Εκείνο το 10ήμερο όμως ήταν κάτι το φανταστικό. Εγώ έβλεπα τα παιχνίδια από σπόντα καθώς τα παρακολουθούσαν με μανία ο πατέρας μου και ο αδερφός μου. Μου άρεσε η συμμετοχή στις οικογενειακές δραστηριότητες και κατ’ επέκταση προσπαθούσα να συμμεριστώ το πάθος και την αγωνία για το αποτέλεσμα χωρίς όμως να αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς συμβαίνει. Αυτό που με ενθουσίασε κατά τη διάρκεια παρακολούθησης του ημιτελικού με τη Γιουγκοσλαβία ήταν πως με το που τελείωσε ο αγώνας όλος ο κόσμος μπήκε μέσα στο γήπεδο και γέμισε το παρκέ από φιλάθλους. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Έπρεπε οπωσδήποτε να συμμετέχω σε ένα τέτοιο νταβαντούρι και ζήτησα από τον πατέρα μου στο επόμενο παιχνίδι να πάμε και εμείς στο γήπεδο (χωρίς να αντιλαμβάνομαι ότι ήταν τελικός). Καπάκι προέκυψαν τότε και οι κομπλεξικές δηλώσεις του Πέτροβιτς (ή τουλάχιστον έτσι είχαν μεταφερθεί στα παιδικά αυτιά μου) ο οποίος ευχόταν καλή επιτυχία στους Κουμουνιστές. Εμείς τότε περνάγαμε τις ημέρες του Σοσιαλισμού. Βαθύ ΠΑΣΟΚ παντού. Φανταστείτε ακόμα ήταν η Μάργκαρετ πρώτη Κυρία.
Εκείνο το μεσημέρι λοιπόν του τελικού, ως ένα φυσιολογικό παιδί ασχολούμουν για το πώς δεν θα τραυματιστώ μετά την προσγείωση από αυτοσχέδια άλματα με το ποδήλατο. Κάποια στιγμή γυρίζει ο πατέρας μου από τη δουλειά και μου δείχνει δύο εισιτήρια. Ιδέα δεν είχα τι αφορούσαν. Μου λέει ότι είναι για τον τελικό. Ενθουσιασμένος εγώ το μόνο που του ζητάω είναι όταν τελειώσει το παιχνίδι να μου υποσχεθεί πως θα μπούμε μέσα. Old School κάφρος αυτός συμφωνεί και τρέχουμε να ετοιμαστούμε χωρίς καν να περάσει από το μυαλό μας ότι μπορεί να σταθεί εμπόδιο το γεγονός ότι ενώ είμαστε τρία άτομα τα εισιτήριά μας είναι δύο.
Φτάνουμε στο ΣΕΦ αρκετά νωρίς. Μέσα από το παιδικό μυαλό τότε πίστευα πως είχαμε πάει από την προηγούμενη μέρα. Η αλήθεια είναι πως όταν φτάσαμε άρχιζε αγώνας κατάταξης για θέσεις κάτω από την 5η. Στην πόρτα όντως δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα. «Ο ένας γιος μου θα κάθεται δίπλα και τον άλλον θα τον έχω αγκαλιά». Να σημειωθεί ότι παρότι 8 χρονών το ύψος μου άγγιζε το 1,60. Δεν υπήρχε πρόβλημα. Αισθανόσουν ότι συμμετείχες σε μια γιορτή. Μπήκαμε στο γήπεδο και το οποίο ήταν ακόμα άδειο καθώς λίγος κόσμος ασχολούταν με τους αγώνες κατάταξης. Οι ώρες περάσανε γρήγορα, το γήπεδο γέμισε και εγώ ήμουν ενθουσιασμένος που τα εισιτήριά μας ήταν στην τέταρτη σειρά. Αυτό σήμαινε ότι μετά το τέλος του παιχνιδιού θα μπορούσαμε να μπούμε μέσα να κάνουμε το σχετικό χαμό. Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν πως μπροστά μας ήταν δύο κυρίες που φορούσαν κίτρινα (τις οποίες έχω κυκλώσει στη φωτογραφία) και τις παρατηρούσα να φωνάζουν το «τίποτα τίποτα δε μας σταματά».
Ο θόρυβος ήταν πρωτόγνωρος. Δεν χρειάστηκε να καθίσω ποτέ, καθώς αξίζει να σημειωθεί πως όπως σε όλο του τουρνουά, έτσι και στον τελικό συνέβαινε κάτι φοβερό που δείχνει το πάθος που επικρατούσε, αλλά και το ότι η σχέση του κόσμου με το άθλημα ήταν στην αρχή της, στα μέλια. Ο κόσμος σηκωνόταν και πανηγύριζε (σαν να έμπαινε γκολ) κάθε καλάθι της ομάδας ξεχωριστά. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο. Δείτε και βίντεο στο youtube και παρατηρήστε το. Στον τελικό ήταν τέτοια η αγωνία που δεν προλάβαιναν να ξανακάτσουν στις θέσεις τους. Από το μπασκετικό κομμάτι θυμάμαι την αγκωνιά του Τσατσένκο στον Γιαννάκη. Εντάξει ναι και τις βολές. Για αρχή μια σχέσης ήταν φυσιολογική η αγωνία και το άγχος.
Το παιχνίδι τελείωσε και τότε συνειδητοποίησα πως γύρω από το παρκέ είχε αστυνομία. Ήταν αδύνατον να συμβεί αυτή η κοσμοσυρροή πάνω στο παρκέ. Απογοήτευση. Γρήγορα η απογοήτευση έδωσε τη θέση της σε άλλα πρωτόγνωρα συναισθήματα καθώς η διαδρομή από ΣΕΦ στην Αγία Παρασκευή ήταν γεμάτη εικόνες, κόρνες και συνθήματα. Μετά από ώρες φτάσαμε στο σπίτι και βλέποντας τη μητέρα της οικογένειας στο μπαλκόνι, επαναλάβαμε δυνατά αυτό που ακουγόταν σε όλη τη διαδρομή. «Κύπελλο, κύπελλο, κύπελλο εμείς και εσύ μαλάκα Πέτροβιτς να πας να γαμηθείς».