Το ίδιο, άλλωστε, κάνει και ο Ερυθρός Αστέρας, από τη μέρα απο ανέλαβε ο Ντούσκο Ιβάνοβιτς. Μερικές μεγάλες νίκες, για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος και από εκεί και πέρα στεγνό καθάρισμα της Βαλένθια, της Παρτίζαν, της Μακάμπι, της Άλμπα, της Βίρτους και ... της Ζαλγκίρις, που με τη σειρά της επικράτησε των Σέρβων στη μεταξύ τους αναμέτρηση στο Κάουνας. Αν η Εφές συνεχίσει να υποτιμά την αξία της regular season, δεν αποκλείεται να προκριθούν και οι δύο αυτές ομάδες, που μοιράζονται μία κοινή συνταγή: Την ύπαρξη "μόνιμων", γηγενών παικτών, που συνήθως καλούνται να κάνουν απλώς τη βρώμικη δουλειά, πλαισιώνοντας μεγαλύτερα συμβόλαια ξένων παικτών γύρω τους.
Στον Αστέρα π.χ., βρίσκει κανείς τους Ντόμπριτς (έκτος χρόνος στην Ευρωλίγκα), Μίτροβιτς (από το 2012 με διαλείμματα στην Ισπανία και στη Γερμανία), Ιβάνοβιτς και Κούζμιτς, εκ των οποίων κανένας δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι δύο πρώτοι αναλαμβάνουν επιθέσεις, αλλά κάθε άλλο παρά αποτελούν πρώτα ονόματα. Στη Ζαλγκίρις, αντίστοιχα, η πλαισίωση πέφτει στους ώμους των Μπιρούτις (σέντερ), Λικουσιούνας, Μπουτκέβιτσιους και Λεκαβίτσιους, στους οποίους προσφέρεται χρόνος γενναιόδωρα, όχι όμως και πρωτοβουλίες. Σε αντίθεση με τον Αστέρα, πλην του Λέκα, οι υπόλοιποι δεν έχουν κολλήσει τόσα πολλά ένσημα στην ομάδα, αλλά είναι προφανές πως εκείνη τους υπολογίζει μακροπρόθεσμα, διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για τέτοια σύνολα. Η μόνη λύση είναι να αλλάζουν οι ξένοι, αλλιώς η δημιουργία ανταγωνιστικών συνόλων μετατρέπεται σε άπιαστο όνειρο. Δείτε π.χ. τη Βίρτους ή τη Μιλάνο, στις οποίες ο πυρήνας των Ιταλών είναι φανερά εξασθενημένος. Βρίσκονται - ειδικά η δεύτερη - σε μία διαρκή αναζήτηση και δεν βγαίνει άκρη με τίποτα.
Ανάμεσα στον πυρήνα δεύτερης γραμμής των δύο ομάδων-έκπληξη της φετινής Ευρωλίγκα, υπάρχουν φυσικά και οι δύο "σημαίες", που οι παρατηρητικοί/ες θα τους αναζητήσατε στην απαρίθμηση παραπάνω. Παρότι σπάνια θα τους συναντήσετε στα highlights των επίσημων λογαριασμών της διοργάνωσης, καθώς κρίνονται αντιτουριστικοί, οι Εντγκάρας Ουλάνοβας και Μπράνκο Λάζιτς αντιπροσωπεύουν όσο ελάχιστοι το ξεχωριστό πνεύμα μιας διοργάνωσης, που πασχίζει να βρει ταυτότητα από την ίδρυση της, το 2001. Αν το σλόγκαν της Ευρωλίγκα είναι το "every game matters" και αν το ξεκάθαρο πλεονέκτημα της έναντι του ΝΒΑ είναι η επικράτηση της υπεροχής του συνόλου έναντι της κυριαρχίας του ενός, τότε σχεδόν πουθενά δεν βρίσκονται αυτή τη στιγμή καλύτερα παραδείγματα, απο τους αρχηγούς των Ζαλγκίρις και Αστέρα.
Ουλάνοβας
Ο Ουλάνοβας, μάλιστα, φέτος απολαμβάνει και λίγη έξτρα δημοσιότητα. Στην όγδοη συμμετοχή του στην Ευρωλίγκα με τη Ζαλγκίρις γράφει νούμερα καριέρας, με 11,6 πόντους, 2,5 ασίστ και 42% στα τρίποντα, ενώ παράλληλα πρωταγωνιστεί στις κρίσιμες στιγμές, οι οποίες ως γνωστόν χαρίζουν τις νίκες. Ναι, ο Ουλάνοβας, στα 31 του, μετά από τόσα χρόνια λοιδωρίας για το στυλ και το παρουσιαστικό του, φέτος αποτελεί τη μονάδα που θα ήθελε κάθε προπονητής. Προσπάθεια διαρκώς στο μάξιμουμ και όταν έρθει η ώρα της ευθύνης, το ένα σουτ μεγαλύτερο από το άλλο: Μιλάνο, Αστέρας, Άλμπα Βερολίνου, τρεις νίκες με την τελευταία υπογραφή στο ροζ φύλλο δική του.
Δεν υπάρχει άλλη χρονιά του Ουλάνοβας που να συγκρίνεται με την φετινή. Η αμέσως καλύτερη του ήταν τη σεζόν 2017-18, όταν η Ζαλγκίρις απέκλεισε τον Ολυμπιακό στα πλέι οφ και έφτασε στο φάιναλ φορ. Ακολούθησαν δύο σεζόν υπό την ασφυξία του δόγματος Γιασικεβίτσιους, μία αδικημένη παρουσία στη Φενέρ-μπάχαλο του Κοκόσκοφ και έπειτα μία περίοδος ψαξίματος με την επιστροφή του, για να φτάσουμε στο φετινό θαύμα του Κάζις Μακσβίτις. Ο Λιθουανός προπονητής, στο δρόμο για να φτιάξει ομάδα από παίκτες δεύτερης διαλογής, αντί να ψάξει δεξιά και αριστερά για ηγέτες, πόνταρε σοφά επάνω του, ακόμη και αν αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να θυσιάσει στην ιεραχία τον διαφημισμένο Μπραζντέικις. Δείτε δυο τρία ματς των Λιθουανών, ειδικά από τότε που τραυματίστηκε ο Έβανς και θα παρατηρήσετε πως η μπάλα σχεδόν πάντα περνάει από τα χέρια του στα plays της crunch time. Πολλές φορές με πλάτη στο καλάθι, κάμποσες ακόμη με πρόσωπο, κάτι που δεν συνηθιζόταν τα προηγούμενα χρόνια.
Αναρωτιέμαι, πότε θα αρχίσουν οι άμυνες να ρίχνουν και δεύτερο αμυντικό πάνω του; Ίσως και ποτέ, για τον απλούστατο λόγο ότι η αγωνιστική ταυτότητα του Ουλάνοβας έχει παγιωθεί τόσο στιβαρά με το πέρασμα των χρόνων, που μία τέτοια ραγδαία αλλαγή, μέχρι στιγμής αντιμετωπίζεται περισσότερο ως εξαίρεση, παρά ως κανονική στροφή. Ακόμη και σήμερα, όπως θα διαπιστώσατε και στις φάσεις, κανείς δεν νοιάζεται και ιδιαίτερα.
Λάζιτς
Τι να πει και ο Λάζιτς, βέβαια. Εκείνον οι αντίπαλοι τον αφήνουν σχεδόν μονίμως ελεύθερο, προτιμώντας οι περιστροφές να γίνονται από τον παίκτη του. Δίκαια, καθώς ο αρχηγός του Αστέρα ποτέ δεν αποτέλεσε σημαντική περιφερειακή απειλή. Από αυτό το σημείο όμως, μέχρι του να περνάει παντελώς απαρητήρητος από τη διοργάνωση, σε οποιαδήποτε διαφημιστική ή προωθητική περιφορά της, υπάρχει τεράστια απόσταση.
Ο Λάζιτς πατάει αισίως στα 35, έκλεισε τα 34 πριν λίγες ημέρες. Έχει φέτος τους ... εκθαμβωτικούς (sic) μέσους όρους των 2,8 πόντων και των 1,8 ριμπάουντ (αυτό δεν είναι κακό βασικά). Βγάζει 0,6 ασίστ και κάνει 0,8 κλεψίματα (ούτε αυτό είναι). Τι δουλειά έχει να αγωνίζεται 19 λεπτά, μισό ματς δηλαδή, και να έχει ξεκινήσει στο βασικό σχήμα στα 14 από τα 20 παιχνίδια; Η απάντηση γνωστή: Πρόκειται για τον σημαντικότερο αμυντικό της Ευρωλίγκα εδώ και πολλά χρόνια.
Προσοχή! Δεν έγραψα "τον καλύτερο", έγραψα "τον σημαντικότερο". Ο Λάζιτς, από τότε που αγωνίζεται στην Ευρωλίγκα με τη φανέλα του Αστέρα, είναι εκείνος που πάντα θα μαρκάρει τον καλύτερο σκόρερ των αντιπάλων, αυτός που θα θυσιάσει εαυτόν στον βωμό των στρατηγικών φάουλ, ο άνθρωπος που θα βουτήξει για την τελευταία μπάλα. Ο Ερυθρός Αστέρας, που με εξαίρεση τη σεζόν του Αλιμπίγεβιτς πάντα προσπαθούσε να παίξει σκληρά μέσω κλεφτοπολέμου, δεν θα μπορούσε να μεταδώσει τη φιλοσοφία του σε κανέναν νεοφερμένο, αν ο αρχηγός του δεν αποτελούσε την πιο έκδηλη σωματοποίησή της. Δεν υπήρξε ούτε μία αγωνιστική περίοδος που να σκόραρε πάνω από 4,5 πόντους και δεν υπήρξε ούτε μία που να αγωνίστηκε λιγότερο από 15 λεπτά, πλην της πρώτης του.
Αν η Ευρωλίγκα ήταν έξυπνη (που δεν είναι), θα είχε κάνει τον Λάζιτς σημαία. Θα είχε ψάξει κάθε επιθετικό φάουλ που κέρδισε με την επιμονή του, κάθε κλέψιμο στην τρίπλα του αντιπάλου γκαρντ, όπως και κάθε πιθανή και απίθανη φάση που βούτηξε στο παρκέ, για να σώσει μια χαμένη μπάλα. Θα τον είχε βγάλει μπροστά επίσης, ώς ένα σύμβολο επικοινωνίας με την κερκίδα, κάθε φορά που αυτή ξεσηκωνόταν από ένα hustle play του. Υπάρχει το ανάλογο βίντεο, αλλά είναι στα σέρβικα και όσοι/ες το είδαν, το είδαν τέλος πάντων.
Υπάρχουν κι άλλοι. Φυσικά ο Παπανικολάου, ίσως ο Μαχμούτογλου, πιθανώς ο Μπαλμπάι και φυσικά η έκδοση πενταετίας του Ρούντι Φερνάντεθ, που όμως έχει υπάρξει ηγέτης και με τον άλλο τρόπο, όχι ως αφανής. Σε κάθε περίπτωση, παίκτες σαν τον Ουλάνοβας και τον Λάζιτς, που βρίσκονται μονίμως εκεί, που παίρνουν σχεδόν πάντα μεγάλο χρόνο συμμετοχής και που κάθε τους ενέργεια αποτελεί σφραγίδα στο προφίλ της ταλαιπωρημένης Ευρωλίγκα, αξίζουν μεγαλύτερης προσοχής από τους διοργανωτές.
Μέσα στην προηγούμενη εβδομάδα, ο πρόεδρος του συνεταιρισμού, Μάρσαλ Γκλίκμαν, διατράνωσε σε συνέντευξη του στο Basketnews, την πρόθεση του να μετατραπεί το τουρνουά σε μία player's league. Έτσι όπως το εννοεί ο Γκλίκμαν, δηλαδή μία λίγκα στην οποία το κοινό θα νιώθει έναν έξτρα δεσμό με τους παίκτες, γνωρίζοντας εις βάθος την προσωπική τους ιστορία, δεν νοείται τίποτε πιο βαρετό. Θα πρόκειται για ένα κακέκτυπο του καλοστημένου, αλλά αχρείαστου δράματος του ΝΒΑ. Αντίθετα, η Ευρωλίγκα θα είχε πολλά να κερδίσει, αν αναδείκνυε περισσότερο τους αθλητές εκείνους, που έχουν υποτάξει το ρόλο τους στο ομαδικό πνεύμα και έχουν φέρει την εξέδρα δίπλα στην κάθε ανάσα τους, δίπλα στην κάθε σταγόνα ιδρώτα που έχυσαν στο παρκέ. Λάζιτς και Ουλάνοβας αποτελούν δύο καταπληκτικούς πρεσβευτές. Για αυτούς, every game matters.