Μερικά μπερδεμένα ονόματα
H Νταρουσάφακα έχει στην τροπαιοθήκη της δύο πρωταθλήματα Τουρκίας, και τα δύο πριν την ίδρυση της TBL, το 1961 και το 1962. Πρωταγωνιστής σε αυτά ήταν ο Νεντρέτ Οϊγκούτς, μία από τις μεγαλύτερες μορφές του μπάσκετ των γειτόνων. Δίπλα του, κανονικός υπαρχηγός και δεύτερος σκόρερ της εθνικής Τουρκίας στο Ευρωμπάσκετ του 1963, πάλι πίσω από τον συμπαίκτη του, ήταν ένας γκαρντ με πολύ καλό σουτ και αστραπιαίες κινήσεις: ο Χασίμ Ουλκιού Γιακίν (νο 8 στην αρχική φωτό). Oι δυο ηγέτες της ομάδας απεικονίζονται μαζί, τρίτος και τέταρτος στη σειρά από αριστερά, στην παρακάτω φωτογραφία.
Ο Χασίμ φημολογούταν ότι είχε ελληνική καταγωγή, όπως περίπου έτσι έλεγαν για τους πάντες. Αγωνίστηκε στην εφηβική ομάδα του Κούρτουλους, μαζί με Έλληνες, Τούρκους και έναν Αρμένιο, τον Γκιραγκός, πιθανώς το πιο δημοφιλές πρόσωπο στον ιστορικό σύλλογο την δεκαετία του '50. Τον Γκιραγκός τον αγαπούσαν όλοι γιατί ήταν χαμογελαστός, έτρεχε με προθυμία για ο,τι του ζητούσαν και με τα χρόνια συνδύασε τις γνώσεις του με υπηρεσίες. Όταν ο Χασίμ μεταπήδησε στην Νταρουσάφακα, κατάφερε για κάποιο διάστημα να πείσει την διοίκηση να προσλάβει τον Αρμένιο ως γυμναστή, μεγαλώνοντας έτσι την παροικία των Ταταυλιανών στους μετέπειτα πρωταθλητές.
Οι σύλλογοι ήταν εξάλλου συγκοινωνούντα δοχεία. Όσο ο Χασίμ αγωνιζόταν στην Ντάρου, εκτελούσε ταυτόχρονα χρέη προπονητή στις ακαδημίες του Κούρτουλους, μεταφέροντας αμερικάνικη γνώση, που στο μεταξύ είχε περάσει στους πράσινους ο προπονητής-θρύλος, Γιαλτσίν Γκρανίτ. Ο Γκρανίτ δεν κέρδισε τίτλο εκεί, όμως ξόδεψε τα πρώτα του χρόνια ως κόουτς (1957-60), αμέσως μετά από ένα ταξίδι έμπνευσης στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Την ίδια εποχή, ο άγνωστος 'Ελληνας της Σμύρνης και πασίγνωστος Τούρκος, Γιάκοβος Μπιλέκ, αρθογραφούσε στην Instanbul Express ως δημοσιογράφος, ως επιβλέπων το πρόγραμμα του Κούρτουλους και ως ένας αναγνωρισμένος διαιτητής, με συμμετοχή σε ημιτελικούς Ολυμπιακών αγώνων. Η μετάβαση του Χασίμ στο επόμενο σκαλοπάτι, έφερε ως ένα σημείο και την δική του υπογραφή στις συστάσεις.
Ήταν η περίοδος των πρώτων "πορτοκαλί" ζυμώσεων, της απορρόφησης του τοπικού από το εθνικό, της επικοινωνίας των πολιτισμών και της ανταλλαγής απόψεων, εις βάρος κυρίως όσων οι δικές τους ακούγονταν λιγότερο. Πριν λίγα μόλις χρόνια (1952) ο Μεντερές είχε βάλει την Τουρκία στο ΝΑΤΟ, ανοίγοντας δρόμους διεθνοποίησης. Το τούρκικο μπάσκετ πήρε αίφνης σάρκα και οστά, ενσωματώνοντας στην μεγάλη κλίμακα τόσο τις διεθνείς (ΗΠΑ), όσο και τις τοπικές τεχνογνωσίες των συλλογων-κοιτίδων, κάτι που σήμανε και την οριστική κατάργηση των πρωταθλημάτων των πόλεων (1966). Και καθώς οι Αρμένιοι, οι Ελληνες, οι Τούρκοι και οι λοιπές εθνικότητες του τεράστιου καζανιού άρχισαν να επανασυντίθεται σε ένα ενιαίο σύνολο μιας κάποιας μπασκετικής σχολής, ο επαγγελματίας "παίκτης του μπάσκετ" έγινε αίφνης διάσημος. Και αυτό ήταν κάτι σημαντικό, διότι μπορούσε να σε βγάλει μέχρι και από την φυλακή.
Ξεμπέρδερμα: Η σύλληψη του Χασίμ Ουλκιού
Μετά το πραξικόπημα του 1960 και την ανατροπή του "θρησκευτικού" Μεντερές από τους Κεμαλιστές, η φιγούρα του Ατατούρκ επανέκτησε την ιερότητα που είχε εν μέρει χάσει. Το να μιλήσεις άσχημα για τον ιδρυτή του σύγχρονου Τούρκικου κράτους συνιστούσε σοβαρό αδίκημα απέναντι στον νόμο, κάτι που εξακολουθεί να ισχύει μέχρι και σήμερα. Πόσο μάλλον δε, να τον ... πυροβολήσεις, όπως έκανε ένα χαλασμένο βράδυ του 1964 ο Χασίμ Ουλκιού Γιακίν, σε απροσδιόριστη ακριβή ημερομηνία. Γνωστή είναι μόνο η ημερομηνία της σύλληψης: 9 Mαϊου ή το πολύ μια μέρα πιο πριν.
Ο Χασίμ ήταν πραγματικά πολύ καλό παιδί, χαμηλών τόνων. Διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις με τους πολυπολιτισμικούς συμπαίκτες του στα Ταταύλα, με τους οποίους πρακτικά μεγάλωσαν μαζί. Ήταν γιος αστυνομικού και κάμποσο πειθαρχημένος, χαρακτηριστικό πολύτιμο για όποιον αποζητά την κορυφή του πρωταθλητισμού. Εκεί ψηλά, όμως, κάνει ως γνωστόν κάμποσο ρεύμα και τα '60ς δεν ήταν ακριβώς μια εποχή ισορροπίας, ακόμη και για την πόλη που ακροβατεί μονίμως στην κλωστή μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Οι παίκτες του μπάσκετ έπιναν. Και όσο πιο διάσημοι γίνονταν, τόσο πιο πολύ έπιναν. Το ποτό πάντα αποτελούσε για πολλούς Τούρκους άνδρες μια εξωστρεφή πράξη επιβεβαίωσης της αρρενωπότητας ή, αν θέλετε, της μαγκιάς. Και καθώς η αναγνωρισιμότητα από τα πρωταθλήματα του '61 και του '62 και τις συμμετοχές στην εθνική έφερε μια ψευδαίσθηση ακαταμάχητης ελευθερίας, το καταπιεσμένο πνεύμα του Χασίμ δεν άντεχε άλλο να ζει στο κιβώτιο.
Μετά το Ευρωμπάσκετ του '63 διορίστηκε για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία ως δάσκαλος σε ένα χωριό κοντά στο Τσόρλου, περίπου 1,5-2 ώρες δυτικά της Πόλης. Το χωριό ήταν μικρό και έμοιαζε πολύ με ο,τι φαντάζεται ένας κανονικός άνθρωπος. Χαμηλά σπίτια, πλακόστρωτοι δρόμοι, δέντρα που άπλωναν τις ρίζες τους έξω από τις αυλές των σπιτιών. Ο ιμάμης ήταν ο ιμάμης, ο μπακάλης ήταν ένας και ένας ακόμη περίπου, η πλατεία είχε όσες καρέκλες χρειάζονταν για να κάθονται κάτω από τους ίσκιους, κάτοικοι διπλάσιοι από τον πληθυσμό. Ένας από τους δασκάλους διοριζόταν κατά καιρούς από τον τούρκικο στρατό, και αυτή τη φορά λεγόταν Χασίμ, ήταν μπασκετμπολίστας και έπινε πολύ όταν δεν είχε κάτι άλλο να κάνει. Επίσης, είχε στην κατοχή του νόμιμα ένα όπλο.
Το σχολείο βρισκόταν σε ένα ύψωμα επάνω από τον κεντρικό δρόμο. Στο προαύλιο του μπορούσε οποιοσδήποτε να μπει πολύ εύκολα, ακόμη και το βράδυ. Τα λευκά κάγκελα είχαν σε σημεία ανοίγματα και η βλάστηση γύρω γύρω ήταν ψηλή, αλλά αραιή. Άλλο τόσο εύκολα, μπορούσε κάποιος να σε προσέξει. Το δάπεδο ήταν κυρίως χωμάτινο, με ένα τέρμα στην μία άκρη και μία μπασκέτα στην άλλη. Στο κέντρο του μήκους και στα τρία τέταρτα του πλάτους, κοντά στο κτίριο, βρισκόταν μια προτομή του Κεμάλ Ατατούρκ, που κοιτούσε προς τον υπόλοιπο χώρο, έτσι ώστε οι μαθητές να παρατάσσονται γύρω για διάφορους σκοπούς και σε ποικίλες περιστάσεις. Όποιος στεκόταν απέναντι από τον Κεμάλ και τον κοιτούσε κατάματα, γυρνούσε ουσιαστικά την πλάτη σε ολόκληρο το αμφιθέατρο του οικισμού και στο σύνολο του πλήθους. Φαινόταν από παντού.
Ενα ανοιξιάτικο βροχερό βράδυ ο Χασίμ είχε πιει, τίποτα πρωτότυπο. Τσακώθηκε με έναν τύπο στην ταβέρνα για κάτι πολιτικά, έβρισε μια δόση τον "ιδρυτή", του οποίου οι συνεχιστές είχαν έλθει στην εξουσία με τη βία τέσσερα χρόνια πριν και σηκώθηκε μες στα νεύρα να γυρίσει σπίτι. Λιώμα δεν ήταν, είχε απλώς κάνει κεφάλι. Το περίστροφο το κουβαλούσε μαζί. Καθώς περνούσε έξω από το σχολείο πρόσεξε με την άκρη του ματιού του την προτομή, που κανονικά δεν την έβλεπε ποτέ. Μπήκε στο προαύλιο από ένα άνοιγμα και έχοντας απόλυτη επίγνωση του τι κάνει, στάθηκε απέναντι της και την πυροβόλησε πέντε φορές. Το κεφάλι του Κεμάλ κόπηκε και έπεσε στο έδαφος με κρότο, σκάβοντας μια μικρή, μπρούτζινη λακούβα. Ο Χασίμ μάζεψε όσους κάλυκες βρήκε και τους σκέπασε εκεί μέσα, έριξε ένα βρισίδι και σηκώθηκε κι έφυγε για έναν βαθύ, ξεκούραστο ύπνο.
Την επόμενη μέρα η ζωή στο χωριό συνεχίστηκε σαν μην τρέχει τίποτα. Το ίδιο και την μεθεπόμενη και για πολλές ακόμη ημέρες, ίσως και εβδομάδες, προφανώς για όσο κράτησε η εσωτερική αψιμαχία εκείνου ή εκείνης, που περπατούσε τα ίδια ξημερώματα στον κεντρικό δρόμο ή που είχε ανοίξει τυχαία το παράθυρο, για να γλιτώσει από την αϋπνία. Όταν τελικώς επικράτησε η "λογική", ο Χασίμ άρχισε σιγά σιγά να παρατηρεί στις βόλτες του διαφορετικά βλέμματα και καινούριες κινήσεις. Για μία περίπου εβδομάδα, η μικροσκοπική κοινωνία διαβουλευόταν υπογείως, με ψιθύρους, βλέμματα και τελικά, όπως αποκαλύφθηκε κάμποσα χρόνια μετά, με μια δυο μυστικές συναντήσεις στο γραφείο του δημάρχου, ο οποίος μάταια προσπάθησε να κουκουλώσει το γεγονός, υποκύπτωντας τελικά στις πιέσεις του καθημερινού φανατισμού.
Όταν τελικά το χωριουδάκι έβγαλε την ετυμηγορία του, περίπου στο ένα τρίτο του χρόνου της πρώτης ανακούφισης, δύο όλοι κι όλοι αστυνομικοί χτύπησαν ένα πρωί την πόρτα του Χασίμ και τον συνόδευσαν απολύτως ήρεμα στο περιπολικό. Εκείνο ήταν έτσι παρκαρισμένο, ώστε να μπλοκάρει τελείως την σιδερένια καγκελόπορτα της μικρής αυλής. Μπήκε μέσα αδιαμαρτύρητα και μετά από λίγο καιρό παραμονής σε ένα κρατητήριο της Κωσνταντινούπολης, μεταφέρθηκε στην φυλακή της Σηλυβριάς, πόλης της Ανατολικής Θράκης.
Την επόμενη ή μεθεπόμενη της σύλληψης, η εφημερίδα Μιλιέτ της 10ης Μαϊου 1964, ανέφερε το περιστατικό ως ένα ατύχημα κατά την διάρκεια κυνηγιού πάπιας, καταγράφοντας κατά τα άλλα τα υπόλοιπα στοιχεία σωστά. Το απόκομα κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και είχε πέσει στην αντίληψη μου ήδη από την άνοιξη και τις πρώτες δύο απόπειρες εξιστόρησης της περιπέτειας του Χασίμ για το BG.
Η εξήγηση για την σκόπιμη παραπληροφόρηση είναι μάλλον προφανής. Ο Χασίμ ήταν διεθνής μπασκετμπολίστας με έστω κάποια φήμη, δήλωνε ο ίδιος Κεμαλιστής και ήταν γιος Κεμαλιστή αστυνομικού. Δεν αποτελούσε εχθρό του κράτους, άλλα έναν παραστρατημένο σύμμαχο, ο οποίος ετυχε μάλιστα πιθανώς και της υποστήριξης ενός εκ των πιο διάσημων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων της χώρας. Η Νταρουσάφακα, δηλαδή ο αθλητικός βραχίονας του ορφανοτροφείου-ορόσημο στην τούρκικη ιστορία του 20ου αιώνα, εικάζεται πως άσκησε πιέσεις για την αποφυλάκιση του, έχοντας ως αρωγό την τούρκικη ομοσπονδία. Δεν είναι σίγουρο ότι κάτι τέτοιο συνέβη, πάντως ο Χασίμ Ουλκιού Γιακίν αποφυλακίστηκε μέσα σε δύο μήνες, κυρίως λόγω της ιδιότητας του ως αθλητής. Σε εκείνες τις 60 μέρες πάντως, κανένας εκπρόσωπος της πρώην (πλέον) πρωταθλήτριας δεν έσπευσε να τον επισκεφτεί. Το μόνο όχημα που αφίχθηκε στη Σηλυβριά και μύριζε μπάσκετ, ξεκίνησε με το χάραμα κάπου στο τέλος του πρώτου μήνα από τα Ταταύλα. Είχε μέσα έναν Αρμένιο, έναν Έλληνα και ένα Τούρκο.
Ο Χασίμ δεν περίμενε να δει μπροστά του ούτε τον Γκιραγκός, ούτε τον Γιώργο Π., ούτε τον Oυμίτ, αγνωστων λοιπών στοιχείων. Οι τρεις παλιοί του συμπαίκτες στο Κούρτουλους (ο Αρμένιος είχε στο μεταξύ περάσει και από το πόστο του στην Νταρουσάφακα) είχαν μάθει τα γεγονότα όχι από τις εφημερίδες, αλλά απο την οικογένεια. Οι γονείς του πρωταθλητή έμεναν ακριβώς απέναντι από τον σύλλογο και είχαν τους τρεις νεαρούς για πολλά χρόνια ενοχλητικά μέσα στα αυτιά τους. Βλέποντας τους σε στενοχώρια, αποφάσισαν να πάνε οι ίδιοι, για να δουν αν τα πράγματα ήταν εν τελει τόσο σοβαρά. Η επίσκεψη κράτησε περίπου μια ώρα, ήταν η τελευταία μάζωξη αυτούσιας της πολυεθνικής τετράδας και μετά τα πρώτα δύσκολα λεπτά εξελίχθηκε σαν μια φυσιολογική κουβέντα. Ο Χασίμ συγκινήθηκε.
Η καριέρα του δεν συνεχίστηκε στην Τουρκία. Μετανάστευσε και έπαιξε μπάσκετ στην Γερμανία, πιθανώς με την μεσοβάληση του Γιάκοβος Μπιλέκ, που στο μεταξύ είχε γίνει ομοσπονδιακός προπονητής εκεί. Δεν πήγε καλά, αντιμετώπισε εκ νέου προβλήματα και τα ίχνη του από ένα σημείο και ύστερα χάθηκαν. Ο Γκιραγκός συνέχισε την καριέρα του ως γυμναστής, προπόνησε για πολλά χρόνια στις ακαδημίες του Κουρτουλούς και αναδείχθηκε σε πρόσωπο-έμβλημα του συλλόγου. Για τον Ουμίτ δεν βρήκα στοιχεία.
Ο Γιώργος έφυγε από την Πόλη με τους διωγμούς του '65, είναι οδοντίατρος και κατοικεί στον Νέο Βουτζά. Όταν τελείωσε την διήγηση τα είπαμε λίγο ακόμη. Το διπλανό οικόπεδο το είχαν αποψιλώσει τελείως από τα καμένα, αλλά μπροστά από το σπίτι υψωνόταν ακόμη το κατάμαυρο δάσος. Βγηκα έξω, κατέβηκα τις σκάλες στο πλάι και κοίταξα προς τη θάλασσα, η οποία πριν από ένα μήνα περίπου καλά καλά δεν φαινόταν. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα καρφί για το χρωματοπωλείο. Ο ιδιοκτήτης με ρώτησε πώς πάει με το σπιτι, του είπα με χαμηλή φωνή "όπου να να είμαστε έτοιμοι" και τον ρώτησα για το δικό του. "Εμείς δεν πάθαμε σχεδόν τίποτα", μου είπε, "άλλα άκου ρε φίλε να σου πω μια ιστορία, θα τρελαθείς".