Φυσικά, κανένα από τα τρία παιχνίδια δεν έμοιαζε με κάποιο από τα υπόλοιπα δύο, το καθένα ήταν τελικώς το αποτέλεσμα της πορείας των ομάδων στη φετινή σεζόν. Ας τα δούμε πιο αναλυτικά με τη σειρά
Εφές-Ρεάλ
Από το ξεκίνημα του παιχνιδιού ήταν εμφανές ότι ο αγώνας των δύο ομάδων θα κρινόταν στο τέλος. Από τη μια η Εφές έδειχνε πιο πλήρης και με πιο πολλές λύσεις, αλλά ταυτόχρονα με το άγχος και την πίεση να τρυπούν το μυαλό των παικτών και του προπονητή της. Από την άλλη η Ρεάλ, έμοιαζε να ξέρει πώς θα πρέπει να κερδίσει, χωρίς όμως να έχει τους παίκτες για να υλοποιήσουν όπως θα έπρεπε για όλη τη διάρκεια του αγώνα, το σχέδιο που απλώθηκε στο γήπεδο (πολιορκητικός κριός οι ζώνες 1-2-2 και 2-3, που άλλαζαν σε μαν του μαν).
Το αποτέλεσμα ήταν ένα τρομερό παιχνίδι που τελικώς κρίθηκε από δυο μεγάλα σουτ πάνω σε σπουδαίες άμυνες. Αυτό του Κρούνοσλαβ Σιμόν μπήκε, αυτό του Σέρχιο Γιουλ βρήκε στο σίδερο και η Εφές πήρε την πρόκριση στο φάιναλ φορ, όπου θα κληθεί να δικαιολογήσει τον τίτλο του φαβορί, ο οποίος όμως μάλλον ξέφτισε την τελευταία εβδομάδα.
Οι παίκτες του Αταμάν δεν εντυπωσίασαν με το μπάσκετ που έπαιξαν, όμως στο κρίσιμο σημείο έχουν την πολυτέλεια να διαθέτουν παίκτες που μπορούν να τραβήξουν την ομάδα. Πρώτα ο Κρις Σίνγκλετον, που δικαιολόγησε όλη του τη χρονιά με ένα παιχνίδι κι έπειτα ο Σέιν Λάρκιν, ο οποίος μετά από 35 λεπτά απραξίας, πήρε σχεδόν όλες τις κρίσιμες μπάλες και τις μετέτρεψε σε 8 συνεχόμενους πόντους και άλλες δυο ασίστ, για να κρατήσει στα ίσια το σκορ, τις στιγμές που Λαπροβίτολα και Αμπάλντε έκαναν όλες τις σωστές επιλογές στην επίθεση. Εάν δεν υπήρχαν αυτοί οι δύο, ο Σιμόν δεν θα γινόταν ποτέ ήρωας.
Μιας που το έφερε η κουβέντα, ας ξαναδούμε αυτό το σουτ:
Τι έβαλε ο άτιμος, όμως
Μπαρτσελόνα - Ζενίτ
Μία αρχαία κινέζικη παροιμία λέει ότι στο μπάσκετ εάν δεν κερδίσεις ένα παιχνίδι στα πλέι-οφ, φρόντισε να κουράσεις τον αντίπαλό σου όσο πάει. Η Ζενίτ εμφανίστηκε εξοντωμένη στη Βαρκελώνη πριν καν καλά αρχίσει ο αγώνας, καθώς τα πολλά μεγάλα κορμιά των γκαρντ της Μπαρτσελόνα είχαν πετύχει τον σκοπό τους κι ας η σειρά ήταν ισόπαλη.
Το ξύλο που είχε δεχθεί ο Κέβιν Πάνγκος, παρά τις δύο νίκες της ομάδας του, τον έκανε να παραπατάει πολύ πιο συχνά απ’ό,τι θα επιθυμούσε ο ίδιος, οι συμπαίκτες του, ο προπονητής του και γενικότερα όποιος ήθελε να δει ένα κλειστό πέμπτο παιχνίδι στο άσχημο κλειστό της πανέμορφης ισπανικής πόλης. Η έλλειψη εναλλακτικής λύσης πίσω από τον χαρισματικό Καναδό γκαρντ, ήταν το πρόβλημα της Ζενίτ και του Πασκουάλ σε όλη τη σεζόν και η αλήθεια ήταν ότι οι παίκτες της έδειχναν περισσότερο ικανοποιημένοι που έφτασαν στο πέμπτο ματς, παρά με το ότι είχαν μία ακόμη ευκαιρία στο να περάσουν στο φάιναλ φορ.
Εάν προστεθούν στην συζήτηση τα πολύ κακά ματς που έκαναν στα πλέι-οφ κι οι Μπάρον, Ρίβερς, τότε γίνεται αντιληπο ότι το χαμένο σουτ του Πάνγκος στο τέλος του δεύτερου παιχνιδιού ήταν η μόνη πραγματική ευκαιρία της Ζενίτ για να διεκδικήσει την πρόκριση.
Από την άλλη, η Μπαρτσελόνα ήταν ήδη ζημιωμένη και μόνο από την ήττα της στο πρώτο ματς, με τις εμφανίσεις της στα επόμενα τρία παιχνίδια να μην βελτιώνουν καθόλου την εικόνα της. Η τεράστια διαφορά στο βάθος της ομάδας όμως, ήταν κάτι παραπάνω από καθοριστική εν τέλει, καθώς την ώρα που η αντίπαλη ομάδα αναζητούσε το κάτι παραπάνω από μονάδες όπως ο Ζακχάροφ, ο Ζούμπκοφ κι ο Φριτζόν, ο Γιασικεβίτσιους μπορούσε να δώσει καθοριστικά λεπτά συμμετοχής στον Πάου Γκασόλ και να αντικαταστήσει τον οικτρό Μίροτιτς με τον Κλαβέρ. Μαζί με την έκρηξη του Μπολμάρο, το ματς έγινε διαδικαστικό πολύ πριν το τέλος του και η Μπαρτσελόνα θα πάει στην Κολωνία, χωρίς να έχει κερδίσει κάτι, αλλά χωρίς να το χρειάζεται κιόλας.
Αρμάνι-Μπάγερν
Ίσως η ωραιότερη και πιο κλειστή σειρά πλέι-οφ των τελευταίων ετών, έκρυβε μέσα της κι ένα θρίλερ το οποίο δεν φαινόταν από πουθενά. Ο Μεσίνα κι οι παίκτες του μπήκαν στο γήπεδο κι ήξεραν ότι καμία ομάδα δεν έχει καταφέρει να γυρίσει σειρά από το 0-2 στην Ευρωλίγκα και μολις βρήκαν ρυθμό, πήραν διαφορά κι έδειχναν - παραδόξως για τον οργανισμό της Αρμάνι - να ελέγχουν το ματς.
Αυτό έγινε παρότι ο Τρινκιέρι κατόρθωσε να πάρει πράγματα σχεδόν απ’όλους τους ψηλούς της ομάδας του (o ΤζαΤζουάν Τζόνσον έγινε μέσα σε τρία βράδια ένα πλήρες και μοντέρνο τεσσάρι Ευρωλίγκας) και χωρίς ο Μπόλντουιν να είναι καν μέτριος. Όμως, οι πραγματικά σημαντικοί παίκτες του, αυτοί που μπορούν να αλλάξουν τις ισορροπίες του αγώνα έμειναν μακριά από τον καλό τους εαυτό. Λούτσιτς και Ζίπσερ άργησαν πολύ να μπουν στον ρυθμό του αγώνα κι όταν το έκαναν η Αρμάνι έδειξε να βρίσκει λύσεις, με τον Σιλντς σε μεγάλη μέρα και τον Ντιλέινι να βάζει όλα τα μεγάλα σουτ.
Όλα καλά λοιπόν. Ώπα όχι ακριβώς. Γιατί στο τελευταίο λεπτό του αγώνα έγινε αυτό:
Σαν σε μία ταινία που όλα γίνονται πολύ γρήγορα κι ο πρωταγωνιστής ξαφνικά πεθαίνει λίγο πριν τους τίτλους τέλους, έτσι κι εδώ το χάος που επικράτησε για περίπου 40 δευτερόλεπτα άφησε άπαντες με την απορία εάν όντως έγιναν αυτά που είδαν τα μάτια τους. Η Μπάγερν ξαφνικά όχι μόνο είχε γραμμή σωτηρίας, αλλά ήταν εκείνη που καθόριζε την τύχη της, έχοντας την μπάλα με διαφορά δύο πόντων και αρκετά δευτερόλεπτα για να εκτελέσει μία καλή επίθεση. Ο Μπόλντουιν την πήρε, πέρασε τον προσωπικό του αντίπαλο και όρμησε προς το καλάθι. Εκεί όμως βρισκόταν ο Κάιλ Χάινς, ο οποίος τη γράπωσε, πήρε το τζάμπολ κι έδωσε πρακτικά την πρόκριση στην ομάδα του, την πρώτη της ομάδας του Μιλάνου μετά από 29 χρόνια. Ακόμη κι ο κύριος Τζόρτζιο Αρμάνι χειροκρότησε, χαμός γενικά.
Η απόκτηση του Χάινς το περασμένο καλοκαίρι, στη θέση του νεότερου και σε κάθε περίπτωση παικταρά, Αρτούρας Γκουντάιτις, δεν ήταν άμεσα κατανοητή από τους περισσότερους. Πού θα χωρούσε ο Χάινς σε μία ομάδα με τόσους ψηλούς και γιατί να πάρεις έναν 34αρη στη θέση ενός 25άρη, ειδικά σε έναν οργανισμό που το μόνο που καταφέρνει με συνέπεια είναι να αποτυγχάνει. Τελικά, η μόνη απάντηση, σε ένα ούτως ή άλλως κλασικό παιχνίδι ίσως του κορυφαίου σέντερ της διοργάνωσης την τελευταία δεκαετία είναι η επανάληψη της τελευταίας άμυνας.
Winning plays που λέγανε επίσης οι σοφοί της αρχαίας Κίνας.