Αυτό βέβαια συμβαίνει μόνο σε τρεις περιπτώσεις. Α. Αν η ομάδα σου έχει κερδίσει στον ημιτελικό. Β. Αν έχει χάσει, αλλά έχεις έρθει κυρίως για το ταξίδι και ... Γ. Αν δεν υποστηρίζεις καμία ομάδα στο φάιναλ φορ. Αν είσαι παθιασμένα με το μέρος μίας από τις διεκδικήτριες και εν τέλει χάσει στον ημιτελικό, η μεσαία ημέρα είναι ένα μαρτύριο, ένα πιασμένο ξύπνημα κάτω από το πάπλωμα ή ακόμη και το μοναδικό παράθυρο διαφυγής. Βασικά, στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει καν μεσαία ημέρα. Δεν υπάρχει ούτε η γλυκιά ανάμνηση της προηγούμενης, ούτε η προσμονή της επόμενης, ούτε η ευκαιρία για αιώρηση στον άδειο χώρο, μεταξύ της χαράς, της λύπης, του στοχασμού, του γνωστού και του άγνωστου.
Υπερβολές ίσως, αλλά για να δούμε...
Όταν ο Ολυμπιακός του Τάρπλεϊ και του Πάσπαλι κατατρόπωσε τον Παναθηναϊκό του Γκάλη και του Βολκόφ στον ημιτελικό του Τελ Αβίβ, στο μικρό πουλμανάκι που μας μετέφερε πίσω στο ξενοδοχείο, το κλίμα δεν ήταν ούτε καλό, ούτε άσχημο. Τα περισσότερα μέλη του γκρουπ υποστήριζαν τους πράσινους, αλλά καθώς ήταν από κάποια ηλικία και πάνω, φαινόταν να έχουν έρθει κυρίως για το ταξίδι. Οι υπόλοιποι, περίπου το 40% του βαν, δηλαδή πέντε άτομα, πατούσαμε στα σύννεφα. Δεν έχω ιδέα πώς είχαμε καταλήξει να έχουμε ταξιδέψει όλοι μαζί και να βλέπουμε τα παιχνίδια ανακατεμένοι, άλλος από ένα μέρος του γηπέδου, άλλη από άλλο, με διαφορετικά εισιτήρια και κοινό ξεναγό. Πού το είχε βρει αυτό το περίεργο πρακτορείο ο πατέρας μου, πώς μαζεύτηκαν μεσήλικες και ελάχιστοι νέοι, ζευγάρια και singles και πώς τελικά περνούσαμε ώρες εξίσου με τον μεγάλο όγκο φιλάθλων του Παναθηναϊκού και με εκείνον του Ολυμπιακού, παραμένει μία κατάσταση άξια μελέτης.
Και πήγε έτσι όλο το τριήμερο, όχι αστεία. Προσγειωθήκαμε με την τρομπέτα του Ατίλιο, μέσα σε μία καπνισμένη πτήση, πήχτρα στο νέφος και τα χνώτα. "Ολυμπιακός"! Το αεροπλάνο είχε μόνο άντρες. Μεταφερθήκαμε κατόπι στο ξενοδοχείο, που φιλοξενούσε Παναθηναϊκούς και λίγο αργότερα, στο "Γιαντ Ελιάου", ανταλλάσσαμε εισιτήρια. Όσοι δεν βρίσκαμε κάποιον πρόθυμο ή εύκαιρο, απλώς την κοπανούσαμε, πηδούσαμε ένα-δυο κάγκελα και βρισκόμασταν στην κερκίδα προτίμησης - αυτό έκανα εγώ τέλος πάντων - δίνοντας ραντεβού έξω από το γήπεδο μετά το τέλος των αγώνων, όπου περίμενε το πουλμανάκι, μαζί με τον Ελληνο-ισραηλινό ξεναγό ή ό,τι ήταν. Εκείνος φανερά αδιαφορούσε για οτιδήποτε είχε σχέση με το μπάσκετ. Ενθουσιαζόταν όμως με τη δουλειά του, για αυτό και όταν μαζευτήκαμε όλες και όλοι αμέσως μετά τη λήξη του ημιτελικού, βιάστηκε, χωρίς να ρωτήσει το παραμικρό, να μας ανακοινώσει το πρόγραμμα της επομένης. Το πρωί θα πηγαίναμε εκδρομή στη Βηθλεέμ και ύστερα στην Ιερουσαλήμ, για να ανέβουμε τον γολγοθά και να φτάσουμε στο σημείο που άφησε την τελευταία του πνοή ο Μακαρίτης. Λεπτομέρεια; Θα μας ακολουθούσαν ή θα ακολουθούσαμε, δεν κατάλαβα, δύο ακόμη πούλμαν, με φιλάθλους του Ολυμπιακού. Αν είναι δυνατόν!
Η μεσαία ημέρα ξεκίνησε με άκρατο ενθουσιασμό. Πετάχτηκα από το κρεβάτι πριν από τους ΑΕΚτζήδες, δηλαδή τον πατέρα μου και τον αδερφό μου, και κατέβηκα για πρωινό γεμάτος από εικόνες του θριάμβου. Έφαγα τον μισό μπουφέ, βγήκα μία μικρή βόλτα στην παραλία για ένα τσιγάρο στα κρυφά και έκατσα σε ένα πεζούλι, να παρατηρώ την ατέλειωτη περαντζάδα του Τελ Αβίβ. Πρέπει να ήταν μόλις οκτώ το πρωί και σκεφτόμουν ήδη τον Τάρπλεϊ, όταν πέρασε από μπροστά μου καμαρωτός καμαρωτός ο Στιβ Γιατζόγλου. Καταπληκτικό, ήμασταν όλοι μαζεμένοι εδώ: Tα πρόσωπα του μπάσκετ, της τηλεόρασης και εγώ, περιφερόμενοι στην πρωινή, υγρή καταχνιά της παραλίας, αφημένοι νωχελικά στη ραστώνη της αναμονής, χωρίς να έχουμε αποκαλύψει το παραμικρό για την αηδιαστική πλευρά του εαυτού μας. Αν τον έβλεπα τώρα μπροστά μου, μπορεί και να τον έφτυνα, αλλά τότε οι φαρδιές πλάτες και το ρωμαλέο ανάστημα, τον διατηρούσαν ξεχωριστό ανάμεσα στους άλλους περηπατητές.
Ο αδερφός μου με φώναξε. Φεύγουμε!
Δεν έχω ιδέα πόσο κράτησε η διαδρομή, ήμουν ακόμη μεταξύ ενθουσιασμού και νύστας. Με το που φτάσαμε όμως στη Βηθλεέμ, οι εικόνες ζωντάνεψαν. Πούλμαν, πολλά πούλμαν. Από δύο από αυτά κατέβηκαν οπαδοί, ντυμένοι στα ερυθρόλευκα. Ο ξεναγός μάς κρατούσε σε μία ελάχιστη απόσταση από εκείνους στο περπάτημα, μέχρι που φτάσαμε στο σημείο που λένε ότι γεννήθηκε ο Χριστός. Εκεί οι αποστάσεις εξαλείφθηκαν και γίναμε μπουλούκι, περιμένοντας ο καθένας και η καθεμιά τη σειρά του/της, για να δούμε την περιβόητη φάτνη. Δεν υπήρχε φάτνη εννοείται, το μόνο που υπήρχε ήταν μία τρύπα, κάπου σε ένα βαθούλωμα, που το ονόμαζαν "σπήλαιο" της Βηθλεέμ.
Η τρύπα ήταν κάτω από έναν μικρό θόλο, σε ένα δωμάτιο που δεν χωρούσαν παρά λίγα άτομα. Προσπαθώ να θυμηθώ τώρα και άλλες λεπτομέρειες, αλλά μιας και έχουν περάσει τόσα χρόνια, προτιμώ να καταφύγω στο google. Ιδού.
Σπρώχνοντας, οι Ολυμπιακοί έφταναν εκεί, κρατώντας στα χέρια τους κάθε λογής αντικείμενα, σαν να ήταν έτοιμοι να καταθέσουν στεφάνι. Τα τοποθετούσαν ευλαβικά για λίγα δευτερόλεπτα στο μνημείο, έλεγαν δύο τρεις φράσεις σχετικές με τον επερχόμενο τελικό και μετά γυρνούσαν την πλάτη, κλείνοντας τα μάτια, για να κατευθυνθούν προς την έξοδο. Η τρύπα εκείνο το πρωί συνάντησε κάμποσα κασκόλ, ακόμη περισσότερα καπελάκια, διάφορες φανέλες και σε ένα μικρότερο πλήθος περιπτώσεων, το ΦΩΣ ΤΩΝ ΣΠΟΡ. Τα αντικείμενα ευλογήθηκαν κατά το ήμισυ και σειρά είχε τώρα ο Γολγοθάς και το σημείο της σταύρωσης.
Φτου και απ' την αρχή, ακριβώς η ίδια διαδικασία. Τουλάχιστον, η διαδρομή δεν είχε καμία σχέση με ανάβαση σε λόφο, όπως την φανταζόμουν από τα παραμύθια του σχολείου ή από τον Ιησού από τη Ναζαρέτ. Σε σχέση με το σκαρφάλωμα στη Χώρα της Πάτμου ή της Αμοργού για παράδειγμα, ο Γολγοθάς ήταν μία βόλτα στο πάρκο και το προσκύνημα εκεί σαφώς πιο άνετο από το στριμωξίδι της Βηθλεέμ. Όπως και να χει, ο σκοπός φαινόταν να είχε επιτευχθεί, ο θεός θα ήταν εφεξής μαζί μας.
Επιστρέψαμε στο Τελ Αβίβ κατά το μεσημέρι, όταν ο πατέρας μου μας ανακοίνωσε ότι θα πηγαίναμε για φαγητό με έναν φίλο του με στρογγυλά γυαλιά, τον Κώστα. Ο Κώστας ήταν στέλεχος μεγάλης εταιρείας, στην οποία κατείχε μία θέση, που απαιτούσε πολλά ταξίδια στη Μέση Ανατολή. Δεν θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή να έχω συναντήσει άνθρωπο να ταξιδεύει περισσότερο, συνεπώς δεν φάνηκε καθόλου περίεργο που βρισκόταν στο Τελ Αβίβ για άσχετο λόγο και που ήξερε ακριβώς το σωστό εστιατόριο, που άρμοζε στη μεσαία ημέρα: Το "Happi Hippo" ή σκέτο "Hippo" ή "Hippopotamus".
Πάνω από το τραπέζι ήταν λαλίστατος, διηγούμενος στον πατέρα μου τις εμπειρίες του από το Ισραήλ. Μιλούσαν για διάφορα πράγματα, σε στιγμές χαμηλόφωνα, χωρίς να σταματήσουν δευτερόλεπτο. Με τον αδερφό μου δεν πολυδίναμε σημασία. H κατάσταση στην περιοχή ήταν ήρεμη λέει και ακουγόταν πως θα υπογραφεί κάποιου είδους συμφωνία.
- Πώς τα βλέπεις τα πράγματα, θα βελτιωθούν καθόλου; ρώτησε ο πατέρας μου.
- Μπα, δεν έχουν θεό να τους βοηθήσει εκεί πέρα, απάντησε ο Κώστας. Αυτή η μπριζόλα είναι καταπληκτική, να μοιραστούμε άλλη μία;
Τίποτε το ενδιαφέρον. Όταν το αυτί μου έπιασε τη φράση "η σφαγή στους Πατριάρχες" και ρώτησα σχετικά, ο Κώστας μου εξήγησε μάλλον κοφτά, πως διηγούνταν μία παλιά, σχεδόν αρχαία ιστορία. Άλλαξε τη συζήτηση, απευθύνοντας μου μια ερώτηση για το μπάσκετ και ξεκινήσαμε πλέον να μιλάμε όλοι μαζί γύρω από το φάιναλ φορ, μέχρι να μας προσπεράσει το απόγευμα.
Κυλούσε τέλεια η μεσαία ημέρα. Πρωινή βόλτα, τουρισμός, φαγητό σε ωραίο εστιατόριο και μέσα σε όλα, ο Ολυμπιακός εξακολουθούσε να είναι νικητής. Πώς να τα περνούσαν άραγε οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού, πλην εκείνων των αδιάφορων ταξιδιωτών του βαν; Με όσα είδα αργότερα, συμπέρανα πως μάλλον δεν διασκέδαζαν και ιδιαίτερα.
Στον ημιόροφο του ξενοδοχείου αργά το απόγευμα, γινόταν χαμός. Σε μία χαμηλοτάβανη αίθουσα, είχε στηθεί μία μεγάλη οθόνη τηλεόρασης, η οποία μετέδιδε τον τελικό κυπέλλου ποδοσφαίρου, Παναθηναϊκός - ΑΕΚ. Τα πρακτορεία είχαν δελεάσει μάλλον από πριν, πως ακόμη και στου διαόλου τη μάνα, η οπαδική εμπειρία θα κρατηθεί αληθινή και έτσι τα τραπέζια είχαν γεμίσει με μπύρες, βότκες, ουίσκια (sic) και τασάκια. Για μία ακόμη φορά, όλες οι κινήσεις, οι ομιλίες και οι σιωπές, συνέβαιναν μέσα στο νέφος. Στο χώρο, πρεπει να είχαν στριμωχτεί περίπου 100 άτομα.
Ο Παναθηναϊκός προγηθηκε με 2-0. Οι ιαχές είχαν καταλαγιάσει και η ευχαρίστηση του επερχόμενου θριάμβου έκανε τους περισσότερους να το ρίξουν στο χαβαλέ. Μέχρι που η ΑΕΚ ξαφνικά σάλπισε αντεπίθεση, οδήγησε το ματς στην παράταση και τελικά προηγήθηκε στο '94 με τον Αλεξανδρή. Ένας-δυο κλώτσησαν τις καρέκλες και τρεις-τέσσερις παραπέρα κατάστρεψαν ένα τραπέζι. Οι υπόλοιποι είχαν σηκωθεί και έβριζαν ακατάπαυστα, τρομάζοντας οποιονδήποτε βρισκόταν στο ξενοδοχείο και δεν είχε σχέση μαζί τους. Στον όλο χαμό, το μάτι μου έπεσε πάνω σε έναν συγκεκριμένο τύπο. Καθόταν στα δεξιά της αίθουσας, περίπου 90 μοίρες από την ευθεία του βλέμματος μου και καθόλη τη διάρκεια της ανατροπής περέμενε συνοφρυωμένος. Είχε μακριά, ίσια μαλλιά μέχρι τους ώμους, φόραγε πράσινο κασκόλ πάνω από ένα καφέ πουκάμισο, στενό τζιν και μυτερές μπότες, που τότε είχαν έρθει στη μόδα για μία μερίδα ανθρώπων-καουμπόηδων. Όταν η ΑΕΚ έκανε το 3-2, καλά καλά δε σάλεψε. Πώς γίνεται να μην επηρεαζόταν από όλο αυτό τον χαμό;
Άρχισα να παρακολουθώ με κλεφτές ματιές τις κινήσεις του. Κάπνιζε με τρεμουλιαστά χέρια και όταν έσβηνε το τσιγάρο, έπιανε το ουίσκι και κατάπινε φυστίκια. Δεν φαινόταν να δίνει σημασία σε τίποτε άλλο, παρά στην οθόνh. Στα ελάχιστα, μικρά διαλείμματα της μανιέρας του, κουνούσε τα χέρια ανεπαίσθητα, σαν να τοποθετεί τους παίκτες στο γήπεδο και να τους δίνει οδηγίες. Ώσπου, στο τελευταίο λεπτό της παράτασης (ή περίπου) ο Παναθηναϊκός κέρδισε φάουλ έξω από την περιοχή. Τότε ο τύπος σηκώθηκε, έδειξε κάτι σαν "στείλε την μπάλα στα δεξιά" και όταν η μπάλα πήγε όντως στα δεξιά και οι πράσινοι ισοφάρισαν, έπιασε το ποτήρι με το ουίσκι και το πέταξε στην οθόνη, βγάζοντας μια κραυγή σαν του Ταρζάν. Η αίθουσα στιγμαία σώπασε, όμως η ησυχία δεν κράτησε για πάνω από τρία δευτερόλεπτα. Δυο τρεις άλλοι τύποι, που είμαι βέβαιος ότι δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ, έτρεξαν καταπάνω του και τον αγκάλιασαν, καθώς συνέχιζε να ουρλιάζει δακρυσμένος. "Ναι μωρή Πανάθα" ή κάτι τέτοιο...
Στα πέναλτι η ανέλπιστη ανατροπή-στην-ανατροπή ολοκληρώθηκε. Δυο-τρεις καρέκλες ακόμη κατέληξαν στα σκουπίδια και το χαλί λερώθηκε με μερικά αποτσίγαρα. Το σκηνικό της καταστροφής είχε συμπληρωθεί και η μεσαία ημέρα μας άφησε μπροστά της, με τον αδερφό μου και τον πατέρα μου να κοιτούν αποσβολωμένοι. Κανένας δεν τους έδωσε σημασία. Το βράδυ, προσευχήθηκα για τη νίκη του Ολυμπιακού στον τελικό.
Λίγο πριν την έναρξη του μεγάλου παιχνιδιού, την Πέμπτη, μία κυρία από το γκρουπ του βαν μας ανακοίνωσε πως προτιμούσε να μην έρθει στο γήπεδο, καθώς ήθελε να δει την πόλη. "Σπουδαία έκπληξη", σκέφτηκα. Είχε ένα από τα καλύτερα εισιτήρια, στο κέντρο του κάτω διαζώματος, σχεδόν μέσα στη δράση. Μαζί της καθόταν ο άντρας της, ο οποίος μετά την ανακοίνωση της συζύγου του, στράφηκε προς το μέρος μου.
- Εσύ ρε δεν είσαι Ολυμπιακός;
- Nαι.
- Να του δώσουμε το εισιτήριο; ρώτησε τη γυναίκα του.
Εκείνη κοίταξε τον πατέρα μου. Έγνεψε καταφατικά και είπε πως θα έδινε το δικό μου εισιτήριο στον Κώστα. Μία ώρα μετά, βρέθηκα στο σκηνικό των ονείρων μου, ακριβώς στο κέντρο του κόσμου. Δεξιά μου ήταν ο πάγκος του Ολυμπιακού, αριστερά αυτός της Μπανταλόνα. Απέναντι, μπορούσα να διακρίνω τον Στιβ Γιατζόγλου. Αν ήμασταν φίλοι, θα χαιρετιόμασταν με την κίνηση που έκανε ο Νίκολας Κέιτζ στο "The Rock", για να προειδοποιήσει τον αμερικάνικο στρατό να μην βομβαρδίσει το Αλκατράζ. Χωρίς τους πυρσούς ίσως, αλλά και πάλι...
Στο Γιαντ Ελιάου γινόταν της παλαβής. Ο Ολυμπιακός έλεγχε τον αγώνα, οι φίλαθλοι του ήμασταν εκστασιασμένοι. Οι Παναθηναϊκοί έκαναν το παν για να βοηθήσουν τη Μπανταλόνα, μαζί με τους παίκτες της ομάδας τους. Και εκεί που όλα έδειχναν υπέροχα, ο Ιωαννίδης έπαθε μπλακ άουτ στο δεύτερο ημίχρονο, μένοντας πλήρως αμέτοχος στην ανέλπιστη αντίσταση των Ισπανών. Ο Τάρπλεϊ βάραινε ολοένα και περισσότερο, έχοντας πίσω του μία άυπνη νύχτα καβγάδων και ποτού, ενώ το χέρι του Πάσπαλι ξαναστράβωσε, όπως τόσες και τόσες φορές στην ίδια σεζόν. Ο Κόρνι Τόμπσον έβαλε την ταφόπλακα με το διαβόητο τρίποντο. Σαν να το βλέπω μπροστά και αριστερά μου, αυτή τη στιγμή που γράφω.
Βουβαμάρα. Ξέσπασα σε κλάματα και στάθηκα για ώρα ακίνητος, μέχρι να ξεκινήσει η απονομή. Τότε αποφάσισα να φύγω και να γυρίσω στο βαν, καθώς δεν άντεχα να δω έναν τέτοιο επίλογο. Κατέβαινα τα σκαλιά με κεφάλι στρουθοκάμηλου και το κουράγιο στα τάρταρα, όταν ένιωσα ένα χέρι να με χτυπάει στον σβέρκο ελαφρά. "Δεν πειράζει μικρέ, θα χαρείς πολλές φορές ακόμη". Δεν πρόλαβα να σηκώσω το βλέμμα τελείως, όταν είδα να με προσπερνά ένας άντρας με μακριά, ίσια μαλλιά και μυρωδιά από ουίσκι. Καθώς μπήκε μπροστά μου, σκούπισε τον ιδρώτα μου στην κωλότσεπη του τζιν, συνεχίζοντας την κάθοδο προς την έξοδο. Φορούσε μυτερές μπότες και κουβαλούσε μαζί του την ανάμνηση της πιο ωραίας ημέρας εκείνου του φάιναλ φορ, της μεσαίας.
Το βράδυ δεν προσευχήθηκα, μιας και στριφογύρισε για πρώτη φορά στο κεφάλι μου η υποψία, πως ίσως να μην υπάρχει πια θεός. Μπορεί να υπήρχε προηγουμένως, δεν είμαι σίγουρος, πάντως από εκεί και πέρα δεν έμοιαζε εξίσου βέβαιο. Η αφορμή για την εξαφάνιση ήταν λάθος, αλλά η σκέψη γόνιμη, καθώς στον ενδιάμεσο χώρο, όλα είναι αόρατα και διεκδικήσιμα μαζί.