Δευτέρα, 13 Σεπτεμβρίου 2021 19:48

Αλφόνσο Φορντ: Ένας παιδικός ήρωας

Από :

Oι περισσότεροι εξ ημών μεγαλώνοντας και παρακολουθώντας κάποιο άθλημα, είχαμε κάποιον αθλητή ο οποίος αποτελούσε ένα είδος πρότυπου ή ένα «είδωλο». Κάποιον στον οποίο θα θέλαμε να μοιάσουμε αθλητικά και μας έκανε να αγαπήσουμε περισσότερο το σπορ στο οποίο αγωνιζόταν. Στην περίπτωσή μου, αυτός ο αθλητής ήταν καλαθοσφαιριστής και δη, ο αείμνηστος Αμερικανός guard, Alphonso Ford. Ευτυχώς -φυσικά για το καλό του αθλήματος- δεν προσπάθησα ποτέ να αντιγράψω τις κινήσεις του, αλλά ήταν σίγουρα ο λόγος που αδημονούσα μεγαλώνοντας να βλέπω τους αγώνες της ομάδας που φορούσε τη φανέλα της. Ο έρωτας με τον συγκεκριμένο αθλητή ξεκίνησε όταν δεν έχανα την ευκαιρία να τον παρακολουθώ δια ζώσης τη χρονιά που πήρε μεταγραφή στην ομάδα της περιοχής μου, στο Περιστέρι. Η συμμετοχή μου επίσης στις ακαδημίες του συλλόγου καθιστούσε και πιο εύκολη την πρόσβασή στους αγώνες της πρώτης ομάδας και μάλιστα στις κλασικές, για όσους γνωρίζουν το γήπεδο, ξύλινες κερκίδες πίσω από τη μία μπασκέτα.

Μέχρι να μεταβεί στο Περιστέρι, το οποίο είχε αποτελέσει τον τρίτο εν Ελλάδι σταθμό της καριέρας του έως τότε, είχε επιλεχθεί στο νούμερο 32 του ντραφτ του 1993 από τους Sixers της Φιλαδέλφεια. Στην ίδια τάξη επιλέχτηκαν μεταξύ άλλων παίχτες όπως ο Chris Webber, o Penny Hardaway, o Allan Houston, καθώς και ο γνωστός για το πέρασμά του από τον Ολυμπιακό, James “Hollywood” Robinson. Στο ΝΒΑ αγωνίστηκε για μόλις 11 παιχνίδια με τη φανέλα της ομάδας που τον επέλεξε και με αυτή των Supersonics.

Παρότι στα κολεγιακά του χρόνια με τη φανέλα του Mississippi Valley State είχε παρουσιάσει μία εικόνα ενός ασταμάτητου σκόρερ, η καριέρα του στο ΝΒΑ δεν ήταν η αναμενόμενη. Για να καταλάβουμε το πόσο χαρισματικός σκόρερ ήταν από μικρή ηλικία ο, γεννημένος στο Greenwood της πολιτείας του Μισισιπή, Ford, αποτελεί τον πέμπτο σκόρερ στην ιστορία της Division I του κολεγιακού μπάσκετ. Επίσης, αποτέλεσε τον μοναδικό αθλητή στην ιστορία του NCAA που είχε τουλάχιστον 25 πόντους μέσο όρο επί τέσσερα συναπτά έτη. Φυσικά θα πρέπει να σημειώσουμε πως ο Ford είχε ολοκληρώσει την τετραετή φοίτηση στο κολέγιο προτού αγωνιστεί στο ΝΒΑ, κάτι που όπως γνωρίζουμε δεν συμβαίνει εδώ και αρκετά χρόνια. Παρόλα αυτά, η αξία του σαν «μηχανή παραγωγής πόντων» ήταν δεδομένη.

Στη συνέχεια έκανε το ταξίδι για την Ευρώπη, αρχικά στην ισπανική Ουέσκα (25,1 πόντοι με την ομάδα από την Αραγονία) και κατόπιν στην Ελληνική λίγκα και στον Παπάγου το 1996. Πρώτος σκόρερ με τον Παπάγου, πρώτος σκόρερ και με τον Σπόρτινγκ δύο σεζόν μετά. Στη συνέχεια θα πάρει μεταγραφή στο Περιστέρι, όπου κατά τη γνώμη μου θα είναι οι σεζόν εκείνες που θα τον καθιερώσουν στη συνείδηση του κόσμου, όχι απλά ως έναν καλό σκόρερ, αλλά ως εκ των κορυφαίων Αμερικανών που έπαιξαν μπάσκετ στην Ελλάδα.

Η ενδιάμεση σεζόν μεταξύ Παπάγου και Σπόρτινγκ ήταν αυτή κατά την οποία έμεινε εκτός γηπέδων, λόγω της διάγνωσης των ιατρών πως πάσχει από λευχαιμία. Έτσι το καλοκαίρι του 1999 , παίρνει τα ταλέντα του και μετακομίζει στους «Πρίγκηπες της Δυτικής όχθης». Μικρά παιδιά εμείς, περιμέναμε πως και πως να δούμε τον νέο σταρ της ομάδας να αγωνίζεται με τη φανέλα του Γυμναστικού Συλλόγου Περιστερίου, έχοντας πάρει ήδη μια πρόγευση με τους δύο προηγούμενους συλλόγους, αλλά αυτή τη φορά σε έναν οργανισμό με υψηλότερους στόχους, που ανελισσόταν σιγά σιγά σε μία νέα δύναμη στο ελληνικό μπάσκετ.

Η εικόνα ενός guard με αστείρευτο ταλέντο που κάθε φορά εφορμούσε στο καλάθι με μια ορμή που έμοιαζε ασταμάτητος, έκανε όλους εμάς να τον λατρέψουμε. Η σωματοδομή του τον έκανε να φαντάζει μια μπασκετική εκδοχή του γνωστού υπερήρωα της Marvel, Hulk. Παρότι τρομερά γυμνασμένος, δεν έχανε καθόλου σε ελαστικότητα και ταχύτητα και αποτελούσε έναν δυσεπίλυτο γρίφο για κάθε αντίπαλη άμυνα. Αυτό που πάντα γοήτευε ήταν το πιο απλό και όμορφο πράγμα στο μπάσκετ, η ικανότητά του να βάζει τη μπάλα στο καλάθι με όποιον τρόπο ήθελε. Είτε με διεισδύσεις, είτε με σουτ μετά από ντρίμπλα, όπως και όποτε ήθελε. Ιδιαίτερα η κίνηση του με το που πάρει μπάλα να κάνει προσποίηση με τον κορμό ότι πάει δεξιά , αλλά ντρίμπλαρε αριστερά και σηκωνόταν να σουτάρει ήταν απόλαυση και ασταμάτητη. Αυτά τα έκανε όχι μόνο στο ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά και στην Ευρώπη. Bλέποντάς τον να κάνει τρομερές εμφανίσεις απέναντι και σε ξένες ομάδες, που έως τότε δεν είχαμε τη δυνατότητα να τις παρακολουθούμε στη συχνότητα που συμβαίνει τώρα, μας έκανε να μεγαλώνουμε ακόμα περισσότερο τον «μύθο» του. Όχι πως είχαμε άδικο τελικά, παρότι σαν παιδιά έχουμε την τάση να εξιδανικεύουμε ορισμένες καταστάσεις και πρόσωπα σε αυτή την πιο αθώα ηλικία. Η εποποιΐα του ήταν το ματς απέναντι στην τότε Τάου Κεράμικα τη σεζόν 2000/01, για τη φάση των «16» της Eυρωλίγκα, ματς στο οποίο έκανε ρεκόρ καριέρας στους πόντους και στην ατομική αξιολόγηση. Η εμφάνισή του δεν είχε συνοδευτεί από νίκη της ομάδας, αλλά τα πεπραγμένα του στο παρκέ έφταναν για να συζητάω για αυτά όλο το βράδυ ακόμα και την επομένη στο σχολείο.

Noμίζω πως η αγάπη μου για τον Ford μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν μετέβη στην ομάδα που υποστηρίζω με θέρμη, τον Ολυμπιακό. Η ιδέα πως ο αγαπημένος μου παίχτης θα μπορέσει να κατακτήσει τρόπαια με την αγαπημένη μου ομάδα ήταν ιντριγκαδόρικη. Η προσμονή να τον βλέπω να φοράω τα ερυθρόλευκα, αλλά και η αποθέωση όταν βρέθηκε ξανά στα παλιά του λημέρια, αντίπαλος αυτή τη φορά. Δυστυχώς όμως, για τον παίχτη το μόνο που κατέκτησε ήταν το κύπελλο Ελλάδας, καθώς το καταστροφικό ματς με την Ολίμπια Λιουμπλιάνας στο ΣΕΦ είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των ερυθρολεύκων από το φάιναλ φορ της Μπολόνια, ενώ στο πρωτάθλημα η ΑΕΚ ανέτρεψε το αρχικό 2-0, κερδίζοντας εν τέλει τον τίτλο με τον Αμερικάνο να χάνει τα τελευταία δύο κρίσιμα παιχνίδια της σειράς λόγω τραυματισμού. Ένας τραυματισμός που πιθανόν στέρησε την ευκαιρία στον χαρισματικό σκόρερ να ολοκληρώσει με double τροπαίων τη σεζόν και να φύγει στο τέλος αυτής από την ομάδα. Η κατάληξη αυτής της αγωνιστικής περιόδου συνδυάστηκε όχι μόνο με την αποχώρηση του, αλλά και με την ανυποληψία στην οποία βρέθηκε ο Ολυμπιακός για αρκετά χρόνια.

Από κει και πέρα ο δρόμος του τον έφερε στην Ιταλία και στις Σιένα και Σκαβολίνι, προτού αποσυρθεί λόγω του προβλήματος υγείας και εν τέλει χάσει τη ζωή του στις 4 Σεπτεμβρίου του 2004 σε ηλικία 32 ετών.

Αυτό που πάντα μου άρεσε στον παίχτη, πέρα από τις αθλητικές του ικανότητες, ήταν και το χαμόγελο που τον συνόδευε κάθε φορά που αγωνιζόταν. Ακόμα και όταν βρισκόταν αντίπαλος με σκληρούς αντιπάλους -γκουχ γκουχ πρώην υπουργός- που έμοιαζαν να είχαν αυτοσκοπό να τον σταματήσουν, κάτι που δε συνέβαινε. Ή η εικόνα του μικρού του γιου να μπαίνει στο ημίχρονο των αγώνων στο γήπεδο και να προσπαθεί να πετύχει καλάθι. Ένας παίχτης που αγαπήθηκε στα χρόνια του στην Ελλάδα από όλο τον κόσμο και αποτέλεσε ένα όμορφο πρότυπο. Ήταν αυτή η προσμονή κάθε φορά που τον έβλεπα να αγωνίζεται και να συζητάμε με φίλους στους πόσους πόντους θα σταματήσει στον εκάστοτε αγώνα. Ο ήρωας των παιδικών μου χρόνων και ο αγαπημένος μου μπασκετμπολίστας.

 

 PODCASTS

Basketballguru.gr 2018 All righs reserved.      Designed and Developed by Web Rely