Όσοι τέλος πάντων ασχολούνται ένθερμα με τις διοργανώσεις νέων, εφήβων και παίδων τα τελευταία χρόνια ήξεραν ότι η ομάδα που απαρτίζονταν από τους γεννημένους το 2003 και το 2004 αποτελούσε μια πολλά υποσχόμενη γενιά μπασκετμπολιστών, με σημαντική συνοχή, αρκετό ταλέντο κι αρκετά πιο σύγχρονες κατευθύνσεις τόσο αναφορικά με τον τρόπο παιχνιδιού, όσο και με την χρήση στοιχείων μακριά από το λεγόμενο «ελληνικό μπάσκετ», με αρκετή τρεχάλα, πολλές και καλές εκτελέσεις από μακριά και πίεση στην μπάλα. Κάπως έτσι η καλή εικόνα που είχε η ίδια ομάδα τόσο σε επίπεδο παίδων, όπου είχε έρθει στην έκτη θέση, χάνοντας σε έναν δραματικό αγώνα από την Ιταλία στους οκτώ, όσο και σε επίπεδο εφήβων, στα challengers που είχαν αντικαταστήσει τα τουρνουά ελέω κορονοϊού, άφηνε ελπίδες για μια ακόμη διάκριση και στο τουρνουά των νέων.
Η στάθμιση πάντως ανάμεσα σε δύο γενιές, αυτή που προηγήθηκε με Μωραΐτη, Ρογκαβοπουλο και αυτή που ακολουθεί με Σαμοντούροφ, Λιοτόπουλο, Αβδάλα κάνει βέβαια την ομάδα αυτή να υπολείπεται σημαντικά σε βασικούς τομείς όπως το μέγεθος, η δύναμη κοντά στο καλάθι και η ποιότητα στην περιφερειακή γραμμή. Γενικώς τα αρνητικά στοιχεία της ομάδας ήταν τα συνηθισμένα που βρίσκονται στις περισσότερες ευρωπαϊκές ομάδες, πόσο μάλλον σε σύγκριση με τα ανεξάντλητα φυτώρια ταλέντου που παρουσιάζουν εσχάτως η Ισπανία, η Γαλλία και η Γερμανία.
Το έτερο στοιχείο που διαμορφώνει διοργανώσεις σε επίπεδο νέων είναι ότι οι καλύτεροι παίκτες της εκάστοτε γενιάς συνήθως δεν βρίσκονται εκεί. Για παράδειγμα, ο Βίκτορ Γουενμπανιάμα, ο Νίκολα Ραντοβάνοβιτς, ο Αντέμ Μπονά, ο Ρούμπεν Ντομίνγκεζ και ο Ματέο Σπανιόλο έχουν προ πολλού αφήσει τις μικρότερες διοργανώσεις για χάρη της διαρκώς εξελισσόμενης καριέρας τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε ταλέντο στη διοργάνωση, αλλά η έλλειψη παικτών ήδη αποδεδειγμένης ποιότητας φανερώνει ότι υπάρχουν αρκετοί παίκτες που ξεπέρασαν τα επίπεδα που απαιτούνται για το ευρωπαϊκό νέων, τη στιγμή που αυτό δεν έχει γίνει με σχεδόν κανέναν παίκτη της ελληνικής ομάδας.
Φανερές εξαιρέσεις αποτελούν οι πιο προβεβλημένοι παίκτες της εθνικής. Ο Λευτέρης Μαντζούκας ήταν ο ηγέτης της ομάδας, δείχνοντας ότι ακόμη και εάν δεν έχει εύκολο σκορ, σε βαθμό που είχε στις μικρότερες κατηγορίες, έχει προσαρμόσει το παιχνίδι του σε άλλες κατευθύνσεις, είναι πλέον πιο δυνατός στην προσωπική άμυνα και έχει την αύρα παίκτη που μπορεί να κάνει το βήμα ακόμη και για την εθνική ανδρών. Όμως αυτός που έκλεψε τις εντυπώσεις ήταν ο Βαγγέλης Ζούγρης σε ένα πραγματικά τέλειο τουρνουά. Όντας ο μόνος σέντερ της ομάδας, ο νεαρός ήταν η μηχανή και το κιβώτιο της εθνικής, δείχνοντας να έχει ένα εντυπωσιακό χάρισμα ςστα ριμπάουντ (είχε 6,5 επιθετικά ανά αγώνα), αλλά και στην προσωπική άμυνα παρά την έλλειψη μεγέθους, το οποίο σε τέτοιες ηλικίες συνήθως είναι αρκετά μεγάλο μειονέκτημα.
Διόλου τυχαία, οι δύο καλύτεροι παίκτες της εθνικής ήταν αυτοί που πήραν αρκετό χρόνο συμμετοχής με τις ομάδες τους μέσα στη σεζόν, εκτός εάν θυμάστε τον Μπαζίνα, τον Οικονομόπουλο και τον Καλαϊτζάκη να παίζουν για τον Προμηθέα, τον Ολυμπιακό και την Καρδίτσα. Σε γενικές γραμμές, οι πιο ψημένοι παίκτες ήταν αυτοί που έκαναν τη διαφορά και οδήγησαν στην τετράδα την ομάδα τους, απέναντι πάντως σε αντιπάλους που δεν είχαν σε καμία περίπτωση περισσότερο ταλέντο και με την οποία βοήθεια δίνει η έδρα, εντός κι εκτός παρκέ.
Με εξαίρεση την υπερηχητική Γαλλία, μια από τις κορυφαίες και πιο πλήρεις ομάδες που έχουν εμφανιστεί ποτέ σε τέτοιο τουρνουά, οι υπόλοιπες βρέθηκαν αρκετά κοντά σε συναγωνισμό και οι ελπίδες για διάκριση πολλαπλασιάστηκαν, ειδικά μετά τον οδυνηρό αποκλεισμό των Λιθουανών, των Ισπανών και των Σέρβων στα νοκ άουτ. Η στατιστική εικόνα της εθνικής, εάν διαβαστεί μόνη της απεικονίζει αδυναμία στο σουτ, έλλειψη δημιουργίας και πετυχημένη προσπάθεια καταστροφής του παιχνιδιού του αντιπάλου. Η αλλιώς μόλις 28% στα τρίποντα, λίγες ασίστ, πολλά κλεψίματα και τη τρίτη καλύτερη άμυνα της διοργάνωσης, παρά τους 98 πόντους της ισοπέδωσης από τη Γαλλία. Κάποιοι διατρανώνουν τα συμπεράσματα τους πως το ελληνικό μπάσκετ θέλει αναδόμηση και χτίσιμο από τα θεμέλια κι άλλοι συγκρίνουν τις στατιστικές επιδόσεις με τοο θετικό αποτέλεσμα κι επιβραβεύουν τον μπούσουλα της άμυνας ως εθνική γραμμή ως αντίβαρο στην ραγδαία αύξηση του επιθετικού ταλέντου των υπολοίπων χωρών.
Ποιος έχει δίκιο λοιπόν; Και οι δύο πλευρές, αλλά ταυτόχρονα και καμιά από τις δύο. Όντως η επιθετική στατιστική εικόνα είναι μέτρια και η αντίστοιχη αμυντική είναι ενθαρρυντική. Αλλά δεν είναι ολοκληρωμένες. Από τις ομάδες της οκτάδας, με εξαίρεση την Γαλλία που είχε αριθμούς επαγγελματικής ομάδας και δέκα τουλάχιστον παίκτες πρώτης γραμμής, οι υπόλοιπες ήταν στο ίδιο πλαίσιο. Το δεύτερο Ισραήλ είχε ακόμη χειρότερα ποσοστά ευστοχίας και συνολικά μια (1) παραπάνω ασίστ παρά τον χαμό που έκανε το τρομερό δίδυμο των Νοάμ Γιάκοβ και Ντάνιελ Βολφ. Το Βέλγιο έβαλε ένα παραπάνω τρίποντο σε ισάριθμες προσπάθειες και σκόραρε 68 πόντους ανά αγώνα πάνω από τέσσερις λιγότερους από την εθνική. Λιθουανία και Σερβία ήταν οι χειρότερες ομάδες του τουρνουά σε ασίστ και ριμπάουντ αντίστοιχα, ενώ η Ισπανία του Ζοάν Νούνιες καταποντίστηκε στο πρώτο νοκ άουτ για να βρεθεί εκτός τετράδας για δεύτερη μόλις φορά στα τελευταία 17 χρόνια.
Η εθνική νέων που αγωνίστηκε στο Ηράκλειο ήταν μια αρκετά καλή ομάδα για την ηλικία των παικτών της που ευνοήθηκε ίσως από την καλή κλήρωση και τους βατούς αντιπάλους στους 16 και στα προημιτελικά. Είχε επίσης μαζί της την έδρα και το γεγονός πως στους νοκ άουτ αγώνες, ο ρυθμός συνήθως χαμηλώνει και ευνοούνται τα στοιχεία των παικτών της σε αντίθεση με αυτά άλλων πιο ταλαντούχων παικτών που δεν έχουν ούτε την εμπειρία ούτε την ικανότητα να διαχειριστούν τέτοιες καταστάσεις, στα 20 τους χρόνια. Η έλλειψη στην περιφερειακή γραμμή δεν φάνηκε όσο ήταν αναμενόμενο, γιατί οι περισσότεροι καλοί γκαρντ της γενιάς στην Ευρώπη έχουν ήδη απορροφηθεί από τους συλλόγους ή/και από τις εθνικές ανδρών της χώρας τους.
Εάν κάποιος δει από μακριά την διοργάνωση, το ευρωπαϊκό τουρνουά νέων διατηρείται μονάχα στην Ευρώπη. Αυτό γίνεται μονάχα γιατί υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο πρεστίζ σε αυτές τις διοργανώσεις, χωρίς βέβαια να γνωρίζω εάν στην FIBA γουστάρουν να έρχονται κάθε δύο καλοκαίρια στα Δύο Αοράκια και στη Ρόδο. Με ελάχιστες προφανείς εξαιρέσεις όμως (Μαρκάνεν, Γκούντουριτς, Σιμόνοβιτς), τα τελευταία χρόνια το ταλέντο της κάθε γενιάς εντοπίζεται μακριά από αυτές τις διοργανώσεις. Η ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου τουρνουά, σε αντίθεση με αυτά των εφήβων και των παίδων, αφορά περισσότερο την ανάγκη για συνέχιση της πεπατημένης οδού από την παγκόσμια ομοσπονδία και λιγότερο καταδεικνύει τα ελλείμματα της εκάστοτε παραγωγικής διαδικασίας.