Ο Ολυμπιακός ξεκίνησε τον αγώνα σχεδόν ιδανικά. Αντιμετώπισε την επίθεση της Εφές ψηλά και με πολύ καλή πίεση, με εξαιρετική διαχείριση των κεντρικών της πικ και τις περισσότερες υποψίες ντράιβ να καταλήγουν -κλασικά- στον χώρο χαμηλά που έλεγχε ο Φαλ. Οι παίκτες του Αταμάν πήγαν σε πολλές εκτελέσεις από την περιφέρεια (4/10 τρίποντα, 1/6 αρχικά) και δύο σερί εύστοχα (ένα τυχερό μάλιστα του Ντάνστον στη λήξη του χρόνου) ήταν εκείνα που κρατούσαν τη διαφορά σε νορμάλ επίπεδα. Οι ερυθρόλευκοι είχαν πετύχει τη στόχευσή τους, άπλωναν με συνέπεια τα χέρια τους, περιορίζοντας τις έξτρα δράσεις της Εφές, ενώ επιθετικά υπήρχε ένα ξεκάθαρο πλάνο: H μπάλα στον Φαλ, έλεγχος, ακόμη και μερικές touch πάσες σε κοψίματα προς το καλάθι.
Τα πράγματα κύλησαν εξίσου καλά με το πέρασμα του Σλούκα στο παρκέ, ο οποίος βοήθησε ως δημιουργός (5 πόντοι και 5 ασίστ στο ημίχρονο, 11-6 συνολικά) στο επιθετικό τέμπο και στη συνεχή προσπάθεια να αποσυντονιστεί η άμυνα των Τούρκων, με αλλεπάλληλα κερδισμένα φάουλ. Δίπλα του ο ΜακΚίσικ, στο γνωστό του ρόλο ως ‘’κάθετο τρύπημα’’. Όλη αυτή η συνέπεια, με τον Ολυμπιακό μάλιστα να έχει ελάχιστα λάθη, μόλις δύο, υποδείκνυαν πως το παιχνίδι είναι άντερ κοντρόλ, σωστά; Ίσως και όχι, ή μάλλον δυστυχώς όχι. Η Εφές πήρε την επιλογή του Ολυμπιακού να δώσει τις περιφερειακές εκτελέσεις και τη μετέτρεψε σε δική της δυναμική, με άμεσες εκτελέσεις της περιφερειακής τριάδας (Λάρκιν-Μίτσιτς-Μπράιαντ), κυρίως μέσα από side screens:
Όπως βλέπετε και στο βίντεο παραπάνω, το σύνολο της Εφές μετέφερε αυτό το πλάνο και στο δεύτερο ημίχρονο, ή μάλλον το φόβο που είχε δημιουργήσει στους αντιπάλους της. Γρήγορες επαφές στον Λάρκιν (ο οποίος συνολικά έκανε μία σπουδαία εμφάνιση με 21 πόντους, 7 ασίστ και μόλις ένα λάθος), μοίρασμα των αγαπημένων γωνιακών τριπόντων στον Μπράιαντ, ο οποίος ευστόχησε σε τρία απ’ αυτά στα συγκεκριμένα λεπτά, μα κυρίως χώρος, ελεύθερο πεδίο. Ευκαιρία στους γκαρντ να δημιουργήσουν και πάνω απ’ όλα να τρυπήσουν επιτέλους τον Ολυμπιακό κοντά στο καλάθι του, με τον Φαλ μάλιστα να είναι πιο κουρασμένος από τις συνεχείς επαφές και στις δύο πλευρές του παρκέ.
Σ’ εκείνο το σημείο και με τη διαφορά να ανοίγει σημαντικά, κοντά ή πάνω απ’ τους δέκα πόντους, ο Ολυμπιακός βρήκε τα δύο σημαντικά κομμάτια που του έδωσαν τη δυνατότητα να επιστρέψει στον αγώνα: A. Τον Τάιλερ Ντόρσεϊ, ο οποίος ξεκίνησε να φτιάχνει προσωπικό σκορ και κράτησε την ημι-διαλυμένη επίθεση της τρίτης περιόδου και Β. Το τέταρτο φάουλ που πολύ έξυπνα κέρδισε ο Σλούκας, ο άνθρωπος με το πιο καθαρό μυαλό στο παρκέ δηλαδή, από τον Μπράιντ Ντάνστον. Η αμυντική ζυγαριά της Εφές επηρεάστηκε πλήρως, ο Ολυμπιακός έφτανε κοντά στο καλάθι με μπροστάρη τον ΜακΚίσικ με συνέπεια, εν τέλει έφτασε και τον αγώνα στο σουτ. Πέντε λεπτά πριν το φινάλε μάλιστα ο Ντάνστον, μάλλον αφελώς στη διεκδίκηση ενός επιθετικού ριμπάουντ, έκανε και το πέμπτο του φάουλ.
Η λογική εκεί δυστυχώς τελειώνει, γιατί έτσι είναι τα πέντε τελευταία λεπτά ενός ημιτελικού φάιναλ-φορ, άσχετα με το ποια πλευρά, του νικητή ή του ηττημένου δηλαδή, ανήκει στην ομάδα που υποστηρίζεις. Ναι, ο Ολυμπιακός δεν κατάφερε να φτάσει στο killer mentality που χρειαζόταν μετά το 70-71, όταν και είχε το ματς εκεί που ήθελε, αλλά περιορίστηκε σε μέτριες (ή και οριακά κακές) επιλογές και εκτελέσεις σε έξι σερί χαμένες επιθέσεις. Επίσης ναι, ο κόουτς Μπαρτζώκας μάλλον επέμεινε υπερβολικά στο συγκεκριμένο σχήμα χωρίς τους Γουόκαπ και Φαλ, παρ’ ότι ο Ντόρσεϊ ήδη είχε αρχίσει να φθίνει στις επιλογές του, όπως και ο Μάρτιν σωματικά. O Γουόκαπ μάλλον θα έδινε τις σωστές αποφάσεις ξεκούραστος, ο Φαλ θα μπορούσε να κυκλοφορήσει καλύτερα απ’ τον Μάρτιν. Εδώ βέβαια ας κάνουμε δύο βήματα πίσω, ειδικά εγώ που έχω χώσει άπειρα στον συγκεκριμένο αθλητή για την πνευματική του ετοιμότητα στους αγώνες, καθώς έβγαλε αλλεπάλληλες καλές άμυνες, ενώ ταυτόχρονα έδωσε και το καλάθι που έφερε τον Ολυμπιακό στα ίσια, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν το φινάλε του αγώνα, εκμεταλλευόμενος τις ψύχραιμες επιλογές του Σλούκα.
Καλύψαμε το σαραντάλεπτο πλάτος της αναμέτρησης, ας πάμε και στη στιγμή που τον καθόρισε.
Έχω περάσει χρόνια της ενασχόλησής μου με το μπάσκετ ως θεατής, να θαυμάζω το μεγαλείο των εκτελέσεων στο φινάλε ενός αγώνα. Εκείνους τους τύπους που βγαίνουν μπροστά δίχως αύριο, να πάρουν την μπάλα στα χέρια τους, να εκτελέσουν και να κρίνουν. Ο Σπανούλης, ο Διαμαντίδης όταν τα πόδια το επέτρεπαν, ακόμη και ο Λίλαρντ ή ο Ντουράντ στην άλλη πλευρά. Παιχταράδες, με τεράστιο ψυχισμό, όπως έχει πει ένας από τους παραπάνω πρωταγωνιστές. Καμιά φορά αυτός ο παιχταράς παίζει στην αντίπαλη ομάδα και το σουτ που θα βάλει θα σε παγώσει. Ακόμη και αν δεν έχει ευστοχήσει σε μισό καλάθι στο δεύτερο ημίχρονο, θα κρίνει τον αγώνα με τα χέρια του, απ’ το αγαπημένο του σημείο και έχοντας πετύχει με κόπο την αλλαγή που ήθελε πάνω στον Βεζένκοβ. Και το σουτ μάλλον θα μπει, ειδικά αφού δεν υπάρχει επάνω του το έξτρα γ*μημένο βάρος της προσπέρασης και όλα βρίσκονται στην ισοπαλία.
Ο Μίτσιτς το έβαλε, γιατί είναι σπουδαίος, και έκλεισε με έναν σκληρό τρόπο τη σεζόν του Ολυμπιακού στην Ευρωλίγκα, με μόνο τον μικρό τελικό ως υποχρέωση. Επειδή όμως εκείνος και η ομάδα του είναι οι νικητές, οφείλουμε να μιλήσουμε για τον αδιανόητο χαρακτήρα που έβγαλαν στο φινάλε της σεζόν, στα πλέι-οφς και απόψε απέναντι στον Ολυμπιακό. Άξια πέρασαν, άξια συνεχίζουν και μακάρι και να το πάρουν κιόλας, σ’ ένα back-to-back που θα απαλύνει λίγο τις διάφορες συγκυρίες που δεν τους έφεραν ακόμη κι ένα three-peat τα προηγούμενα χρόνια. Από τη μεριά του Ολυμπιακού, η σεζόν είναι φανταστική και ελπίζω η συνέχεια ακόμη καλύτερη. Γι’ αυτά όμως έχουμε χρόνο, λίγο αργότερα. Τώρα απλά ένα μεγάλο κρίμα, αλλά και ένα τεράστιο μπράβο στον Μίτσιτς και τον τρόπο του να γράψει την ιστορία όπως εκείνος ήθελε.