Ο μεγάλος εξερευνητής χρηματοδοτούνταν πλέον από το Ισπανικό βασίλειο λόγω της εχθρικής στάσης του βασιλιά Εμμανουήλ Α’ της Πορτογαλίας απέναντί του, περνώντας στην ιστορία ως ο δεύτερος σπουδαίος Πορτογάλος θαλασσοπόρος που σφετερίστηκε η Ισπανία από την Πορτογαλία, μετά τον Χριστόφορο Κολόμβο. Ο Μαγγελάνος και το πλήρωμά του έπλευσαν δυτικά, πέρασαν τις Κανάριες Νήσους και το Πράσινο Ακρωτήρι και στις 13 Δεκεμβρίου 1519 έδεσαν την «Αγία Τριάδα» τους στις ακτές του Ρίο ντε Τζανέιρο. Η εξερεύνηση του νοτίου άκρου της Λατινικής Αμερικής σκόρπισε την απόγνωση στο πλήρωμα, καθώς το μόνο που συναντούσαν ήταν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο ερημικών παραλιών. Αφού έχασε ένα μεγάλο μέρος του πληρώματός του, καθώς άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι εκτελέστηκαν από τον ίδιο ως στασιαστές, ο Μαγγελάνος κατάφερε τον Οκτώβριο του 1520 να απεγκλωβίσει τη νηοπομπή του από τον πορθμό που βρίσκεται στο νότιο άκρο της Λατινικής Αμερικής (και έκτοτε φέρει το όνομά του) και να σαλπάρει δυτικά σε άγνωστα νερά, τα οποία ονόμασε «mar pacifico», λόγω της ηρεμίας τους.
Μετά από πολλές περιπέτειες, την άνοιξη του 1521, η νηοπομπή των εξερευνητών έφτασε στις Φιλιππίνες νήσους, όπου σε μια προσπάθεια να συμφιλιώσει δύο εχθρικές φυλές ιθαγενών, ο Μαγγελάνος δολοφονήθηκε στο νησί Μακτάν. Το 1522, ένα πλοίο με 18 από τους 240 ναύτες και επικεφαλής πλέον τον Ισπανό Χουάν Σεμπάστιαν Ντελκάνο, επέστρεψε στην Ισπανία, έχοντας πετύχει τον σκοπό του, παρά το βαρύ τίμημα. Ο Ισπανικός αποικιοκρατισμός στα νησιά της νοτιοανατολικής Ασίας είχε μόλις αρχίσει, ενώ ένα χρόνο αργότερα ένας άλλος Ισπανός εξερευνητής τα ονόμασε «Νησιά των Φιλιππίνων», προς τιμήν του Ισπανού βασιλιά Φίλιππου Β’.
Οι Φιλιππίνες αποτέλεσαν κομμάτι της Ισπανικής Αυτοκρατορίας για περισσότερα από 300 χρόνια, και ο πληθυσμός σε μεγάλο ποσοστό εκχριστιανίστηκε. Ακολούθησε η παραχώρησή τους στην Αμερική με τη συνθήκη των Παρισίων (1898), που έβαλε τέλος στον Αμερικανο-ισπανικό πόλεμο και μια περίοδος αμερικανικής επιρροής στο ασιατικό νησιωτικό σύμπλεγμα που διήρκεσε περίπου 50 χρόνια. Με περισσότερα από 350 χρόνια δυτικής αποικιοκρατίας, επιρροής και κυριαρχίας δυτικών ηθών και εθίμων, οι Φιλιππίνες είναι στις μέρες μας το ασιατικό κράτος με τις ισχυρότερες δυτικές επιρροές στην κουλτούρα του (η δυτικοποίηση της ιαπωνικής κουλτούρας είναι πολύ πιο σύγχρονη και προέρχεται από τελείως διαφορετική διαδρομή), ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού, τόσο λόγω γεωγραφικής θέσης όσο και λόγω επιρροής των επισκεπτών εξερευνητών, αλλά και των οικονομικών συνθηκών, παρουσίασε σημαντικές μεταναστευτικές τάσεις τόσο προς το εξωτερικό, όσο και προς το εσωτερικό της χώρας.
Το μεταναστευτικό ρεύμα του ’60 και η γέννηση του tenement
Ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα στη δεκαετία του 1960 έφερε τις αρχές της χώρας μπροστά στην πρόκληση της ενσωμάτωσης των μεταναστών στα αστικά κέντρα, μεταξύ των οποίων η Μανίλα και το Ταγκίγ. Ανάμεσα στις υποδομές που κατασκευάστηκαν για τα εξαθλιωμένα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα του αστικού ιστού, ως ιαπωνικές αποζημιώσεις για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν το 1963 ένα συγκρότημα 700 διαμερισμάτων κορμπιζιανής1 αρχιτεκτονικής σε σχήμα «U», με έναν μεγάλο ακάλυπτο χώρο μεταξύ των δύο πτερύγων του, ο οποίος σχεδιάστηκε ως χώρος συνάθροισης των κατοίκων του. Οι όροφοί του συνδέονται με τσιμεντένιες ράμπες αντί για σκαλιά, στις οποίες οι κάτοικοι σέρνουν τα καρότσια με τις προμήθειές τους, όπως δοχεία με νερό, καθώς το κτίριο δεν έχει πλέον ύδρευση. Περισσότερα για την αρχιτεκτονική του κτιρίου μπορεί κανείς να βρει εύκολα στο διαδίκτυο.
Έκτοτε και μέχρι σήμερα, το προαύλιο του tenement αποτελεί την καρδιά της κοινότητας, τον τόπο όπου οι άνθρωποι συναντιούνται, συνδιαλέγονται και ψυχαγωγούνται. Από το 2014, όταν λόγω επικινδυνότητας δόθηκε εντολή εκκένωσής του από την Εθνική Υπηρεσία Στέγασης καθώς το κράτος εξέφρασε φόβους για κατάρρευση2, έγινε και το ορμητήριο των διεκδικήσεών τους. Τους μουντούς τοίχους διακόσμησαν πολύχρωμα πανό με μηνύματα αγάπης προς το κτίριο, τα οποία ανέγραφαν «Walang aalis!», «Δε φεύγει κανείς!».
Από τη μέρα εκείνη η Υπηρεσία Στέγασης βρίσκεται σε διαμάχη με τους κατοίκους, οι οποίοι επικαλούνται μια μελέτη του τμήματος Δημοσίων Έργων και Αυτοκινητοδρόμων (DPWH), σύμφωνα με την οποία το κτίριο χρειάζεται μεν κάποιες εργασίες ανακαίνισης, χωρίς ωστόσο να κρίνεται επισφαλές για κατάρρευση. Σύμφωνα με την πλευρά του κράτους πρόκειται για άγνοια της μάζας, που αρνείται πεισματικά να το εγκαταλείψει, ακόμα και για την ίδια την ασφάλεια των κατοίκων, αλλά σύμφωνα με την πλευρά των τελευταίων, πίσω από την προσπάθεια εκδίωξής τους βρίσκονται ισχυρά συμφέροντα, καθώς η εξάπλωση της αστικοποίησης της περιοχής μέχρι πια και τις γειτονιές γύρω από το tenement και η άνοδος των τιμών της γης στην περιοχή, δημιουργεί υποψίες για διαφορετικά κίνητρα πίσω από αυτά που προβάλλει το κράτος.
Πανό εναντίωσης στην εκκένωση του κτιρίου. Φωτογραφία του Aaron Quinto
Ο Μάικ Σουίφτ και τα Picnic Games
Την ίδια χρονιά που το tenement έφτασε στο Ναδίρ προ του φάσματος της εκκένωσης, το 2014, ήταν και το σημείο καμπής της ιστορίας του, καθώς οι πρωτοβουλίες ενός ανθρώπου κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να το μετατρέψουν από μιας μορφής φαβέλα, σε έναν «ναό» του παγκόσμιου streetball. Ο Μάικ Σουίφτ είναι ράπερ, γεννημένος στις Φιλιππίνες και μεγαλωμένος στο Μπρούκλιν και δεν είχε επισκεφθεί ποτέ την Ασιατική χώρα μέχρι το 2014.
Εν μέσω του αναβρασμού στην κοινότητα και αισθανόμενος την ανάγκη να βοηθήσει, αποφάσισε να διοργανώσει ένα event, το οποίο ονόμασε Picnic Games. Αυτό προέβλεπε μπάρμπεκιου, λάιβ χιπ χοπ και μπάσκετ. Η αποδοχή από τους κατοίκους ήταν τόσο μεγάλη, που μέσα στους επόμενους πέντε μήνες το εγχείρημα επαναλήφθηκε άλλες δυο φορές. Αυτό ήταν, το tenement είχε βρει την καινούργια του ταυτότητα, η οποία πολύ γρήγορα το κατέταξε στα παγκόσμια μνημεία του σύγχρονου μπάσκετ.
Από τότε μέχρι σήμερα το γήπεδο του tenement αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίον εκφράζεται η κοινότητα του κτιρίου, η οποία επιλέγει μέσω συλλογικών διαδικασιών τα σχέδια που το διακοσμούν. Οι κινήσεις του Σουίφτ μετέτρεψαν το προαύλιο του κτιρίου σε προορισμό επίσκεψης διαφόρων καλλιτεχνών, γκραφιτάδων, ράπερς, φωτογράφων, εικαστικών κλπ και τους κατοίκους του σε θεατές και μέτοχους διάφορων events σχεδόν σε καθημερινή βάση. Το μπάσκετ αποτελούσε πάντα τον κεντρικό άξονα, αλλά ακόμα ως τότε έψαχνε τη θέση του ανάμεσα στις διάφορες εκδηλώσεις που οργάνωνε ο Σουίφτ και η ομάδα του για την περιοχή.
Εικαστική παρέμβαση προς τιμήν του Kobe και της Gianna Bryant
Το μπάσκετ στο tenement
Ο Έντι Μπαρμπουένα έχει ζήσει όλη του τη ζωή στο tenement. Πρώην επαγγελματίας παίκτης, σήμερα είναι ο υπεύθυνος των προγραμμάτων μπάσκετ της κοινότητας, αλλά και ο προπονητής. Τις τελευταίες μέρες πέρασα αρκετές ώρες μιλώντας μαζί του στο τηλέφωνο, όσο προσπαθούσα να καταλάβω τη βαρύτητα και τις λειτουργίες του μπάσκετ στο tenement, την καθημερινότητα των κατοίκων και το όραμά τους για την θέση του γηπέδου τους στην παγκόσμια κοινότητα του αθλήματος. «Αυτό το συγκρότημα είναι όλη μας η ζωή, δεν πρόκειται να φύγουμε από εδώ, αν επιχειρήσουν να μας εξαναγκάσουν, θα αντισταθούμε» λέει, υπενθυμίζοντας ότι η κοινότητα δεν έχει ξεχάσει τις προθέσεις της κυβέρνησης και ότι το μπάσκετ παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης εκεί.
Τα προπονητικά προγράμματα του Έντι ξεκινούν νωρίς το πρωί και τελειώνουν το βράδυ. Προπονεί εκατοντάδες παιδιά όλων των ηλικιών, πράγμα για το οποίο είναι περήφανος: «Φίλε μου, είναι ένας πολύ σημαντικός τρόπος να κρατήσουμε τα παιδιά μας μακριά από τους κινδύνους. Όταν ζεις σε συνθήκες φτώχιας και γκετοποίησης, είναι πολύ εύκολο για τα παιδιά να πάρουν λάθος δρόμους. Αυτό προσπαθούμε να αποτρέψουμε».
Στη φιλοσοφία και το όραμα του Μπαρμπουένα για τον ρόλο του μπάσκετ στην κοινότητά του, μπορεί κανείς να βρει πολλά κοινά με το εγχείρημα του μαέστρου Χοσέ Αντόνιο Αμπρέου στις φαβέλες της Βενεζουέλας, το περίφημο και γνωστό εδώ και δεκαετίες σε όλον τον κόσμο, El Systema (Παρεμπιπτόντως, εάν θέλετε μπορείτε να δείτε το σχετικό, εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Εξάντα, εάν δεν το έχετε ήδη παρακολουθήσει).
Τα χρόνια που ακολούθησαν το γήπεδο του tenement επισκέφθηκαν κατόπιν πρωτοβουλιών του Σουίφτ, ο φιλιππινέζικης καταγωγής Τζόρνταν Κλάρκσον, ο Πολ Τζορτζ και ο Λεμπρόν Τζέιμς, επισκέψεις που όπως είναι λογικό εκτόξευσαν τη δημοφιλία του γηπέδου και το έβαλαν στον παγκόσμιο χάρτη των γηπέδων – θρύλων, αλλά και στα ανοιχτά γήπεδα του πιο δημοφιλούς βίντεο γκέιμ για το μπάσκετ, του 2K. Ωστόσο ο δεύτερος άξονας πάνω στον οποίο στηρίχθηκε η απογείωση της δημοφιλίας του ιδιαίτερου γηπέδου, οι πανέμορφες ζωγραφικές στο τσιμεντένιο τερέν του, ήταν αυτές που του προσέδωσαν τον χαρακτήρα που το έκανε γνωστό σε όλον τον κόσμο.
Pop Art και ο οικονομικός παράγοντας
Ο Σουίφτ χωρίς πιθανότατα να είχε τέτοια πρόθεση, δημιούργησε στο γήπεδο του tenement κάτι περισσότερο από έναν χώρο συνάθροισης και έκφρασης των κατοίκων. Ο Ρίτσαρντ Χάμιλτον, ένας εκ των πρωτοπόρων της εμφάνισης του ρεύματος της pop art στη Μ. Βρετανία τη δεκαετία του ’50, έδωσε το 1957 τον ακόλουθο, περίφημο ορισμό: «Το έργο (για να χαρακτηριστεί pop art) πρέπει να είναι λαϊκό (να έχει γίνει για τις μάζες), να είναι εφήμερο (να μην μπορεί να διατηρηθεί πολύ), αναλώσιμο (να ξεχνιέται γρήγορα), φτηνό, να παράγεται μαζικά, να είναι νέο (προσανατολισμένο στη νεολαία), χωρατατζίδικο, σέξι, παιχνιδιάρικο, δελεαστικό και, τέλος, χωρίς αυτό να είναι λιγότερο σημαντικό, να είναι εμπορικό και επιχειρηματικό».
Εύκολα διαπιστώνει κανείς την ευθυγράμμιση του πολύχρωμου, τσιμεντένιου γηπέδου με τα κριτήρια του παραπάνω ορισμού. Ο αστερίσκος της μαζικής παραγωγής δε βρίσκει άμεση εφαρμογή, καθώς δεν πρόκειται για εμπορικό αντικείμενο. Ωστόσο το προϊόν εδώ δεν είναι το γήπεδο αυτό καθ΄αυτό, δηλαδή το τσιμέντο, αλλά ο διάκοσμός του και η αναπαραγωγή της ιδέας σε παγκόσμια κλίμακα (κοντινό μας παράδειγμα το γήπεδο με τη ζωγραφιά του Γιάννη Αντετοκούνμπο στα Σεπόλια), το τοποθετεί εντός του ορισμού που έδωσε ο Χάμιλτον. Η ρευστότητα και ο πολύ συχνός δημιουργικός μετασχηματισμός των ζωγραφιών καθιστούν το κέντρο βάρους του πρότζεκτ «μετατοπίσημο», άρα εφήμερο και νέο, ενώ τα αλέγκρα σχέδια επιβεβαιώνουν όλους τους χαρακτηρισμούς του ορισμού: χωρατατζίδικα, σέξι, παιχνιδιάρικα και δελεαστικά. Ας σταθούμε τώρα στο τελευταίο κομμάτι του ορισμού, «το έργο πρέπει να είναι εμπορικό και επιχειρηματικό».
Από τη δυτική σκοπιά, το tenement αποτελεί μια ωραία ιστορία: Οι φτωχοδιάβολοι αυτού του κόσμου δημιουργούν αυτοσχέδιες βαλβίδες αποσυμπίεσης από τη φτώχεια και τη γκετοποίηση. Για το οικονομικά ασφαλές κομμάτι του πλανήτη, το tenement είναι ένα μνημείο του streetball. Για τους ίδιους τους κατοίκους του όμως, είναι πολλά περισσότερα από μια ρομαντική ιστορία. Τα οικονομικά εξαθλιωμένα στρώματα χρειάζονται περισσότερα από ένα μέσο έκφρασης, χρειάζονται ένα μέσο βιοπορισμού.
Το παραπάνω μου έγινε σαφές καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας μου με τον κ. Μπαρμπουένα. Οι καθημερινές συζητήσεις μας λάμβαναν χώρα σε ένα κλίμα τόσο φιλικό που, ειδικά στην αρχή, έμοιαζε παράταιρο μεταξύ δύο αγνώστων, και θύμιζαν παιχνίδι πινγκ πονγκ μεταξύ των προσπαθειών εξερεύνησης των πολιτιστικών και ανθρωπολογικών προεκτάσεων από την πλευρά μου, και την ανάδειξη των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει η κοινότητα, από τη δική του. Ομολογώ ότι αυτή του η επιμονή με έκανε αρχικά καχύποπτο.
Λίγες μέρες αργότερα, βίωσα ενοχικά συναισθήματα, είχε αντιληφθεί τη διστακτικότητά μου. «Σε προσκαλώ να έρθεις στο Tenement τον Σεπτέμβριο, ως δικός μου καλεσμένος. Θα σε ξεναγήσω στον χώρο, θα παίξουμε μπάσκετ και θα μάθεις ό,τι θέλεις για την κοινότητά μας. Ξέρεις, πολλοί ενδιαφέρονται για την ιστορία μας. Έρχονται, μας παίρνουν συνεντεύξεις, τραβούν πλάνα, βγάζουν τα κείμενα και τα βίντεό τους και στη συνέχεια εκείνοι συνεχίζουν τη ζωή τους, και εμείς παραμένουμε στη φτώχια μας. Ντρέπομαι που θα στο πω, αλλά αυτήν την εποχή λόγω ενός τραυματισμού στη μέση δε μπορώ καν να δουλέψω (ενν. την κανονική του δουλειά, εκτός tenement). Για εσένα είμαι πρώτα ο κόουτς του tenement, για εμένα είμαι πρώτα ένας πατέρας που οφείλει να παρέχει τουλάχιστον τα βασικά στα παιδιά του».
Είχα ήδη απομακρυνθεί από τη σκοπιά μου.Για τους κατοίκους του κτιρίου γίνεται σαφές ότι το tenement έχει και μία άλλη διάσταση, αυτή του οικονομικού κέντρου της κοινότητας. Τα στοιχήματα στα μονάκια, ακόμα και μεταξύ μικρών παιδιών, συχνά καθορίζουν ποιος θα φάει εκείνη την ημέρα και ποιος όχι, ενώ η προσέλκυση επισκεπτών, αστέρων του NBA και πολυεθνικών αθλητικών ειδών έχει τελεσίδικα καταστήσει το γήπεδο στο μυαλό των κατοίκων ως το δυνητικό όχημα εξόδου από την απόλυτη φτώχεια.
Φωτογραφία της Cheryl Diaz Meyer, κατόχου βραβείου Πούλιτζερ Καλύτερης φωτογραφίας έκτακτου γεγονότος
Η συνειδητοποίηση του παραπάνω ίσως σε πρώτη ανάγνωση σκοτώνει τον ρομαντισμό του εγχειρήματος στα μάτια του δυτικού αναγνώστη, ωστόσο η προτεραιοποίηση των αναγκών του ανθρώπου είναι η ίδια στα περισσότερα μήκη και πλάτη της γης. Η κοινότητα του tenement, όπως οι απανταχού οικονομικά εξαθλιωμένοι, τοποθετείται από τον καπιταλισμό στα απόβλητα της κοινωνικο-οικονομικής πυραμίδας. Οι προσπάθειές τους να υπερβούν την κοινωνική και οικονομική τους θέση παίζοντας το παιχνίδι με τους όρους του συστήματος και χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του καπιταλισμού προς αυτόν τον σκοπό, πόσο μάλλον από τη στιγμή που οι πιθανότητες μοιάζουν σε αυτήν τη συγκυρία υπέρ τους, πιθανόν να ορίζουν μία από αυτές τις εξαιρέσεις που ισχυροποιούν το αφήγημα του κανόνα. Η υψηλή -με πολιτικούς όρους- κριτική, είναι ανέξοδη για όσους βρίσκονται εκτός του εκάστοτε πλαισίου.
Το tenement έχει πια τους προβολείς της παγκόσμιας μπασκετικής κοινότητας στραμμένους πάνω του. Ο Σουίφτ, ο Μπαρμπουένα και οι υπόλοιποι συνεργάτες του εγχειρήματος έχουν πλέον ένα στέρεο υπόβαθρο, πάνω στο οποίο προσπαθούν να οικοδομήσουν την οικονομική ανάπτυξη της κοινότητας μέσω του γηπέδου. Ωστόσο, όπως μας διαβεβαιώνει ο Έντι, παρά την ρευστότητα και τον διαρκή μετασχηματισμό των υπόλοιπων δεδομένων, υπάρχει από την αρχή της διαδρομής μία σταθερά που καίει στις καρδιές των κατοίκων σαν ασίγαστη φλόγα: «Φίλε, το κράτος τώρα «λουφάζει», έχουμε καιρό να ακούσουμε για εφαρμογή της εντολής εκκένωσης. Δεν ξεχνάμε ποτέ όμως τον σκοπό που ξεκινήσαμε όλο αυτό. Εάν η κυβέρνηση επαναφέρει το θέμα, είμαστε έτοιμοι να πολεμήσουμε για το σπίτι μας και το γήπεδό μας».
Σημειώσεις
1. Ο Σαρλ Εντουάρ Ζανρέ – Γκρι, γνωστός ως Λε Κορμπιζιέ, ήταν αυτοδίδακτος Ελβετός κοσμοπολίτης αρχιτέκτονας και πατέρας της αρχιτεκτονικής τάσης που σήμερα αποκαλούμε μοντερνισμό. Κατασκεύασε κτίρια στην κεντρική Ευρώπη, την Ινδία, τη Ρωσία κ.α. με επίκεντρο των μελετών του του την ατέρμονη προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης για τους κατοίκους των συσσωρευμένων μεγαλουπόλεων. Πέθανε το 1965 και τιμήθηκε με εκδηλώσεις πένθους σε πολλά σημεία του κόσμου, από την Ινδία ως τη Μεσόγειο.
2. Το κτίριο βρίσκεται ακριβώς πάνω στο ρήγμα West Valley, όπου σύμφωνα με τους σεισμολόγους ένας σεισμός τουλάχιστον 7 ρίχτερ λαμβάνει χώρα κάθε 400 χρόνια. Ο τελευταίος τέτοιου μεγέθους σεισμός στην περιοχή έγινε το 1658, δηλαδή 362 χρόνια πριν.
Πηγές πληροφοριών
https://bluprint.onemega.com/reinvented-western-bicutan-tenement/