Ο Γιάννης Σφαιρόπουλος κι οι παίκτες του έβαλαν το τρένο στις ράγες μετά τις απανωτές ήττες από Barcelona και Παναθηναϊκό προ μηνός, οδηγώντας το με σταθερή ταχύτητα και χωρίς παρεκτροπές σε 5 συνεχόμενες νίκες στην EuroLeague. Ομάδα που κερδίζει δύσκολα αλλάζει και για να είμαστε πιο ακριβείς, ας το επεκτείνουμε λιγάκι: δύσκολα θα χρειαστεί να αλλάξει αν διορθώσει τα όποια κακώς κείμενα την ταλανίζουν. Αυτή τη στιγμή, ο Ολυμπιακός τα πηγαίνει κάτι παραπάνω από καλά, εάν θεωρήσουμε πως στόχος του στην EuroLeague είναι να τερματίσει τουλάχιστον τέταρτος, αλλά έχει και τα… ζητηματάκια του. Η σταδιακή επάνοδος του Σπανούλη και οι ισορροπίες στην περιφέρεια, το αν μπορεί ή όχι να σταθεί σε αυτό το επίπεδο ο Wiltjer και πως θα αξιοποιηθεί, οι τραυματισμοί που πάντα θα βρίσκονται στο πρόγραμμα και πώς αυτοί θα καλύπτονται από παιχνίδι σε παιχνίδι είναι μερικά εξ’ αυτών. Κάπου εκεί γύρω συναντά κανείς ψάχνοντας και την αναποτελεσματικότητα του Μάντζαρη στο τρίποντο. Ας δούμε τι συμβαίνει με αυτό.
Υποθέσεις εργασίας χωρίς αριθμούς
Ένας από τους κυριότερους λόγους στους οποίους θα μπορούσαμε να αποδώσουμε το 25%, έχει να κάνει με την έλλειψη σταθερού (και κατ’ επέκταση επιθετικού) ρυθμού. Ο 27χρονος playmaker είχε τραυματιστεί στην Κύμη, στο πλαίσιο της δεύτερης αγωνιστικής της Basket League. Ο τραυματισμός του δεν ήταν σοβαρός, αλλά τον ανάγκασε να παίξει σε πολλά από τα παιχνίδια που ακολούθησαν με ενέσεις, «κουβαλώντας» ουσιαστικά το πρόβλημα, χωρίς να ξεκουράζει το πόδι του. Παράλληλα, ο κόουτς Σφαιρόπουλος, προκειμένου να μην τον επιβαρύνει περαιτέρω, τον άφηνε εκτός από τα παιχνίδια της ελληνικής λίγκας. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Μάντζαρης εμφανίστηκε σε μόλις 3 από τα 7 πρώτα παιχνίδια της ομάδας του στην Ελλάδα. Τα συγκεκριμένα ματς, των οποίων η ένταση δε συγκρίνεται με την αντίστοιχη της EuroLeague, προσφέρονται στους παίκτες ώστε να μπορέσουν να σκοράρουν περισσότερο και με μεγαλύτερη άνεση, λόγω μειωμένης πίεσης, για να «ζεσταθούν» και να πιάσουν ρυθμό. Ο Μάντζαρης δεν είχε αυτή την ευκαιρία.
Συν τοις άλλοις, η σεζόν ξεκίνησε με τον Ολυμπιακό να αντιμετωπίζει δυσκολίες ως προς την λειτουργία και την αποδοτικότητα της περιφερειακής του γραμμής. Η απουσία του Βασίλη Σπανούλη για σημαντικό χρονικό διάστημα, σε συνδυασμό με τη φανερή έλλειψη χημείας που παρουσίασε το backcourt, λόγω της προσθήκης νέων προσώπων, το έκαναν να φαίνεται συνολικά αρκετά μέτριο και ανομοιογενές. Η εικόνα αυτή των πρώτων εβδομάδων, όπως είναι λογικό, δεν άφησε ανεπηρέαστο και τον Μάντζαρη, με την διαφορά πως αρχικά ο Strelnieks κι ύστερα ο Roberts βρήκαν τελικά τα πατήματα τους, με ένα κοινό σημείο αναφοράς: άρχισαν να σουτάρουν καλύτερα, ανεβάζοντας κατακόρυφα τα ποσοστά τους στο μακρινό σουτ. Ο Μάντζαρης δεν το έχει καταφέρει ακόμη, αλλά ας μη ξεχνάμε πως πρόκειται για έναν παίκτη που έχει μάθει να παίζει στο πλευρό του Σπανούλη ως παίκτης - στήριγμα και σε καμία περίπτωση ως ρυθμιστής της επίθεσης ή... αιχμή του δόρατος. Σε κοινή πεντάδα με τον V-Span, ο διεθνής guard έχει αποδείξει πως είναι σαφώς πιο αποδοτικός, καθώς πρόκειται για ένα άκρως ταιριαστό δίδυμο. Εκμεταλλεύεται συχνά τα plays (κατά βάση τα ελεύθερα σουτ δηλαδή) που προκύπτουν για εκείνον είτε άμεσα (δημιουργία), είτε έμμεσα (κινήσεις χωρίς μπάλα, προσαρμογή της αντίπαλης άμυνας) από την δραστηριότητα του αρχηγού του Ολυμπιακού.
Κάπου εδώ αξίζει να αναφέρουμε πως, μέσα σε όλα, ο Μάντζαρης έχασε το μεγαλύτερο κομμάτι της προετοιμασίας των Πειραιωτών, αφού βρισκόταν με την Εθνική ομάδα στο EuroBasket. Αυτό μπορεί να μην αποτελεί ένα τρομερό επιχείρημα που να δικαιολογεί μια τέτοια κάμψη ενός ποσοστού. Απ' την άλλη, μπορεί να ληφθεί όμως υπόψιν ως κομμάτι της αναζήτησης των αιτιών, αφού μέσα σε αυτήν την διαδικασία συμπεριλαμβάνεται και μια σειρά pre-season αγώνων οι οποίοι ευνοούν την εύρεση αγωνιστικού ρυθμού, του οποίου στερείται ο Μάντζαρης.
Πως προκύπτει στατιστικά το 25%
Με μια πιο διεξοδική ματιά στον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται τα άστοχα τρίποντα του Βαγγέλη Μάντζαρη στις 10 ευρωπαϊκές συμμετοχές του, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς πως το άσχημο ποσοστό του προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από τρεις κάκιστες ατομικές βραδιές. Στην πρεμιέρα της EuroLeague, στην Κρήτη κόντρα στην Baskonia, ο Έλληνας περιφερειακός είχε 0/4 τρίποντα. Προσθέστε ακόμη και τα 1/7 που σημείωσε στην έδρα της Maccabi. Στην τελευταία - χρονικά - νίκη της ομάδας του επί της Real στο ΣΕΦ, έγραψε και πάλι 0/4. Κάπου εδώ μια σημείωση: Είναι γνωστό πως «οι παραδόσεις είναι για να… σπάνε». Γιατί το λέμε αυτό; Μα φυσικά, επειδή ο Μάντζαρης τις τελευταίες δύο σεζόν είχε χτίσει καλό παρελθόν με αντίπαλο την ισπανική ομάδα, καταγράφοντας 9/14 σουτ (64%) σε 4 αναμετρήσεις.
Επιστρέφοντας όμως στην ουσία, το 1/15, δηλαδή το… 7%, που συνοψίζεται σε αυτά τα 3 παιχνίδια που εστιάσαμε, έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το 41% (7/17) που μετρά στις υπόλοιπες επτά εμφανίσεις του. Άρα λοιπόν, αυτό το 25% της σούμας, ίσως να μην είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κατάστασης του. Γιατί το μελετάμε τότε, θα αναρωτιέστε. Διότι όπως και να 'χει, δεν παύει να αποτελεί ένα δείγμα, το οποίο αποφέρει μοιραία μια πτώση. Δεν έχει κοστίσει μέχρι ώρας στον Ολυμπιακό, αλλά καλό θα ήταν να μη συνεχιστεί. Κι αυτό γιατί, όσες πολύτιμες δουλειές κι αν κάνει ο Μάντζαρης στο παρκέ (με έλεγχο του τέμπο, κατέβασμα της μπάλας, αμυντική ικανότητα), καθοδηγούμενος από την υψηλή μπασκετική του αντίληψη, βασίζει το μεγαλύτερο κομμάτι της επιθετικής του δραστηριότητας στο τρίποντο. Κάπου - κάπου επιχειρεί διεισδύσεις, πηγαίνει στις βολές, θα εκτελέσει κι από τα 5-6 μέτρα, αλλά ως επί το πλείστον όλη η δουλειά γίνεται πίσω από το τόξο κι η αλήθεια είναι πως χωρίς αυτά τα σουτ οι μέσοι όροι του στους πόντους (5.8 τις χρονιές όπου υπήρξε βασικό playmaker της ομάδας) θα κυμαίνονταν όλα αυτά τα χρόνια σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Το θετικό της υπόθεσης, αν υπάρχει κάτι μέσα σε όλο αυτό, είναι πως δεν τίθεται θέμα με το shot selection. Ο Μάντζαρης δεν... παλάβωσε ξαφνικά, παίρνοντας τραβηγμένες προσπάθειες και σουτ υπό κακές προϋποθέσεις. Ούτε η ομάδα σταμάτησε να βγάζει καλές ευκαιρίες στον Μάντζαρη. Η πλειοψηφία των εκτελεσμένων τριπόντων του είναι υπό φυσιολικές συνθήκες και πολλά εξ' αυτών είναι ελεύθερα. Για τα ελεύθερα, δεν πρέπει να ανησυχεί κάποιος, αφού το αν θα τα βάλει ένας παίκτης ή όχι έρχεται να δέσει με τον ρυθμό στον οποίο κάναμε αναφορά παραπάνω. Όταν τον αποκτήσει, θα τα βάζει. Προφανώς όχι όλα, αλλά θα έρχονται συστηματικά, σε σημείο δηλαδή που θα τον καθιστούν ξανά επικίνδυνο για την αντίπαλη άμυνα. Φύσικα υπάρχουν και σουτ - μουντζούρες (από μεγάλες αποστάσεις σε λήξη χρόνου επίθεσης) της στατιστικής, που συμβάλλουν καλώς ή κακώς στην διαμόρφωση του (χαμηλού) ποσοστού, αλλά αυτά αποτελούν εξαιρέσεις.
Η επιστροφή στην κανονικότητα
Είναι σχεδόν βέβαιο πως ο Βαγγέλης Μάντζαρης, αργά ή γρήγορα μέσα στη χρονιά, θα το βρει ξανά το σουτ. Ας μην δουλευόμαστε, προφανώς δε ξέχασε να σουτάρει. Στο κάτω - κάτω, μπορεί η αναποτελεσματικότητα του να οφείλεται καθαρά και μόνο σε κακή φόρμα και αυτό είναι όλο. Πρόκειται άλλωστε για έναν από τους διαχρονικά πιο αξιόπιστους παίκτες των ερυθρολεύκων, με ποσοστό καριέρας που αγγίζει το 38% (1.1/2.9) στην EuroLeague σε 7 σεζόν. Κι αν αυτό δε σας λέει κάτι, ας σταθούμε αποκλειστικά και μόνο στο τι κάνει στα ματς που… παίζονται όλα, δηλαδή την άνοιξη. Σε τέσσερις σειρές playoff και τρία Final Four (δεν είχε αγωνιστεί στο Λονδίνο λόγω τραυματισμού) ο έμπειρος άσσος καταγράφει 44% (30/68). Αυτό δε σημαίνει σώνει και καλά πως είναι ο πιο clutch παίκτης του Ολυμπιακού ή πως πρέπει να παίρνει το τελευταίο καθοριστικό σουτ, όμως σε κάθε περίπτωση δείχνει μια αξιομνειμόνευτη συνέπεια, ιδίως στα μεγάλα παιχνίδια. Με ποιον τρόπο όμως θα επαναφέρει σύντομα στην κανονικότητα το ποσοστό του;
Μα φυσικά, μέσω σταθερής σειράς αγώνων. Ο Μάντζαρης εσχάτως πήρε κάποιες days off, για να αφήσει πίσω του την καταπόνηση. Έλειψε από κάποια παιχνίδια, όμως είναι και πάλι πίσω και θα είναι σε θέση να παίζει σε όλα τα ματς της ομάδας του. Το μια μέσα (Ευρώπη) – μια έξω (Ελλάδα) που ήταν σα να πατάς διαρκώς το κουμπί start/stop στον κινητήρα ενός αυτοκινήτου, θα πάψει να υφίσταται, κάτι που αναμένεται να τον βάλει σε… σειρά. Επίσης, σε τέτοιες περιπτώσεις, ισχύει και ταιριάζει γάντι ένα συνηθισμένο μπασκετικό κλισέ: χρειάζεται μια καλή εμφάνιση για να… ξεμπουκώσει. Δεν εννοούμε να γίνει ξαφνικά Ray Allen στο προσεχές παιχνίδι με την Bamberg και να τα στάζει από παντού ή να επαναλάβει μια εμφάνιση αντίστοιχη με την προπέρσινη του κόντρα στην Real, όπου είχε 6/6 τρίποντα. Κι ένα 3/4, 4/6 που λέει ο λόγος, αρκεί για να του δώσει ξανά την απαιτούμενη ψυχολογία κι ώθηση. Ο Μάντζαρης δεν είναι παίκτης που γράφει συχνά «διψήφια» νούμερα στην επίθεση (τα δύο τελευταία χρόνια το έκανε 14 φορές σε 61 συμμετοχές), δεν είναι δουλειά του κιόλας, αλλά ίσως ένα τέτοιο είναι αναγκαίο στην παρούσα φάση για να επανέλθει στα κλασικά του στάνταρ. Τρέφεται γενικότερα από το μακρινό σουτ (πέρσι εκτελούσε 3.5 περισσότερα τρίποντα από ότι δίποντα ανά 24 λεπτά συμμετοχής) και η απόδοση του μπορεί να επηρεαστεί θετικά από την ευστοχία του.
Εάν υπάρχει, τέλος, ένας κίνδυνος στον ορίζοντα, αυτός έχει να κάνει με πιθανή διστακτικότητα. Είναι συχνό φαινόμενο ένας παίκτης που δε σουτάρει καλά, να... φοβηθεί το σουτ, επηρεάζομενος από την αναποτελεσματικότητα του σε προηγούμενες προσπάθειες. Ακόμη κι αν το έχει μπροστά του, ελεύθερο, βούτυρο στο ψωμί του που λέμε, να προτιμήσει μια πάσα δίπλα ή ένα drive για να δει το καλάθι. Είναι κάτι που συμβαίνει στο μπάσκετ συχνά - πυκνά, η αλήθεια είναι, αλλά συνηθίζεται κυρίως σε παίκτες άπειρους και σε μικρές ηλικίες. Ο Μάντζαρης είναι παίκτης που το μυαλό του δε χαλά εύκολα από τέτοιους παράγοντες, επομένως θεωρούμε πως αυτό το ενδεχόμενο, αν και θεωρητικά υφίσταται, δε συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες και δύσκολα θα τον δούμε να σταματήσει να σουτάρει. Για να ξορκίσει, άλλωστε, τη φετινή κακοδαιμονία, αυτό που πρέπει να κάνει είναι απλά να... σουτάρει!