να μπει στο Γερμανικό μπάσκετ. Παράλληλα, η γερμανική ομοσπονδία υποχρέωσε κάθε ομάδα των κορυφαίων κατηγοριών να διατηρεί τμήμα U19, που μάλιστα θα συμμετείχε στο αντίστοιχο πρωτάθλημα. Οι υπεύθυνοι των ομάδων αναγκάστηκαν να στραφούν σε μια δεξαμενή παικτών που πρακτικά δεν υπήρχε, γιατί οι Γερμανοί είχαν πάψει να βλέπουν το μπάσκετ ως ένα άθλημα που μπορούσε να τους ζήσει. Τέτοια μπασκετική “εσωστρέφεια” δεν υπήρχε στη Γερμανία για δεκαετίες κι έπρεπε να καλλιεργηθεί. Δευτερον και σημαντικοτερο, συνειδητοποίησαν ότι σε βάθος χρόνου η επένδυση στις ακαδημίες θα φέρει κέρδη και από τις φθηνότερες οικονομικές απολαβές των Γερμανών, αλλά και από τις πωλήσεις ταλέντων.
Αυτό ήταν απλώς το πρώτο πλακίδιο ενός τεράστιου ντόμινο. Γιατί για να αναπτύξεις τα παιδιά σου, χρειάζονται υποδομές. Στρατηγικές επενδύσεις σε γήπεδα κι εγκαταστάσεις που δεν έγιναν εν ριπεί οφθαλμού αλλά σε βάθος χρόνων σύμφωνα με πλάνο. Από τα σημερινά γήπεδα του πρωταθλήματος μόλις τρία χτίστηκαν πριν το 2000, ενώ σχεδόν τα μισά άνοιξαν τις πύλες τους από το 2008 και μετά.
Επόμενο βήμα ήταν η προσέλκυση καλύτερων ξένων παικτών. Θα μου πείτε, γιατί ο εκάστοτε ξένος να παίξει στην τότε ψιλοτελειωμένη BBL, που δε μπορούσε να προσφέρει τοπ χρήματα; Γιατί έχτισαν ένα περιβάλλον ασφαλές κι εχέγγυο οικονομικά που υπάρχει ως σήμερα. Χωρίς οφειλές και καθυστερήσεις, σε μια χώρα με πολύ καλό επίπεδο διαβίωσης και σταθερή οικονομία σε εποχές παγκόσμιας κρίσης. Σαφώς υπήρχαν ομάδες πολλών ταχυτήτων κι οι οικονομικές δυνατότητες των κλαμπ διέφεραν σημαντικά. Δε μπορούσαν όλοι να έχουν τον Ντιλέινι ή τον Γουαναμέικερ για παράδειγμα. Η παρουσία τέτοιων ξένων σε βάθος χρόνου όμως, δεν όξυνε τη διαφορά δυναμικότητας των ομάδων, αλλά αύξησε την ανταγωνιστικότητα και την αναγνωρισιμότητα του πρωταθλήματος. Γιατί ο καλός ξένος σε ένα υγιές πρωτάθλημα, πέρα από το θέαμα και τη διαφήμιση, θα αναγκάσει τον γηγενή να δουλέψει και να τον κυνηγήσει. Το επίπεδο του μπάσκετ που παιζόταν ανέβηκε συνολικά, υποχρεώνοντας τους νέους Γερμανούς να αναπτυχθούν σε ένα δύσκολο πρωτάθλημα. Κι αυτό τράβηξε την εκάστοτε Ουλμ, Βόννη, Χάμπουργκ, Κέμνιτς προς τα πάνω, δεν τους έριξε στα τάρταρα.
Το πρωτάθλημα συνέχισε να παρουσιάζει σταδιακή άνοδο οικονομική κι αγωνιστική, με ολοένα και περισσότερους Γερμανούς ήρωες να αναδύονται. Η απόφαση να στραφούν στα δικά τους παιδιά είχε αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Είναι κάτι που έχουν τονίσει πολλάκις και ο Χέρμπερτ και ο Άρμιν Άντρες, ως αντιπρόεδρος της γερμανικής ομοσπονδίας καλαθοσφαίρισης. Πως η εξέλιξη φερέλπιδων, όχι απαραίτητα κι αποκλειστικά ως πρωταγωνιστών αλλά κι ως σημαντικών μονάδων στο πλαίσιο μιας ομάδας, ήταν ο βασικός λόγος της επιτυχίας που βίωσαν τα τελευταία χρόνια σε εθνικό επίπεδο. Η BBL ξεχωρίζει ξεκάθαρα ως η κορωνίδα αυτού του γεγονότος, αφού λειτούργησε ως εφαλτήριο για τα σημαντικότερα γρανάζια της εθνικής. Κάτι που σίγουρα εγείρει ερωτήματα όταν αντιπαραβάλουμε την κατάσταση με τα δικά μας εγχώρια.
Αυτή είναι μάλλον η μεγαλύτερη επιτυχία των Γερμανών. Ότι συλλογικά έχτισαν ένα στιβαρό οικονομικά μοντέλο πρωταθλήματος που δεν κοιτάει να ικανοποιήσει ορδές φιλάθλων ή προέδρων που δεν υπολογίζουν το χρήμα. Σκοπός είναι να γεμίζουν τα όλα γήπεδα κι οι ακαδημίες να ανοίγουν έξτρα τμήματα. Όλο αυτό έγινε χωρίς σοβαρά πισωγυρίσματα, αλλά με αργούς ρυθμούς, ώστε όλοι να μπορούν να ακολουθήσουν. Για αυτό και τα αποτελέσματα του πλάνου που εκπονήθηκε το 2012 φαίνονται σήμερα, με τη BBL να είναι ένα από τα πιο υγιώς απρόβλεπτα πρωταθλήματα στην Ευρώπη. Και θα παραμείνει γιατί το τρέχον πλάνο των Γερμανών προβλέπει διπλασιασμό μπάτζετ, αύξηση χωρητικότητας γηπέδων και περαιτέρω εξάπλωση του πρωταθλήματος στα μίντια ως το 2032.
Σαφώς υπάρχουν αστερίσκοι κι ερωτήματα στο Γερμανικό μπάσκετ. Στην εθνική ομάδα έρχεται καιρός αποφάσεων για αρκετούς από τους σταθερούς παίκτες που μεγαλώνουν πλέον. Εν αντιθέσει με το 2005 όμως, οι πιθανοί αντικαταστάτες είναι πολλοί κι έρχονται κι άλλοι. Επίσης το πρωτάθλημα μπορεί να έχει κερδίσει επάξια μια θέση στα κορυφαία της γηραιάς ηπείρου, αλλά δυστυχώς παραμένει για πολλούς παίκτες βατήρας για την Ευρωλίγκα, την Ισπανία ή το ΝΒΑ, παίρνοντας συμβόλαια που η μέση ομάδα της BBL δεν μπορεί να δώσει χωρίς να μπει μέσα. Έχει να κάνει με τον τρόπο φορολόγησης των ομάδων και των παικτών, όπως και με τις υποχρεώσεις των ομάδων ως προς το κράτος. Ως αποτέλεσμα, δεν πιστοποιείται περαιτέρω το κύρος της ως ένα κυρίαρχο πρωτάθλημα, όταν δεν μπορεί να κρατήσει τους αστέρες της. Για αυτό φροντίζουν να αξιοποιούν πλήρως τις ακαδημίες και τα τμήματα σκάουτινγκ που θεωρούνται από τα κορυφαία στην Ευρώπη, μέχρι το κράτος αναγκαστικά να τους δώσει λίγο παραπάνω χώρο.
Βέβαια πριν δύο δεκαετίες η κατάσταση ήταν στην καλύτερη αβέβαιη, το πρωτάθλημα ήταν ετοιμόρροπο και δεν υπήρχε φως στο τούνελ. Ως ότου ένας ψηλολέλεκας από το Βίρτσμπουργκ άναψε τη σπίθα που ενέπνευσε τους Γερμανούς μπασκετόφιλους όλων των ηλικιών να πιάσουν τη σπυριάρα. Η σπίθα αυτή έγινε φλόγα κι έκαψε σε έναν τρίχρωμο πυρσό για 20 χρόνια φωτίζοντας το δρόμο σε τόσους και τόσους πριν πάρουν τη σκυτάλη τα λεγόμενα “παιδιά του Νοβίτσκι” για να τελειώσουν τη δουλειά που άφησε μισή ο μπασκετικός τους πατέρας. Σε μια χώρα που δεν συμπαθεί ιδιαίτερα το μπάσκετ, αλλά όσοι Γερμανοί το αγαπούν, ζουν και αναπνέουν για αυτό.