Σε πρώτη φάση, οι παίκτες του Θανάση Σκουρτόπουλου έκαναν το χρέος τους, κόβωντας την όρεξη σε μια ομάδα όπως η Μεγάλη Βρετανία, που συνηθίζει να παίζει με άγνοια κινδύνου κι αυτό την καθιστά απρόβλεπτη κι ικανή για... κηδείες. Ένα κλακάζ από ελληνικής πλευράς προς το φινάλε του παιχνιδιού κι εκεί που όλα έμοιαζαν διαδικαστικά, οδήγησε το ματς στην παράταση, την οποία εναλλακτικά θα μπορούσαμε να την δούμε κι ως ένα τεστ. "Πλάκα μας κάνεις, τι τεστ λες τώρα, εδώ μας βγήκε η ψυχή". Εσείς καλά το σκέφτεστε, αλλά στην πραγματικότητα η Εθνική στην παράταση έδωσε ένα πολύ σοβαρό διαγώνισμα χαρακτήρα για το πως μπορεί να διαχειριστεί ένα παιχνίδι που της "γλιστρά" μέσα από τα χέρια. Αν έχει το κουράγιο και τα ψυχικά αποθέματα να το φέρει και πάλι στα μέτρα της. Η αλήθεια είναι πως πήρε καλό βαθμό, αφού κατάφερε να το κερδίσει κι αυτό είναι που μετράει. Με καρδιοχτύπι; Με καρδιοχτύπι. Δεν μας λέει κάτι αυτό. Σε μια περίοδο προκριματικών, θεωρώ πως αυτό που έχει σημασία, είναι να φτάνεις στον προορισμό. Το πως, προσωπικά, μου είναι παντελώς αδιάφορο. Και πως άλλωστε θα μπορούσαμε να κρίνουμε αρνητικά ένα σύνολο παικτών που θα «σκιστεί» για να πάει στο Παγκόσμιο, αλλά εκεί θα αντικατασταθεί από την εγχώρια first unit;
Η αξιοποίηση των επιθετικών όπλων
Δεν θα μπορούσαμε να μην ξεκινήσουμε την αναφορά μας από τον παίκτη που έκρινε ένα παιχνίδι – θρίλερ, τον MVP της αναμέτρησης, βάσει του φινάλε που διαδραματίστηκε. Ο Γιάννης Αθηναίου πέτυχε ίσως το κρισιμότερο τρίποντο της καριέρας του, ένα σουτ που με «γυμνό μάτι» έμοιαζε να έχει δόση τύχης κι ίσως δεν αποτελούσε την ενδεδειγμένη επιλογή στη συγκεκριμένη επίθεση. Αλλά απ’ την άλλη, δεν παύει να είναι ένα σπουδαίο νικητήριο καλάθι που, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Θέλει ικανότητα, προσωπικότητα κι εμπειρία. Ο παίκτης του Άρη τα είχε και τα κατέθεσε και τα τρία παραπάνω στοιχεία στο παρκέ του Λέστερ, σε υπέρμετρο βαθμό. Σκόραρε, δημιουργούσε, δεν «έμπαζε» πίσω και γενικώς ήταν εξαιρετικός. Συν τοις άλλοις, για να αντιληφθούμε καλύτερα πόσο σημαντικός ήταν, βγήκε ελάχιστα από το παρκέ, παίζοντας στα 38 από τα 45 λεπτά του παιχνιδιού. Αυτό, αυτομάτως μεγεθύνει αισθητά την δυσκολία του τελευταίου του σουτ, αφού πέρα από όλα τα άλλα, είχε κι αντίπαλο την κούραση. Ο Αθηναίου είναι απαραίτητος και θα παραμείνει βασικότατο γρανάζι αυτής της Εθνικής. Πρόκειται για έναν ώριμο αθλητή, ο οποίος δεν θα αφήσει την ευκαιρία που του παρουσιάζεται να πάει χαμένη. Είναι πολύ πιθανό να επαναλάβει αντίστοιχες εμφανίσεις μελλοντικά, αφού τα προκριματικά δεν τελείωσαν, ή πιο σωστά μόλις άρχισαν.
Κατά τα λοιπά, ήταν απόλυτα φυσιολογικό η μπάλα να περάσει πολλές φορές από τα χέρια του Γιάννη Μπουρούση. Όχι σώνει και καλά επειδή πρόκειται για την μεγαλύτερη «φίρμα» του ρόστερ, αλλά διότι ήταν δεδομένο πως οι Βρετανοί δύσκολα θα σταματούσαν την επιθετική του δραστηριότητα. Ο 34χρονος σέντερ ήταν ούτως ή άλλως too much για την αντίπαλη άμυνα και δε χρειαζόταν να φιλοδωρήσει με μια 30αρα την Μεγάλη Βρετανία για να επιβεβαιώσει την ποιότητα του, παρ’ όλα αυτά το έκανε και μάλιστα με μεγάλη αποτελεσματικότητα στις προσπάθειες του τόσο από το πάτωμα, όσο και από την γραμμή των βολών. Άλλωστε, η μορφή του παιχνιδιού ήταν από νωρίς τέτοια που θα ευνοούσε τους παίκτες με έφεση στο σκοράρισμα στο να διακριθούν. Από αυτήν την εξίσωση, δεν θα μπορούσε να λείψει ο Λαρεντζάκης, ένας παίκτης που ξέραμε εκ των προτέρων πως θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει ρήγματα με προσωπικές φάσεις και να φθείρει τους αντιπάλους κερδίζοντας φάουλ. Το πολύ θετικό της υπόθεσης είναι πως τελικά όχι μόνο ανταποκρίθηκε πλήρως (22π), αλλά πήρε και πρωτοβουλίες που ενδεχομένως δεν περιμέναμε, πιστοποιώντας πως ο Θανάσης Σκουρτόπουλος μπορεί να ποντάρει πολλά πάνω του ενόψει και των επόμενων προκριματικών αγώνων. Ο άσσος της ΑΕΚ δίνει την αίσθηση πως μπορεί να είναι ένας από τους ηγέτες αυτού του συνόλου, στο άγνωστο αυτό μονοπάτι των προκριματικών προς το Παγκόσμιο Κύπελλο. Είναι φανερό πως έχει (κι αυτός) τεράστιο κίνητρο.
Η σημασία των glue guys
Το ματς μπορεί να ήταν χορταστικό για τον θεατή, με τις επιθέσεις να κυριαρχούν και το σκορ να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, αλλά με μια πιο προσεκτική ανάγνωση, θα διακρίνει κανείς πως οι λεπτομέρειες έκαναν τελικά την διαφορά. Δεν ήταν απλά ένα μπρα ντε φερ για το ποιος θα βάλει απλά περισσότερους πόντους. Η Εθνική σε αυτά τα μικρά - μικρά ήταν λίγο καλύτερη από την αντίπαλο της, κερδίζοντας τις «μάχες» σε κομβικούς δείκτες όπως τα ριμπάουντ (42-31), οι τάπες (6-2) αλλά και η ψυχραιμία στις βόλες, η οποία μεταφράζεται σε άκοπους πόντους (75%-63%). Τεράστια ήταν η συνεισφορά σε δουλειές του παρασκηνίου από τους Βασιλόπουλο και Μαργαρίτη, οι οποίοι με all around εμφάνιση μπάλωσαν τρύπες, έκλεψαν μπάλες και βοήθησαν πολύ και στον αμυντικό τομέα. Ειδικά ο πρώτος, έχει τελειώσει το παιχνίδι με 5 μπλοκ (!) βγάζοντας τρομερή ενέργεια και διάθεση, ενδεικτικό και της πνευματικής σκληράδας που τον χαρακτηρίζει. Ο κόουτς Σκουρτόπουλος αποφάσισε να πορευθεί στο ματς κυρίως με τους εμπειρότερους παίκτες του ρόστερ, αφήνοντας πιο πίσω στο rotation νεότερους ηλικιακά (Κατσίβελη, Μήτογλου, Γκίκα, Κόνιαρη). Όπως φάνηκε, έπραξε σωστά, αφού μπορεί οι Βασιλόπουλος και Μαργαρίτης να μην έχουν το ταλέντο των πρωτοκλασσάτων της Εθνικής που συνήθως στελεχώνουν την ομάδα τα καλοκαίρια, αλλά γνωρίζουν όσο λίγοι πώς να αποφεύγουν «παγίδες». Γιατί, μια τέτοια ήταν κι η Μεγάλη Βρετανία. Εάν την υποτιμούσαν οι διεθνείς, θα το πλήρωναν ακριβά.
Εδώ καλά – καλά η «κανονική» Εθνική δυσκολεύτηκε να κερδίσει τους Βρετανούς σε φιλικό προ μερικών μηνών. Τι νομίζαμε, πως η «δεύτερη» θα έκανε περίπατο; Το παιχνίδι ήταν «επίφοβο» για ιστορική γκέλα και ήμασταν σίγουροι πως δε θα είναι καθόλου εύκολο, όσο κι αν η εμπορικότητα του αντιπάλου ήταν και παραμένει χαμηλή. Άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότεροι όμως, όλοι οι παίκτες αντιλήφθηκαν τις ιδιαιτερότητες της αποστολής. Ακόμη κι ο Γιαννόπουλος με τον Σάκοτα, οι οποίοι δεν έκαναν δα και καμία σπουδαία εμφάνιση, κατάφεραν να βοηθήσουν, βάζοντας κι αυτοί το λιθαράκι στη «σούμα» του παιχνιδιού. Η νοοτροπία με την οποία κατέβηκε η ομάδα στο Νησί φάνηκε να είναι πολύ καλή, αφού κανείς δεν έπαιξε για «πάρτη» του. Αντιθέτως, η προσπάθεια ήταν 100% ομαδική και για αυτό αξίζουν credits όχι μόνο στους παίκτες, αλλά και στο τεχνικό τιμ. Συγχωρέστε με αν έχετε αντίθετη άποψη, αλλά το εγχείρημα δεν ήταν απλό: μιλάμε για σύνολο ανάγκης, κακά τα ψέματα, χωρίς χημεία, που δεν έχει δουλέψει μαζί επαρκώς σε επίπεδο συστημάτων και τακτικών. Κι αυτό επειδή πολύ απλά δεν υπήρχε η πολυτέλεια κι ο χρόνος για να συμβεί κάτι τέτοιο.
Σε κάθε περίπτωση, είδαμε μια ομάδα να απολαμβάνει το παιχνίδι κι αυτό ήταν ένα τρομερά χαρμόσυνο γεγονός. Ίσως το πιο ευχάριστο της βραδιάς. Πιο ευχάριστο κι από τη νίκη αυτή καθ' αυτή κι αυτό δεν αποτελεί υπερβολή. Ένα σύνολο που δεν αποτελείται από παίκτες της λεγόμενης πρώτης ταχύτητας, όμως δεν υστερεί καθόλου σε θέληση, αποφασιστικότητα και καλώς εννοούμενο θράσος. Η Ελλάδα μπορεί να μην βγάζει κάθε χρόνο Γκάλη κι Αντετοκούνμπο, όμως έχει την τύχη να διαθέτει μια μεγάλη δεξαμενή αξιόλογων παικτών. Είδαμε μια ομάδα που οι μονάδες που την απαρτίζουν δεν έχουν κάνει παρά 2-3 προπονήσεις μαζί και έχουν μάθει να ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ο ένας τον άλλον στο ελληνικό πρωτάθλημα, να βγάζει τρομερό δέσιμο και σε αρκετές περιπτώσεις άρτιες συνεργασίες, τηρουμένων των όποιων αναλογίων, με καλή κυκλοφορία. Λες και δεν ήταν η πρώτη φορά που έπαιζαν μαζί. Είδαμε παίκτες να αντιμετωπίζουν ένα απλό ματς προκριματικών σαν να είναι ο τελικός του Μουντομπάσκετ. Η ομάδα αυτή αξίζει σεβασμό. Κι όχι, δεν νίκησε απλά την Μ. Βρετανία. Νίκησε πολλές αντιξοότητες. Άφησε στην άκρη ένα σωρό ανασταλτικούς παράγοντες που θεωρητικά υπήρχαν στο νου όλων πριν από το παιχνίδι κι έκανε το καθήκον της.
Ένα σημαντικό υστερόγραφο
Το καλοκαίρι, στο Ευρωμπάσκετ, αλλά και διαχρονικά στην Εθνική, τους απ' έξω απ' τον χορό, δηλαδή κυρίως τους φιλάθλους, τους έτρωγε το «τι τον παίρνουν στην Εθνική τον άμπαλο τον Αγραβάνη» από τους Παναθηναϊκούς και το «που πάμε με τον Παππά που δεν πασάρει από το δεξί στο αριστερό» από τους Ολυμπιακούς. Βέβαια, αυτά κυρίως τα ακούμε στις ήττες και τις αποτυχίες, γιατί δεν θυμάμαι μετά την Λιθουανία να ακούγονται τέτοια σχόλια. Αντίθετα, όλοι πανηγύριζαν, ή μάλλον σχεδόν όλοι. Δυστυχώς, δυσκολεύομαστε να καταλάβουμε πως οι παίκτες για κάποιο διάστημα κάθε χρόνο αφήνουν, είτε από... υποχρέωση, είτε από προσωπική τους καύλα, το κόκκινο και το πράσινο και φορούν μπλε. Νομίζω πως το πρώτο πράγμα που οφείλουμε να κάνουμε είναι να το σεβαστούμε, να βγάλουμε κι εμείς με τη σειρά μας τα πολύχρωμα γυαλιά κι έπειτα να κρίνουμε υπό ένα πιο αντικειμενικό πρίσμα ορισμένα πράγματα και καταστάσεις. Στο δια ταύτα, με λύπη βλέπουμε την Εθνική να στερείται των υπηρεσιών κορυφαίων μονάδων της. Όμως, με χαρά παράληλλα υποδεχόμαστε το γεγονός πως τουλάχιστον στο χθεσινό ματς, δε χρωματίστηκε κανένας.