Από τις ΗΠΑ στα πάτρια εδάφη
Ο γεννημένος στην πόλη Forlimpopoli της Ιταλίας στις 19 Δεκεμβρίου του 1987, ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα στην ιστορική Τρεβίζο, παρότι τα παιδοεφηβικά του χρόνια βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και δη στην Καλιφόρνια όπου φοίτησε αρχικά σε high school και κατόπιν στο University of Southern California. Στο USC αγωνίστηκε την τριετία 2006-09 με τη φανέλα των Τρώων ενώ βρέθηκε ισάριθμες φορές στο τουρνουά της March Madness του NCAA, με κορυφαία παρουσία της ομάδας αυτή του 2007 όταν και έφτασαν στη φάση των «16», την επονομαζόμενη και Sweet Sixteen. Γνωστοί συμπαίχτες του κατά την διαμονή του στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο οι Taj Gibson, OJ Mayo, Gabe Pruitt -με παρουσία σε Ρέθυμνο και Πανιώνιο, Nikola Vucevic και φυσικά ο DeMar DeRozan. Oλοκλήρωσε τη φοίτησή του στο πανεπιστήμιο με μέσους όρους 8,7 πόντους, 3,6 ασίστ σε περίπου 30’ μέσο όρο, όντας βασικός από τη δεύτερη σεζόν του και έπειτα. Τα συγκεντρωτικά του στατιστικά στον παρακάτω πίνακα από το basketball-reference.com .
Αφού δεν άκουσε ποτέ το όνομά του κατά τη διαδικασία του draft, η επιστροφή στη Γηραιά Ήπειρο και δη στα πάτρια εδάφη για το ξεκίνημα της επαγγελματικής του καριέρας ήταν μονόδρομος. Τρεβίζο και Πεζάρο αποτέλεσαν τους πρώτους του σταθμούς στη γείτονα χώρα. Μετά από μία τριετία σε αυτές τις ομάδες, η Σιένα διέκρινε το ταλέντο του και τον απέκτησε για τη σεζόν 2012-13. Μία Σιένα που επί πολλά χρόνια αποτελούσε τη μεγάλη δύναμη του Ιταλικού μπάσκετ, με μονοπώλιο εντός των συνόρων και με εξαιρετική παρουσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τέσσερις εμφανίσεις σε φάιναλ φορ της Ευρωλίγκα (τα έτη 2003, 2004, 2008, 2011) και κατάκτηση του κυπέλλου Σαπόρτα το 2002. Δυστυχώς, όμως, για τον παίχτη βρέθηκε στη χειρότερη δυνατή στιγμής της ιστορίας του οργανισμού, στα χρόνια της απόλυτης παρακμής. Τα υπέρογκα χρέη του οργανισμού θα οδηγούσαν την ομάδα από την πανέμορφη ομώνυμη πόλη μετά από δύο σεζόν στην κατάρρευση και επί της ουσίας από τότε στον μαρασμό. Άμεση συνέπεια αυτής της κατάστασης ήταν και η μετακίνησή του στην ανερχόμενη Αρμάνι, στα μέσα της δεύτερης χρονιάς του συμβολαίου του. Η ομάδα είχε χάσει την αίγλη του παρελθόντος με τον Simone Pianigiani να αποχωρεί από τον πάγκο και τον γνωστό μας και από τη θητεία του στην ΑΕΚ, Luca Banchi να αναλαμβάνει το τιμόνι της ομάδας. Παίχτες που αποτελούσαν ορόσημο είχαν αποχωρήσει, όπως οι Ζήσης, McCalebb, Andersen, Stonerook. Στην πρώτη του χρονιά είχε ρόλο να τρέχει τη «δεύτερη πεντάδα» ερχόμενος από τον πάγκο. Συνέχιζε να επιβεβαιώνει τον ρόλο του σκληροτράχηλου guard που μπορεί να λειτουργήσει εξαιρετικά δίπλα σε περιφερειακό που χρειάζεται αρκετά τη μπάλα στα χέρια, όπως ήταν ο Bobby Brown κατά την πρώτη του σεζόν στην Τοσκάνη.
Η δεύτερη σεζόν δεν ολοκληρώθηκε ποτέ καθώς όπως ανέφερα πιο πάνω. Η Σιένα βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση, οπότε μετά τον υποβιβασμό της στο Γιούροκαπ μετά την πρώτη φάση της Ευρωλίγκα (ναι, υπήρχε και αυτό το φορμάτ) μετακινήθηκε βορειότερα και δη στο Μιλάνο και την ανερχόμενη Αρμάνι. Εκείνη τη σεζόν διεξαγόταν και το φάιναλ φορ εντός έδρας για τους Ιταλούς, οπότε ήταν καλή ευκαιρία για να προκριθούν. Ίσως το πρώτο «τι θα γινόταν αν» στην καριέρα του Hackett , καθώς στο πρώτο ματς της σειράς των playoffs εναντίον στη -μετέπειτα πρωταθλήτρια- Μακάμπι, χάθηκε μεγάλη ευκαιρία να πάρουν τη νίκη με τον Κeith Langford να γίνεται ο μοιραίος των Ιταλών δις στο τέλος της κανονικής διάρκειας, όπου έχασε βολή που θα έδινε τη νίκη. Το δίδυμο πάντως που είχε δημιουργήσει με τον Αμερικανό guard ήταν υπέροχο και είχε απόλυτη ισορροπία και στις δύο πλευρές του παρκέ. Αυτή η ικανότητα που είχε ο Hackett να προσαρμόζεται σε κάθε ρόλο που θα του ζητηθεί και που ακόμα έχει είναι που τον κάνει τόσο πολύτιμο για τον εκάστοτε προπονητή του.
Από το Μιλάνο στον Πειραιά και στη Μπάμπεργκ
Μετά το πέρας της διετίας ήρθε η ώρα να βρει τον νέο του προορισμό. Η φήμη που ακολουθούσε τον παίχτη εκείνη την περίοδο ήταν του ζόρικου, ιδιότροπου και ατίθασου. Ίσως έφταιγε το φυζίκ του; Η εικόνα του μποέμ τύπου, με τα ράστα μαλλιά που άνετα θα μπορούσε να ζει στην Αυστραλία ή στη δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών και να είναι εκπαιδευτής surfing. Κάτι που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε, τουλάχιστον την επόμενη διετία όταν και έγινε μέλος του Ολυμπιακού. Στον Πειραιά απέδειξε το ότι είναι ένας παίχτης-χαμαιλέοντας, που δε θα βάλει ποτέ το προσωπικό όφελος πάνω από την ομάδα. Προσαρμόστηκε απόλυτα στα θέλω του προπονητή Σφαιρόπουλου και έγινε περισσότερο αμυντικό εργαλείο, αφήνοντας στην άκρη τα επιθετικά του ταλέντα. Καλή πρώτη χρονιά, παρότι η ομάδα μπερδεύτηκε με τις πολλές αλλαγές ξένων παιχτών και δεν κατάφερε να προκριθεί στην προημιτελική φάση της Ευρωλίγκα. Και εδώ, είχε ρόλο να τρέχει τη δεύτερη πεντάδα και να αποτελεί το back up του Βαγγέλη Μάντζαρη -ορίστε, το είπα. Στους Πειραιώτες κέρδισε πρωτάθλημα, μετά τους φοβερούς τελικούς του Βασίλη Σπανούλη την πρώτη χρονιά. Ακολούθησε όμως, το δεύτερο και ίσως μεγαλύτερο “what if” της καριέρας του κατά τη δεύτερη σεζόν. Αυτό δεν ήταν άλλο από τον σοβαρό τραυματισμό του που τον κράτησε εκτός αγωνιστικής δράσης αρκετούς μήνες. Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί στη συνέχεια της αθλητικής του πορείας αν σε μία ανύποπτη φάση στο τέλος ενός αγώνα της Ευρωλίγκα σε αδιάφορη φάση για την εξέλιξη του, στην προσπάθεια να μαρκάρει αποτελεσματικά τον παλιό του συμπαίχτη, Keith Langford δεν είχε χτυπήσει σοβαρά; Ο τραυματισμός αυτός, του στέρησε τη συμμετοχή του στο φάιναλ φορ της Κωνσταντινούπολης το 2017, όπου και η ομάδα έφτασε έως τον τελικό, ενώ εξαιτίας του το καλοκαίρι εκείνης της περιόδου δεν ανανεώθηκε το συμβόλαιό του (για το ζήτημα είχα πάρει σαφή θέση εκείνη την περίοδο με κείμενο το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ) με τους Πειραιώτες. Αν φτιάχναμε ένα υποθετικό σενάριο, ή αν βρισκόμασταν σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου τα πράγματα θα εξελίσσονταν διαφορετικά ο Hackett δεν θα προσπαθούσε να παίξει καλή άμυνα απέναντι στον παλιόφιλό του, όπως θα κάναμε και μεις σε μία μπασκετική αλάνα απέναντι σε φίλο, εγωιστικά, και δεν θα χτυπούσε. Αυτό θα οδηγούσε τον παίχτη πιθανόν στο πρώτο φάιναλ φορ της καριέρας και ίσως σε μία επέκταση της παραμονής του στη χώρα. Κάτι που ίσως δεν θα οδηγούσε στην ίδια συνέχεια της καριέρας του -εκτός αν στο παράλληλο σύμπαν οι ερυθρόλευκοι έβγαζαν μια υγιής εικόνα τη διετία 2019/20 - και ίσως δε βρισκόταν σε μία ομάδα όπως η ΤΣΣΚΑ όπου θα διεκδικούσε και θα κέρδιζε εν τέλει το βαρύτιμο τρόπαιο της Ευρωλίγκα. Έτσι, θα μείνει εν τέλει ελεύθερος να βρει τον επόμενο σταθμό της καριέρας του.
Επόμενη στάση, η Γερμανία και η Μπάμπεργκ. Εκεί θα βρει τον παλιό του προπονητή, Luca Banchi ο οποίος θα του δώσει και την ελευθερία που χρειαζόταν στο παρκέ για να δείξει πως δεν είναι απλά ένας καλός αμυντικός. Ήταν ο κατάλληλος οργανισμός για να τον βοηθήσει να επανέλθει στο υψηλότερο επίπεδο, χωρίς τις πιέσεις που θα είχε ενδεχομένως αν έμενε επί παραδείγματι στην Ελλάδα. Ενδιάμεσα βέβαια, μεσολάβησε η παρουσία του με τα χρώματα της εθνικής Ιταλίας στο Ευρωμπάσκετ όπου και έδειξε να έχει αφήσει πίσω τον σοβαρό τραυματισμό του. Ανέβασε πάλι τους μέσους όρους κοντά στους δέκα πόντους, συνέχισε να έρχεται από τον πάγκο και λειτούργησε ως παίχτης αλλαγής ρυθμού με αποτέλεσμα στο τέλος της σεζόν να βρεθεί στην ευρωπαϊκή free agency ως ένας πολύτιμος guard για όποιον επενδύσει πάνω του.
Στην κορυφή της Ευρώπης με την ΤΣΣΚΑ
Ποια είναι τα βασικά στοιχεία που τον έκαναν και τον κάνουν να ξεχωρίζει; Η εξαιρετική του άμυνα, ίσως αποτελεί και εκ των κορυφαίων guards στο ευρωπαϊκό στερέωμα στον συγκεκριμένο τομέα που μπορεί να μαρκάρει το ίδιο αποτελεσματικά είτε κάποιον περιφερειακό είτε κάποιον «ψηλό». Από τις περιπτώσεις εκείνες που η άμυνα θα επιδιώξει τις αλλαγές, χωρίς να υπάρχει φόβος πως θα είναι μειονέκτημα για αυτήν. Στην Ευρωλίγκα εξάλλου αρκετές ομάδες προτιμάνε τέτοιου τύπου άμυνες, οπότε είναι σαφές το πλεονέκτημα που κερδίζει η ομάδα που έχει στο ρόστερ της τον Hackett. Ο κόουτς Ιτούδης δεν έχασε την ευκαιρία και τον υπέγραψε το καλοκαίρι του 2018 και να δημιουργήσει μία υπέροχη και πλήρης περιφερειακή γραμμή μαζί με τους DeColo, Rodriguez, Higgins. Ο Hackett του έδινε τη δυνατότητα να επιλέγει την αγαπημένη του άμυνα με αλλαγές άλλωστε, και πρόσφερε δύναμη, μάκρος και την απαραίτητη σκληράδα. Έδεσε τέλεια στο πλευρό των DeColo ή Rodriguez και στο τέλος της σεζόν βρέθηκε στο πρώτο φάιναλ φορ της καριέρας του όπου και κέρδισε το τρόπαιο της Ευρωλίγκα. Στη Μόσχα θα βρει την Ιθάκη του καθώς φέτος διανύει την τέταρτη χρονιά παρουσίας και μοιάζει πάντα πολύτιμος είτε χρειάζεται να κάνει τη «βρώμικη» δουλειά, είτε να βγει μπροστά. Για πρώτη φορά στην καριέρα του θα μείνει στην ίδια πόλη περισσότερο από δύο χρόνια και αυτό δείχνει πολλά. Γιατί βρίσκεται στον πιο απαιτητικό οργανισμό ίσως στην Ευρωλίγκα όσον αφορά στα θέλω και στα πρέπει.
Ο ωραίος αυτός τύπος, που αρέσκεται να ποστάρει οικογενειακές στιγμές στο Instagram και μοιάζει αρκετά ζεν για να παίζει μπάσκετ και να πρωταγωνιστεί στο υψηλότερο επίπεδο, κατάφερε και έφτασε στην κορυφή παρότι αντιμετώπισε αρκετές δυσκολίες, είτε με τραυματισμό, είτε με τον ρόλο που του έδιναν προπονητές που ίσως δεν εκτίμησαν το ταλέντο του και τον χαρακτήρα του. Μπορεί για αρκετούς από εμάς τους φίλους του Ολυμπιακού να υπάρχει μία ιδιαίτερη σχέση αγάπης και να μοιάζει με έναν καλοκαιρινό έρωτα που πάντα θα τον θυμόμαστε όποτε τον βλέπουμε, η αλήθεια είναι όμως, πως η καλύτερη επιλογή για την καριέρα του ήταν αυτή που έγινε το καλοκαίρι του 2018.
Σημειώσεις: Tα στατιστικά είναι από το σάιτ της Ευρωλίγκα.