Περισσότερο κι απ' το νικητήριο καλάθι του Διαμαντίδη στο ίδιο παιχνίδι, περισσότερο ακόμα κι απ' το τρίποντο του στο Βελιγράδι, το chase-down block στον Acker αποτελεί καθοριστική στιγμή στην καριέρα του: σηκώθηκε για μια τάπα ως ένας από τους καλυτερους παίκτες της ομάδας του και προσγειώθηκε στο παρκέ ως ο απόλυτος ηγέτης της. Κάτι άλλαξε για τον Διαμαντίδη εκείνο το δευτερόλεπτο: δημιούργησε την προσδοκία ότι θα ναι πάντα εκεί, παρών, όποτε το παιχνίδι δείχνει να χάνεται οριστικά, μ' οποιονδήποτε τρόπο χρειαστεί, και τη δημιούργησε όχι μόνο σε φιλάθλους, προπονητές και (συμ)παίκτες, αλλά, πρώτα και κύρια, στον ίδιο του τον εαυτό: ο τρόπος που κυριαρχούσε στο crunch time, ακόμα κι όταν δεν είχε καλή απόδοση μέχρι εκείνη τη στιγμή (όπως το βράδυ με την τάπα στον Acker), τον κατέστησε τον de facto από μηχανής θεό του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ο Διαμαντίδης εμφανιζόταν από μια απόκοσμη διάσταση, άρπαζε το νήμα του εκαστοτε αγώνα απ' τα χέρια κάποιας Μοίρας και το φερνε υπό τον απόλυτο έλεγχο του. Ανέπτυξε την ικανότητα να αντιλαμβάνεται και να χειραγωγεί τους συσχετισμούς του παιχνιδιού σε πρωτόγνωρο επίπεδο, χρησιμοποιώντας δέκα ζευγάρια μάτια που σκάναραν ασταμάτητα το χωροχρόνο, σα να μπορούσε ταυτόχρονα να είναι και ο πρωταγωνιστής ενός αγώνα και ο πιο ουδέτερος παρατηρητής του. Αν οι παίκτες χωρίζονται σ' όσους ακολουθούν το ρυθμό και σ' αυτούς που τον ορίζουν, δε χρειάζεται συζήτηση σε ποια κατηγορία ανήκει o Διαμαντίδης, αλλά πόσοι παίκτες από τη δεύτερη μπορούν να σταθούν επάξια δίπλα του. Χρησιμοποιώντας μια ποδοσφαιρική παρομοίωση, ο τρόπος που αγωνίζεται φέρνει στο νου τον Zinedin Zidane με φανέλα και σορτσάκι βουτηγμένα στη λάσπη.
Η άμυνα
Το ότι η ώθηση που χρειαζόταν για να εκτοξευθεί ήρθε από την άμυνα δεν είναι, βέβαια, καθόλου τυχαίο. Ακόμα κι έξι συνεχόμενες βραβεύσεις του ως καλύτερου αμυντικού της Euroleague δεν μπορούν να αποδώσουν πλήρως το αμυντικό impact που είχε στα prime του. Η θέση μας είναι σαφής: ο Δημήτρης Διαμαντίδης αποτελέσε έναν από τους κορυφαίους αμυντικούς που έχει δει το άθλημα. Πολύ πέρα από τη στερεοτυπική εικόνα του καλού αμυντικού ως σκληρού και ενίοτε βρώμικου παίχτη, ο Διαμαντίδης αμύνονταν με τον ίδιο τρόπο που επιτίθεται ο Steph Curry: αψηφώντας και παραβαίνοντας κανόνες που ισχύουν για όλους τους υπόλοιπους. Ο τρόπος που μπορούσε να μένει μπροστά από τον παίκτη του, έσπαγε το ηθικό του δεύτερου σε κομμάτια. Τα χέρια του Διαμαντίδη πάνω στην μπάλα (ή το ισοδύναμο της ομαδικής άμυνας: η προσπάθεια να χωθεί στις γραμμές πάσας) δε συνεπάγονταν φάουλ ή ευκαιρία της επίθεσης για πέντε εναντίων τεσσάρων, αλλά κλέψιμο ή απώλεια επιθετικής ισορροπίας. Ακόμα κι αν ο παίκτης του βρισκόνταν σε μία πάσα απόσταση, δε δίσταζε να δίνει βοήθεια στην μπάλα και να τον αφήνει προκλητικά ελεύθερο, ξέροντας ότι ανά πάσα στιγμή θα προλάβει να επανέλθει. Έσπαγε τα σκριν με εκνευριστική συχνότητα, άλλοτε τοποθετώντας το πόδι του ανάμεσα στον screener και τον προσωπικό του αντίπαλο κι άλλοτε χρησιμοποιώντας κάποιον παράδρομο για να βρεθεί πρώτος εκεί που εκ των προτέρων ήξερε ότι θα πάει ο επιτιθέμενος. Κι αν χρειαζόταν ν' αλλάξει (switch), κάτι που γινόταν πάντα μετά από δική του πρωτοβουλία, εκεί ήταν πραγματικός εφιάλτης: ελάχιστα ήταν τα miss match στα οποία ο Διαμαντίδης δεν είχε πλεόνεκτημα, κι αυτά ακόμα φρόντιζε να τα εξουδετερώνει μ' ένα γρήγορο φάουλ. Ο τρόπος που κυριαρχούσε στην άμυνα, ατομική ή ομαδική, ψηλα ή χαμηλά, σε ντρίπλα, σουτ ή post-up κατάσταση, ήταν ολοκληρωτικός.
Τα επίπεδα αμυντικού performance που κατάφερε να φτάσει είναι κυρίως αποτέλεσμα συνδυασμού έμφυτων χαρακτηριστικών του: αντίληψης παιχνιδιού, αθλητικών προσόντων, work-ethic. Το χαμηλό προφίλ του βρήκε την αυθεντική του έκφραση στο αμυντικό μισό του γηπέδου, εκεί όπου τα φώτα είναι πάντα, με τον έναν ή τον άλον τρόπο, στραμμένα στην ομάδα που επιτίθεται. Η άμυνα, υπ' αυτήν την έννοια, ήταν από την αρχή μια φυσική προέκταση του εαυτού του.
Δεν ίσχυε το ίδιο για την επίθεση. Εκεί, αντί να προεκτείνει τον εαυτό του, όφειλε να τον υπερβεί. Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από τις πρώτες χρονιές του στον Παναθηναϊκό: ο Διαμαντίδης περνάει τον προσωπικό του αντίπαλο στην κορυφή του τριπόντου και βρίσκει ανοιχτό διάδρομο για lay-up. Παίρνει τα βήματα, αλλά, αντί να τελειώσει τη φάση, προτιμά να κάνει split-out. Χάριν σαφήνειας (κι όχι κάποιας παρανοϊκής σύγκρισης): ο Jordan για να περάσει στο επόμενο επίπεδο όφειλε ν' αρχίσει να πασάρει περισσότερο. Ο Διαμαντίδης έπρεπε να σταματήσει να πασάρει τόσο πολύ. Αυτό είναι ακόμη ένα στοιχείο που προσθέτει στην υστεροφημία του: δεν εξελίχθηκε απλώς σαν παίκτης, αλλά διένισε μια τεράστια απόσταση για να περάσει από την αμηχανία που του προκαλούσε τα πρώτα χρόνια η θέα του καλαθιού στο σημείο να αναλαμβάνει (take-over) αγώνες στην πιο κρίσιμη χρονική τους στιγμή (καθόλου τυχαίο εδώ ότι δεν κλήθηκε ποτέ σε μικρές εθνικές). Καθοριστική ήταν η επιρροή του Obradovic: κατάφερε να βγάλει επιθετικά από τον Διαμαντίδη την ίδια αυτοπεποίθηση που τον διέκρινε και στην άμυνα, πείθοντάς τον πως το να προσπερνά ένα καλό σουτ είναι εξίσου καταστροφικό για μια επίθεση με το να εκβιάζει ένα υπό άσχημες προϋποθέσεις.
3D και Ζέλικο
Πιστώνεται επίσης στον Ζοτς ότι αφομοίωσε πλήρως τον Διαμαντίδη στο αγωνιστικό περιβάλλον του Παναθηναϊκού. Και το έκανε σε τέτοιο βαθμό που, από ένα σημείο κι έπειτα, ήταν αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς αν ο Διαμαντίδης προσαρμόζεται στις ανάγκες του Παναθηναϊκού ή ο Παναθηναϊκός στα χαρακτηριστικά του Διαμαντίδη. Τα στοιχεία του παιχνιδιού του ταυτίστηκαν με τις αγωνιστικές αρχές της ομάδας και στο πρόσωπό του συνοψίζονται οι αγωνιστικές συντεταγμένες που διέκριναν τον Παναθηναϊκό στην πιο πετυχημένη περίοδο της ιστορίας του. Σχεδόν κάθε ομάδα έχει έναν παίκτη που, για τον έναν ή τον αλλο λόγο, αποτελεί το πρόσωπο του οργανισμού, αλλά το ν' αποτελεί ο ίδιος αυτός παίκτης ενσάρκωση του αγωνιστικού στυλ της ομάδας είναι εξαιρετικά σπάνιο. (Εκτός του Διαμαντίδη, άλλες περιπτώσεις παικτών που ταύτισαν την αγωνιστική τους συμπεριφορά με τις διακριτές μπασκετικές αρχές της ομάδας τους αποτελούν ο Navarro κι ο Jasikevicious για την περίοδο που αγωνίζονταν στη Maccabi. Απ' την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, ξεχωρίζουν ο Duncan, από τους ελάχιστους ψηλούς σ' αυτήν την κατηγορία, και πιο πρόσφατη περίπτωση είναι βέβαια ο Steph Curry.) Ακόμα κι ο Bodiroga, τον οποίο αναφέρει πάντα ο Ζοτς στους καλύτερους παίκτες που' χει προπονήσει, συχνά έπρεπε να εξοκείλει των οδηγιών του και να ενδώσει, ενίοτε λαίμαργα, στην εγγενή τάση του προς το one man show --αυτός ήταν ο τρόπος να βάλει την προσωπική του σφραγίδα, κι ο τρόπος αυτός πολλές φορές προκαλούσε την έκρηξη του Ζοτς στη γνωστή του απόχρωση. Αναπόφευκτα, η σχέση τους έμπαινε σ' ένα πεδίο ανταγωνισμού και διεξάγοταν μια μάχη επιβολής για το δικαίωμα στην τελική απόφαση.
Αντίθετα, το ίδιο πεδίο ήταν αυστηρά αποκλεισμένο από τη σχέση του Obradovic με τον Διαμαντίδη. Υπήρξε μεταξύ τους μια ταύτιση που ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια των ρόλων τους κι ανέπτυξαν μια οριζόντια δυναμική που έμοιαζε διαρκώς να δραπετεύει (με την άδεια του Ζοτς) των συμβάσεων που απαιτεί η ομαλή λειτουργία ενός αγωνιστικού συνόλου. Η σχέση Διαμαντίδη-Obradovic ήταν η σχέση παίκτη-προπονητή στην πιο δημοκρατική της διάσταση. Ο Obradovic φαίνεται να είδε στο Διαμαντίδη τον παίκτη που απαντούσε στο "τι θα μπορούσα να' χα κάνει κι εγώ αν..." (να' χε κάνει σαν παίκτης), κι είναι βέβαιο ότι εμπνεύστηκε απ' αυτόν όσο από κανέναν άλλον παίκτη στην καριέρα του. Τόσο μπορεί να προχωρήσει κανείς τον παραπάνω συλλογισμό ώστε να καταλήξει σε μια ακραία σύγκριση: η μεταξύ τους σχέση δε θυμίζει κάποιο άλλο δίδυμο παίκτη-προπονητή, αλλά την αντίστοιχη που είχαν αναπτύξει οι Stockton-Malone, αφοσιωμένοι και οι δύο στον ίδιο στόχο με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση, χωρίς καμιά διάθεση από καμία πλευρά να αποδειχθεί κάποιου είδους πρωτοκαθρεδία μεταξύ τους.
Pick n roll και επίθεση
Η αναφορά των δύο θρύλων της Utah φέρνει στο προσκήνιο το pick and roll, την επιθετική συνεργασία στην οποία ο Διαμαντίδης έχτισε μέγαλο μέρος του θρύλου του. Ο τρόπος που λειτουργουσε σε κάθε τέτοια κατάσταση ήταν σεμιναριακός --κυριολεκτικά, αφού ο Obradovic πάντα ανέφερε τ' όνομά του σε συνάρτηση με την ιδανική εκτέλεση του pick and roll στα διάφορα σεμινάρια που συμμετείχε: αφ' ενός, η αίσθηση χρόνου που διέκρινε τον Διαμαντίδη, που συνίσταται τόσο στη συναίσθηση του χρονομέτρου όσο και στο πότε ακριβώς ήταν η σωστή στιγμή να κάνει κάθε επόμενη κίνηση, και, αφ' ετέρου, ο τρόπος που εφάρμοζε κάθε βασική αρχή του spacing του επέτρεπαν να είνα δύο ή τρεις φάσεις μπροστά απ' όλους τους υπόλοιπους, με τρόπο όχι πολύ διαφορετικό απ' αυτόν που ένας σκακιστής οργανώνει τις κινήσεις του. Αφού έπαιρνε το screen, μία επιλογή ήταν να τελειώσει μόνος του τη φάση, είτε σουτάροντας (αυστηρά για 3, καθώς ο μηχανισμός του στο σουτ δεν του επέτρεψε ποτέ να ανατπύξει mid-range jumper) είτε πηγαίνοντας μέχρι μέσα (ο τρόπος που κολλούσε πάνω στον αντίπαλο ψηλό δημιουργώντας το χώρο που χρειαζόνταν είναι αδύνατον να διδαχθεί). Μία δεύτερη επιλογή ήταν να ψάξει την πάσα, είτε στον ψηλό που ρόλαρε προς το καλάθι (σκαστά, λόμπα ή baseline pass, μπορούσε να βάλει την μπάλα όπου και όπως ήθελε) είτε σε κάποιον από τους παίκτες που κινούνταν κατά μήκος του τριπόντου για close-out κατάσταση (ένας εναλλακτικός ορισμός του pick and roll: η διαρκής παραγωγή close-out καταστάσεων με ιδανικές για την επίθεση προϋποθέσεις). Τολμάμε να πούμε ότι ο τρόπος που ο Διαμαντίδης διαχειριζόταν όλες αυτές τις επιλογές, επιτυγχάνοντας μια σπάνια ισορροπία που έκανε την επίθεση του Παναθηναϊκού ελάχιστα προβλέψιμη, τον τοποθετεί στην κορυφή των μεγάλων play-maker του σύγχρονου ευρωπαικού μπάσκετ, πάνω από τον Jasikevicious, τον Παπαλουκά, τον Prigioni ή τον Teodosic.
Ο Διαμαντίδης, αν ήσουν αντίπαλος, εισέβαλλε στο μυαλό σου σαν ιός που επιτίθεται σε ανυπεράσπιστο λογισμικό, αλλά, αν είχες την τύχη να’ σαι προπονητής ή συμπαίκτης του, σε διαβεβαίωνε για την εξέλιξη του παιχνιδιού όπως ένας στοργικός γονιός το μη-συνειδητοποιημένο ακόμα παιδί του. Δημιουργούσε μια αύρα, που ήταν το δικό του μερίδιο στην πίτα του μεταφυσικού –τη φανέρωση του οποίου ελάχιστοι παίκτες κατορθώνουν, κι έδινε την εντύπωση πως είχε συνάψει μια κρυφή συμφωνία με τον κλειδοκράτορα του αθλήματος και κατείχε πλέον ένας προς ένα όλα τα μυστικά του. Είναι αδύνατον να μετρηθεί πόσοι παίκτες ένιωσαν την μπάλα λίγο ελαφρύτερη, και το καλάθι λιγότερο μακρυά, επειδή την είχαν μόλις λάβει απ’ τον Διαμαντίδη, ή επειδή τον έβλεπαν να τους κοιτάζει απ’ την απέναντι γωνία, κι ευστόχησαν σ’ ένα σουτ που μπορεί να έκρινε ένα παιχνίδι, μια σειρά ή έναν τελικό. Παίκτες σαν κι αυτόν, λίγες εξαιρέσεις σε πανίσχυρους κανόνες, τραντάζουν τα θεμέλια της στατιστικής επιστήμης και μεταστρέφουν το βλέμμα του θεατή σε άγνωστες και αόρατες πτυχές ενός αγώνα που δεν αποδίδονται ούτε με λέξεις ούτε με αριθμούς, κι ούτε με κάποιον ευφάνταστο συνδυασμό τους.
Ο Διαμαντίδης αποτέλεσε έναν εξαιρετικό spot up σουτέρ κι έναν αρκετά αποτελεσματικό δημιουργό του δικού του τριπόντου που ανέβαζε εντυπωσιακά τα ποσοστά του στο κλείσιμο των παιχνιδιών. Η ντρίπλα του δεν ήταν θεαματική -αν εξαιρέσει κανείς τη reverse που χρησιμοποιούσε αρκετά συχνά- αλλά ήταν πάντα αξιόπιστη, κι ο βαθμός αξιοπιστίας αυξάνονταν θεαματικά λόγω του ότι σπάνια έκανε κατάχρησή της. Χρησιμοποιούσε άνετα και τα δύο χέρια, όπως έκανε και στην πάσα και στα τελειώματα κοντά στο καλάθι --ο τρόπος που επέλεγε να τελειώσει τη φάση με το δεξί χέρι απ' την αριστερή πλευρά, σε μια κίνηση που ελάχιστοι παίκτες χρησιμοποιούν από επιλογή (τεχνική επάρκεια) κι όχι από ανάγκη (κίνδυνος τάπας που απαγορεύει τη χρήση του καλού τους χεριού), ήταν ένα απο ‘κείνα τα στιγμιότυπα που αυτόματα ξεχωρίζουν τους πολλούς από τους λίγους. Ήδη έγινε αναφορά στην άμυνα που έπαιζε και την επιθετική δημιουργία που εξασφάλιζε η παρουσία του, αλλά οφείλουμε ν' αναφερθούμε και στην ικανότητά του στο rebound: ο Διαμαντίδης για χρόνια αποτέλεσε τον καλύτερο rebounder του Παναθηναϊκού και ο τρόπος που διασφάλιζε την κατοχή αφού είχε ακουμπήσει την μπάλα ήταν πάντα εγγύηση καλού transition. Υποπτεύεται κανείς πως αν είχε περάσει μερικά από τα πιο παραγωγικά του χρόνια σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή ομάδα, της οποίας η περιφέρεια θα ήταν μετά βεβαιότητας λιγότερο φορτωμένη απ' αυτήν του Παναθηναϊκού, θα είχε κάνει ρεκόρ triple-double για ευρωπαϊκά δεδομένα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως τα δευτερεύονται (για play-maker του 2005-10) χαρακτηριστικά του Διαμαντίδη (άμυνα σε πολλές θέσεις, άμυνα ψηλά, έφεση στο rebound, post-game κλπ) εμφανίζονται σήμερα μεγενθυμένα ως βασικές επιταγές της θέσης στην προσπάθεια του Milwaukee να κατεβάσει τον Αντετοκούνμπο στο PG.
Η κυριαρχία του Διαμαντίδη, όμως, ήταν πάνω απ' όλα πνευματική. Παρόλο που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ούτε τα τεχνικά χαρακτηριστικά ούτε τα αθλητικά προσόντα της νιότης του, αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν η δύναμη του μυαλού του. Η αγωνιστική πληρότητα και η πνευματική του ετοιμότητα τον καθιστούν τον Roger Federer του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Το ότι την ίδια εποχή μεσουράνούσε και ο μπασκετικός Nadal, ο Βασίλης Σπανούλης, μεγαλώνουν την υστεροφημία του και αποτελούν για τη χώρα μας ό,τι κοντυνότερο υπάρχει σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην εποχή των Magic-Bird. Ο Διαμαντίδης μας έδειξε πως θα μπορούσε να είναι το μπάσκετ χωρίς super-star, και ταυτόχρονα μας θύμισε πως κανένα άθλημα δεν υπάρχει χωρίς αυτούς. Το στιγμιότυπο που συνοψίζει την καριέρα του δεν είναι ένα μεγάλο τρίποντο ή μια επιβλητική άμυνα, αλλά η στιγμή που ετοιμάζεται να σηκώσει ένα τρόπαιο και φωνάζει κάποιον συμπάικτη του: όχι η επιτυχία καθεαυτή, αλλά η τάση του να την αποδίδει έμπρακτα στην ομάδα, μια κίνηση που περιείχε το σπέρμα για το σημερινό μπάσκετ του Golden State και του San Antonio, δηλαδή το μπάσκετ του μέλλοντος.