Με φόρα από πέρσι
Στα τέλη του περασμένου Ιουνίου, θα θυμάστε πως ο τίτλος της Bundesliga πέρασε στα χέρια της Άλμπα, η οποία κατέκτησε το εγχώριο πρωτάθλημα μετά από 12 χρόνια λειψυδρίας. Αντίπαλος της στη τελική φάση ήταν μια ομάδα όχι το ίδιο ιστορική, η Λούντβιχσμπουργκ, στους πρώτους τελικούς της ιστορίας της. Το κλαμπ από τον νιοτιοδυτική Γερμανία έφτασε στο σημείο να διεκδικεί το τρόπαιο, έχοντας νωρίτερα αποκλείσει την Μπάγερν Μονάχου στα προημιτελικά και την Ουλμ στα ημιτελικά. Ωστόσο, δεν βρέθηκε συγκυριακά απλώς σε καλή φόρμα κατά την επανέναρξη της λίγκας στις αρχές Ιουνίου, μετά την δίμηνη διακοπή λόγω του COVID. Ήταν σταθερά καλή κι αποτελεσματική καθ’ όλη την διάρκεια της χρονιάς, αφού στην Regular Season ήταν 2η με ρεκόρ 17-4 μέχρι τη στιγμή της διακοπής.
Μπορεί στην Audi Dome να μην τα καταφέρε εν τέλει στο απαιτητικό ζευγάρι αγώνων απέναντι στους ποιοτικούς και μπαρουτοκαπνισμένους παίκτες του Ρενέσες, όμως από μόνο του το γεγονός πως έφτασε ως εκεί, ήταν μια μεγάλη κι ιστορική στιγμή για το κλαμπ. Έγινε καλή δουλειά, σε πολλά επίπεδα και για πολλούς μήνες, κάτι που αποτυπώθηκε στη συνολική πορεία της ομάδας. Οι “κίτρινοι” ήταν άξια δευτεραθλητές και το πάλεψαν όσο μπορούσαν.
Ακόμη μια καλή ομάδα από τον Τζον Πάτρικ
Ο 52χρονος τεχνικός που βρίσκεται από το 2013 στον πάγκο της Λούντβιχσμπουργκ κι έχει συνδέσει το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του με την εν λόγω ομάδα, παρουσιάζει φέτος ένα ακόμη αξιοπρεπές και σοβαρό σύνολο. Με εξαίρεση τη σεζόν 2018-19, όπου τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν τόσο καλά (10η θέση, αποκλεισμός από την RS του BCL), όλες τις υπόλοιπες περιόδους η ομάδα του ήταν πάντα σε καλό επίπεδο και σταθερά μέσα στα γερμανικά πλει-οφ. Πέρσι, όπως προείπαμε, ήταν (δικαίως) runner-up στο πρωτάθλημα, ενώ τη σεζόν 2017-18 πήρε την 3η θέση κι έπαιξε και στο Final Four του BCL – μια πορεία που τον ανέδειξε ως τον καλύτερο προπονητή της διοργάνωσης. Ο Αμερικανός οδηγεί εκ του ασφαλούς την ομάδα του σε 36 νικές σε 45 αγώνες πρωταθλήματος τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, με ποσοστό αποτελεσματικότητας που φτάνει στο 80% και παραπέμπει περισσότερο σε ομάδες όπως Μπάγερν, η Άλμπα ή ακόμη ακόμη κι η παλιά, κραταία Μπάμπεργκ.
Με καλές κι έξυπνες επιλογές Αμερικανών (διαβάστε για δύο εξ’ αυτών λίγο παρακάτω), σωστά δομημένα ρόστερ, ευδιάκριτους ρόλους εντός του συνόλου και κατ’ επέκταση καλό μπάσκετ, ο Πάτρικ διατηρεί την ομάδα του σε ένα σταθερά υψηλό επίπεδο εντός των τειχών. Οι “κίτρινοι” δεν έχουν πια ευρωπαϊκή παρουσία, όμως ταυτόχορνα έχουν ξεφύγει από τη μεσαία κλίμακα των ομάδων της λίγκας κι έχουν περάσει στο αμέσως επόμενο σκαλοπάτι. Φέτος είναι μέχρι στιγμής η δεύτερη κορυφαία επίθεση με 89.4 πόντους ανά ματς, έχοντας ξεπεράσει σε 5 περιπτώσεις την “90αρα”. Επίσης έχουν την 5η καλύτερη άμυνα, ενώ στην “MHP Arena” με 8/8 δεν μετρούν την παραμικρή απώλεια.
Όλα αυτά χωρίς να έχουν στην διάθεση τους πακτωλό χρημάτων. Είναι ξεκάθαρο πως με τόσα χρόνια παρουσίας στην Bundesliga, ο Πάτρικ δείχνει να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά συγκριτικά με πιο άπειρους προπονητές που εμφανίζονται ανά περιόδους. Αξίζει να αναφέρουμε πως στο τεχνικό τιμ του έμπειρου προπονητή βρίσκεται κι ο ελληνικής καταγωγής γυμναστής, Μπέντζαμιν Παντούδης. Επίσης, ρόλο βοηθού κατέχει από πέρσι κι ο θρύλος της ομάδας, Ντέιβιντ ΜακΡέι, ο οποίος την υπηρέτησε για εννιά χρόνια και το “4” που φορούσε στην πλάτη έχει αποσυρθεί από τον σύλλογο.
Σύντομη παρένθεση: Στην παρακάτω photo, ο Παντούδης μαζί με το τελευταίο χρονικά εξαγώγιμο προϊόν της ομάδας, Νικ Μπαμπ, που πλέον βρίσκεται στην EuroLeague. Το προηγούμενο μεγάλο πρότζεκτ που ανέδειξε ο οργανισμός, ήταν ο νυν NBAer, παίκτης των Utah Jazz, Ρόις Ο'Νιλ, ενώ εκεί εξελίχθηκε σημαντικά ο Τόμας Γουόκαπ.
Αναφορικά με το ροτέισον, μέχρι στιγμής έχουν χρησιμοποιηθεί συνολικά 14 παίκτες, με το βασικό μιξ παικτών να είναι γύρω στους 10: Σμιθ-Χαλς με 30+ λεπτά δράσης σταθερά, Μπράουν-Χάρις-Μπαρτόλο μεταξύ 21-29 λεπτών και Ντάρντεν-Μπότερμαν-Ροντρίγκες-
Κάποιοι πιο βοηθητικοί παίκτες, όπως οι πιτσιρικάδες γιοι του κόουτς, Γιοχάνες και Γιάκομπ Πάτρικ (2001 και 2003 γεννημένοι αντίστοιχα), αυξάνουν το βάθος του ρόστερ δίνοντας νεανική νότα, με τις παρουσίες τους να είναι γενικά σποραδικές, ενώ τον τελευταίο μήνα η ομάδα έκανε και δύο νέες προσθήκες: τον 24χρονο Αμερικανό PG Τζόνα Ραντεμπάου που τον απέκτησε στις αρχές Ιανουαρίου, ενώ είχε προηγηθεί η δοκιμή του, καθώς και τον 22χρονο rookie σέντερ Όστιν Γουάιλι.
Προσέξτε αυτούς
Ζαλίν Σμιθ (κεντρική photo) και Μπάρι Μπράουν Τζούνιορ είναι δύο παίκτες που κάνουν εξαιρετική σεζόν και παράλληλα ειναι σε καλή ηλικία που τους επιτρέπει να κοιτάξουν ψηλότερα. Ο 26χρονος Σμιθ με ύψος 1.93μ. είναι ένας γκαρντ με μέγεθος κι αρκετά συμπαθητικό συνδυασμό σκορ/δημιουργίας. All-around παίκτης που ροσφέρει 16.7 πόντους στην επίθεση με 36% πίσω από το τόξο και παράλληλα σχεδόν άχαστος από την γραμμή των προσωπικών με 95%. Επίσης δίνει 5 ασίστ έναντι μόλις 1.2 λαθών και συμπληρώνει τη στατιστική του με 6.1 ριμπάουντ (!) κι 1.5 κλεψίματα ανά 33 λεπτά. Πολυδιάστατη μονάδα που σε σχέση με πέρσι (10.2π, 33%, 1.9α, 3.7ρ, 29′), έχει διαγράψει σημαντική πρόοδο κι έχει εμπλουτίσει ακόμη περισσότερο το παιχνίδι του, ανεβάζοντας ταυτόχρονα και τα ποσοστά του.
Από την άλλη, ο Μπράουν είναι 24 ετών κι έχει ύψος 191 εκ. Αρκετά συνεπής και σταθερός σκόρερ, της τάξεως των 15.2 πόντων (36% τριπ) ανά 21 λεπτά στο παρκέ. Στην καλή του μέρα μπορεί να κάνει τεράστια ζημιά στον αντίπαλο, έχοντας φέτος στο ενεργητικό του μια 30αρα και δύο ακόμη παιχνίδια 20+ πόντων. Ένας παίκτης ρυθμού, με προτεραιότητα του να βάλει την μπάλα στο καλάθι. Επιπλέον, βοηθάει με 2.6 ριμπάουντ κι 1.4 ασίστ. Είναι λιγότερο επιδραστικός σε σχέση με τον Σμιθ, όμως φαίνεται να έχει περιθώρια βελτίωσης και πνευματικής ωρίμανσης.
Το συγκεκριμένο δίδυμο (μαζί με τους πιο έμπειρους Τζόρνταν Χαλς και Ελίας Χάρις) έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την εκπληκτική πορεία της ομάδας ως τώρα στη σεζόν και φαίνεται να έχει δυνατότητες και για περαιτέρω εξέλιξη. Το καλοκαίρι που μας πέρασε, η Λούντβιχσμπουργκ έστειλε στην Ευρωλίγκα τον Νικ Μπαμπ (Μπάγερν). Να δούμε λοιπόν αν θα φέρει στον αφρό ακόμη έναν παίκτη (ή παίκτες) από την… βιτρίνα της, τους επόμενους μήνες του 2021. Το βέβαιο είναι πως Σμιθ και Μπράουν δεν περνούν απαρατήρητοι.
Ο αειθαλής Τρεμέλ Ντάρντεν
Εντύπωση στο φετινό σύνολο προκαλεί η παρουσία του άλλοτε Ευρωλιγκάτου παίκτη (4 σεζόν, 88 συμμετοχές, 2 Final Four) του Ολυμπιακού, της Ρεάλ Μαδρίτης και της Ζάλγκιρις, Τρεμέλ Ντάρντεν. Ο βετεράνος φόργουορντ, ο οποίος αγωνίζεται επαγγελματικά από το 2004, βαδίζει στα 40 του χρόνια, παρ’ όλα αυτά είναι ενεργό στέλεχος σε μια ομάδα που κάνει πορεία πρωταθλητισμού! Δεν έχει χάσει παιχνίδι μέχρι στιγμής στη σεζόν, έχοντας 17 συμμετοχές σε πρωτάθλημα και κύπελλο. Στην Bundesliga αγωνίζεται περίπου 18 λεπτά ανά αγώνα, συνεισφέροντας 6.8 πόντους με 60% εντός πεδιάς και 2.2 ριμπάουντ. Η εμπειρία του είναι πολύτιμη για το σύνολο εντός κι εκτός παρκέ και παρότι το 2017 υπέστη έναν φαινομενικά career-ending τραυματισμό (ρήξη χιαστού, σε ηλικία 36 ετών) βρήκε την δύναμη να επιστρέψει στην δράση. Αγωνιζόταν και πέρσι στην γερμανική λίγκα με τα χρώματα της MBC και φέτος κατάφερε να μπει στο ρόστερ μιας σαφώς ανώτερης ομάδας, με υψηλότερους στόχους.
Ο Ντάρντεν, ένας παίκτης που έχει κατακτήσει πρωτάθλημα σε τέσσερις διαφορετικές χώρες, έχει χαθεί από το προσκήνιο εδώ και αρκετά χρόνια, ωστόσο όπως βλέπουμε συνεχίζει αδιάκοπα να προσφέρει τις υπηρεσίες του μακριά από τα πολλά φώτα της δημοσιότητας. Ανέκαθεν παίκτης ρόλου που θα κοιτάξει πρώτα απ’ όλα το καλό της ομάδας, κάτι παρόμοιο κάνει και φέτος ως παίκτης της Λούντβιχσμπουργκ. Σίγουρα τον βοηθά το γεγονός πως κάνει καλή ζωή, είναι συνεπής αθλητής και προσέχει το σώμα του. Όπως και να ‘χει, είναι αξιοσημείωτο πως μετά από μια καριέρα 17 ετών με αρκετές διακρίσεις και καλά συμβόλαια κατά καιρούς, συνεχίζει να παίζει μπάσκετ με αφοσίωση και κίνητρο.
Δύσκολη συνέχεια
Το πρόγραμμα της Λούντβιχσμπουργκ από εδώ και στο εξής δεν είναι εύκολο και μένει να δούμε τι απώλειες θα υπάρξουν και που θα σταθεροποιηθεί βαθμολογικά, όταν μεγαλώσει κι άλλο ο όγκος των αγώνων. Έχει να παίξει εκτός έδρας με σχεδόν όλες τις ομάδες που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην ζώνη των playoff: Κράιλσχαϊμ, Όλντενμπουργκ, Άλμπα Βερολίνου, Αμβούργο, Ουλμ και Μπάμπεργκ. Μόνο την Μπάγερν Μονάχου θα υποδεχθεί, στην αυλαία της RS τον προσεχή Μάιο. Το μόνο θετικό είναι πως έχει στην έδρα της αρκετά φαινομενικά διαχειρίσιμα παιχνίδια, τα οποία μπορεί να τα “καθαρίσει”.
Σε γενικές γραμμές η Bundesliga είναι ένα πρωτάθλημα όπου υπάρχει το στοιχείο του απρόβλεπτου και δεν θα ήταν παράλογο αν η Λούντφχισμπουργκ παρουσίαζε ups and downs, σε κάποια φάση της σεζόν το επόμενο διάστημα. Τα αποτελέσματα της μέχρι στιγμής παρουσιάζουν μια τρομακτική σταθερότητα που δεν ξέρουμε αν μπορεί να διατηρηθεί για 34 ολόκληρες αγωνιστικές.
Μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις το πρωτάθλημα;
Με τα όσα έχουμε δει μέχρι σήμερα, η Λούντβιχσμπουργκ μπορεί να θεωρείται διεκδικήτρια του πρωταθλήματος. Η αποτελεσματικότητα της, εφόσον διατηρηθεί σε τόσο υψηλό επίπεδο και τους επόμενους μήνες, μπορεί να της επιτρέψει να κάνει όνειρα για την πρώτη θέση της κανονικής περιόδου. Είναι σταθερή ομάδα κι έχει το πλεονέκτημα πως δεν υπάρχουν για εκείνη ευρωπαϊκές υποχρεώσεις και έξτρα κούραση. Παρ’ όλα αυτά, σίγουρα δεν βρίσκεται ανάμεσα στα φαβορί. Ακόμη κι αν η Μπάγερν κι η Άλμπα βρίσκονται πιο πίσω βαθμολογικά στην παρούσα φάση, δεν παύουν να είναι ομάδες με πιο “βαριά” φανέλα, μεγάλη ποιότητα, βάθος ρόστερ και φυσικά μεγαλύτερα μπάτζετ.
Συν τοις άλλοις, τα πλέι-οφ είναι μια… άλλη ιστορία, σε σχέση με την κανονική περίοδο. Πρέπει να δούμε πως θα λειτουργήσει το σύνολο υπό μεγαλύτερη πίεση και με πιο έντονο το στοιχείο του “πρέπει”. Αν πάντως καταφέρει για δεύτερη διαδοχική σεζόν να βρεθεί σε σημείο διεκδίκησης αντίστοιχο του περσινού, θα πρόκειται χωρίς αμφιβολία για σπουδαίο επίτευγμα, μιας κι οι “Giants” θα δείξουν διάρκεια και θα πιστοποιήσουν πως πέρσι δεν ήταν απλά ένα… πυροτέχνημα.