Ο αγώνας με την Χίμκι, παρότι λοιπόν δεν είχε ιδιαίτερο αγωνιστικό ενδιαφέρον, έδωσε τις πρώτες ενδείξεις για το τι πρόκειται να αλλάξει με τον νέο προπονητή του Παναθηναϊκού. Κι αν είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι τόσο πολλά, ειδικά όσο η στελέχωση παραμένει ίδια. Με δεδομένες τις ελλείψεις στην περιφέρεια και τις απουσίες που προκύπτουν κοντά στο καλάθι, η ζωή του Κάτας, όπως και του Βόβορα προηγουμένως, θα είναι εκ των πραγμάτων δύσκολη. Είναι δύσκολο να δούμε πραγματικές αλλαγές μέσα στη σεζόν, ειδικά από έναν προπονητή που ντεμπουτάρει στο επίπεδο της Ευρωλίγκα.
Ο Κάτας ακολουθεί την κατεύθυνση του προκατόχου του, ειδικά στην άμυνα, προσπαθώντας να πιέσει παραπάνω τους δημιουργούς των αντιπάλων και να οχυρώσει την ρακέτα με όσο το δυνατόν περισσότερα κορμιά. Τουλάχιστον στη θεωρία μοιάζει σωστή προσέγγιση, αλλά ο Παναθηναϊκός μάλλον θα συνεχίζει να εξαρτάται από την απόδοση συγκεκριμένων παικτών του (που δεν είναι σταθερά καλή) και από την ελπίδα ότι οι αντίπαλοι θα μείνουν μακριά από την καλή τους ημέρα.
Οι μόνες αλλαγές που μπορούν να γίνουν είναι με τρικ και σχήματα που αλλάζουν τα μεγέθη μίας πεντάδας, ανάλογα και με τον αντίπαλο. Και στην Κωνσταντινούπολη, αλλά κυρίως την Πέμπτη στο ΟΑΚΑ, είδαμε επιπλέον και αρκετά ψηλά σχήματα, με τους Μήτογλου, Όγκαστ, Μπέντιλ και Γουάιτ να εναλλάσονται στις θέσεις του σέντερ και των δύο φόργουορντ και τον Κασελάκη να παίρνει θέση γκαρντ δίπλα στον Νέντοβιτς ή τον Μακ, παρότι θεωρητικά η έλλειψη του Παπαπέτρου θα του έδινε έξτρα χρόνο στη θέση του, όντας ο αναπληρωματικός του για όλη την υπόλοιπη σεζόν.
Ακόμη, είδαμε για πρώτη φορά φέτος σε αρκετό χρονικό διάστημα, να συνυπάρχουν και τρεις γκαρντ, ή τουλάχιστον τρεις παίκτες που έχουν την ικανότητα να μαρκάρουν στην περιφέρεια και να κουβαλήσουν την μπάλα στην επίθεση. Αυτό προκύπτει από την ανάγκη που υπάρχει για την χρησιμοποίηση του Σαντ Ροος σε συγκεκριμένα αμυντικά καθήκοντα για μεγάλο διάστημα μέσα στον αγώνα. Ο Κουβανός είναι απαραίτητος για την περιφερειακή άμυνα των πρασίνων, καθώς κανείς άλλος στην περιφέρεια δεν είναι σε θέση να μαρκάρει σταθερά και με καλό βαθμό. Το ρίσκο συχνά μεταφέρεται στην επίθεση, όπου ο Σαντ Ροος δεν είναι ο οργανωτής που είχε διαφημιστεί πως θα ήταν, το κάθε άλλο κιόλας. Απέναντι στην Χίμκι όμως, το ρίσκο ήταν μικρότερο κι έτσι είδαμε και σχήματα με τρία γκαρντ. Προσωπικά πιστεύω πως δύσκολα θα συνεχίσουμε να τα βλέπουμε με την παρούσα στελέχωση, καθώς τα νούμερα των παικτών του ρόστερ δεν βγαίνουν κι η εικόνα αυτή μάλλον αφορούσε την δυναμικότητα και τα χαρακτηριστικά του αντιπάλου και τις απουσίες που υπήρχαν.
Οι περισσότερες αλλαγές παρατηρήθηκαν στην επίθεση, όπου είδαμε τον Νέντοβιτς να αναλαμβάνει παραπάνω πρωτοβουλίες με την μπάλα στα χέρια και τον Σαντ Ροος να περνάει σε ρόλο δημιουργού σε δευτερεύουσες επιθέσεις ή σε αρκετές περιπτώσεις να μετακινεί απλώς την μπάλα και να περιμένει τις αποφάσεις των συμπαικτών του. Ταυτόχρονα, η μετακίνηση του Γουάιτ έφερε μεγαλύτερο μέγεθος και στις μάχες των ριμπάουντ, όπου οι πράσινοι τα πηγαίνουν πολύ καλά στην διάρκεια της σεζόν, καθώς είναι τέταρτοι στην λίγκα στα ριμπάουντ (34,6 ανά αγώνα) και δεύτεροι στα επιθετικά (11,6). Απέναντι σε μία ομάδα με έναν κανονικό ψηλό και πολλούς τουρίστες, το αποτέλεσμα ήταν εκκωφαντικό, αλλά σε καμία περίπτωση μη αναμενόμενο. Κάπως έτσι ήρθε και το ρεκόρ πόντων του Ντίνου Μήτογλου, ο οποίος φαίνεται να αποδίδει καλύτερα ως συμπληρωματικός ψηλός δίπλα στον σέντερ.
Κάτι για τον Μήτογλου
Εδώ έρχεται και το δεύτερο βασικό θέμα του μπλογκ. Η παρουσία του Ντίνου Μήτογλου στο ρόστερ του Παναθηναϊκού είναι ένα θέμα που κάνει τους περισσότερους φίλους των πρασίνων να στέκονται σκεπτικοί μπροστά από ένα τζάκι και να πίνουν το κρασί τους, διαλογιζόμενοι το μέλλον της ομάδας και του παίκτη. Η ανετοιμότητα κι ο τραυματισμός του Όγκαστ τον μετέφεραν ως δεύτερο σέντερ πίσω από τον Παπαγιάννη και η αλήθεια είναι ότι δεν τα πήγε και τόσο άσχημα, ειδικά στους πρώτους αγώνες της σεζόν. Σιγά-σιγά, όσο περνούσε ο χρόνος και βρίσκονταν και κάποιες εναλλακτικές, ο Μήτογλου άρχισε να παίζει περισσότερο στην φυσική του θέση, όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλά, όσο τουλάχιστον ανέμεναν οι περισσότεροι. Από κάθε εμφάνιση σαν αυτή απέναντι στην Αρμάνι, ακολουθούσαν εφιαλτικά πεντάλεπτα όπως αυτά απέναντι σε Μακάμπι κι Άλμπα και ο ρόλος του παίκτη ήταν ολοένα και λιγότερο σταθερός.
Κυρίως με την αποπομπή του Βόβορα και σε δεύτερο βαθμό με την επιστροφή του Όγκαστ στο rotation, βρέθηκαν οι τρόποι για περισσότερα λεπτά στο παρκέ κι εσχάτως να αποκτήσει ο παίκτης οριστική θέση στην πεντάδα σε δίδυμο ψηλών με τον Παπαγιάννη. Τα πρώτα δείγματα της νέας κατάστασης είναι μάλλον θετικά για τον Μήτογλου, ο οποίος όμως συνεχίζει να έχει προβλήματα στην άμυνα και να είναι ασταθής στην επίθεση. Από την τριάδα των Ελλήνων παικτών που αποτελούν τον βασικό πυρήνα του Παναθηναϊκού, ο Μήτογλου βρίσκεται μερικά βήματα πιο πίσω, μετά και το απότομο ανέβασμα του Παπαγιάννη στο ξεκίνημα της σεζόν. Έμοιαζε να είναι θύμα των συνθηκών, όμως η σταθεροποίηση της απόδοσής του μέχρι το τέλος της σεζόν, δεν είναι στοίχημα κανενός άλλου, παρά μόνο του ίδιου.
Και τώρα;
Με 7 νίκες σε 20 αγώνες, το μέλλον του Παναθηναϊκού δεν χρειάζεται να είναι πολύ κοντινό, τουλάχιστον εκτός των συνόρων. Ο στόχος πλέον είναι η βελτίωση των βασικών μονάδων του και κατ’ επέκταση όλης της ομάδας με φόντο την επόμενη χρονιά, για όσους τουλάχιστον παραμείνουν. Όσο αποφεύγονται εμφανίσεις σαν αυτήν της περασμένης εβδομάδας με την Φενέρ, ο Παναθηναϊκός δεν θα έχει πολλά παραπάνω να χάσει φέτος.
Η προσθήκη ή όχι ενός παίκτη στην περιφέρεια, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά, ανάλογα και με τα χαρακτηριστικά του, αλλά δεν πρόκειται να αλλάξει δραματικά την μοίρα της ομάδας στην φετινή Ευρωλίγκα, παρά μόνο να βελτιώσει κάπως τη θέση της στην τελική κατάταξη. Αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει μόνο μακροπρόθεσμα κι εφόσον οι άνθρωποι της ομάδας θελήσουν του χρόνου να περάσουν σε κάτι διαφορετικό από ομάδες μίας χρήσης ή μίας σεζόν, όπως αυτές που υπάρχουν τα τελευταία χρόνια στον Παναθηναϊκό.