Η λογική είναι η εξής. Πρώτον, ένα γρήγορο άστοχο τρίποντο συνήθως δεν αφήνει περιθώρια για ανάκτηση της κατοχής. Το ριμπάουντ μάλλον θα καταλήξει στην άμυνα. Δεύτερον, όσο να ναι αποτελεί ένα δύσκολο σουτ. Οι παίκτες εκτελούν τέτοιες προσπάθειες επάνω στην κίνηση, πράγμα που σημαίνει πως τα πόδια δεν είναι στη σωστή θέση, και συνεπώς η στάση του σώματος και η μηχανική της απελευθέρωσης απέχουν πολύ από τις οδηγίες του manual. Kαι τέλος τρίτον, μάλλον υπάρχουν καλύτερες επιλογές, οι οποίες πάνω στη φούρια για σκορ αγνοούνται.
Οι ομάδες του ΝΒΑ δεν δείχνουν να συμμερίζονται αυτά τα επιχειρήματα. Καθώς τα τρίποντα αυξάνονται συνολικά, μαζί τους αυξάνονται και αυτά που επιχειρούνται στον αιφνιδιασμό. Δεδομένα ακριβή για τον εντοπισμό των προσπαθειών είναι δύσκολο να βρεθούν, καθώς τα επιμέρους στατιστικά για καταστάσεις transition είναι σχετικά περιορισμένα. Παρόλα αυτά, ένα άρθρο του Hardwood Paroxysm που έπεσε στην αντίληψη μου αποδεικνύει του λόγου το αληθές, αποφεύγοντας σωστά να βγάλει ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με την σχέση του γρήγορου τριπόντου και της επιτυχίας. Όπως βλέπετε στον παρακάτω πίνακα που αφορά την πενταετία ’09-‘14, οι ομάδες επιχειρούν όλο και συχνότερα να εκτελέσουν πίσω από τη γραμμή, και σιγά σιγά τα ποσοστά τους διαχρονικά ανεβαίνουν (κάτι που δύσκολα θα άλλαξε πέρυσι με αυτούς τους Ουόριορς).
Πού οφείλεται αυτό και αξίζει άραγε τον κόπο;
Αρχίζοντας από τα βασικά (και σημαντικότερα) , να πούμε πως το είδος αυτού του σουτ πάντα περιείχε και περιέχει έναν πειρασμό. Τις περισσότερες φορές – και αν ο παίκτης δεν είναι όντως θεοπάλαβος – είναι αμαρκάριστο. Η άμυνα δεν έχει προλάβει να οργανωθεί . Επίσης, αποτελεί μια ευκαιρία να κόψει κανείς τα πόδια της άλλης ομάδας, η οποία πριν ελάχιστα δευτερόλεπτα αστόχησε ή εκανε λάθος, και τώρα δέχεται τρεις πόντους αντί για δύο. Και τέλος, είναι κάτι που οι αντίπαλοι προπονητές είναι συχνά διατεθειμένοι να δώσουν. Σε ο,τι αφορά την άμυνα στο transition , λίγο εώς πολύ οι οδηγίες θέτουν ως προτεραιότητα την κάλυψη της ρακέτας για την αποφυγή του λέι απ, και αξιολογούν το close out στην περίμετρο ως κίνηση που έπεται. Πολλοί γκαρντ ή φόργουορντ θα ντουμπλάρουν αρχικά κοντά στο καλάθι αφήνοντας έναν σουτέρ ελεύθερο.
Αυτά από μόνα τους όμως δεν θα αρκούσαν, αν δεν υπήρχε και μία γενικότερη στροφή στο άθλημα. Το τρίποντο έγινε συνήθεια όχι από μόνο του, αλλά διότι οι επιθέσεις αναγκάζονται να απλώνονται όλο και περισσότερο σε πλάτος για να αποφύγουν τους αθλητικούς ψηλούς, που παραμονεύουν στην καρδιά της ρακέτας και στις περιστροφές. Οι όροι spread offense ή pace and space είναι στα χείλη και τα πληκτρολόγια όσων ασχολούνται με το μπάσκετ από οποιοδήποτε πόστο. Καθόλου τυχαία, οι αρχές της σετ επίθεσης έχουν μεταφερθεί και στο γρήγορο transition, καθώς όπως σωστά παρατηρεί και το άρθρο της παραπομπής, οι γκαρντ έχουν γίνει ταχύτατοι και με αθλητικά προσόντα αντίστοιχα άλλων θέσεων.
Τέλος, και αυτό αξίζει επίσης να τονιστεί, οι mobile ψηλοί δεν έχουν επηρεάσει το παιχνίδι μόνο σε ο,τι αφορά τις προκλήσεις που η άμυνα τους παρουσιάζει στην αντίπαλη επίθεση, αλλά και σε ό,τι έχει να κάνει με την επίθεση της ομάδας τους αυτή καθ’αυτή. Καθώς συχνά βγαίνουν σε αλλαγές, είναι και οι πρώτοι που θα τρέξουν στον αιφνιδιασμό. Αυτό ήταν μια αρχή που πάντα ίσχυε (δεν λένε όλοι ότι είναι ωραίο να τρέχει κανείς με τους ψηλούς;), αλλά πλέον ισχύει περισσότερο, καθώς οι σέντερ τρέχουν ακόμη πιο γρήγορα. Αφήστε που κάποιοι από αυτούς (π.χ. Ντρέιμοντ Γκριν, Χάινς στα δικά μας ) μπορούν να μεταφέρουν τη μπάλα με τρίπλα.
Σε συνέπεια και με όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, οι ομάδες δεν σκέφτονται και τόσο πολύ αν τους παρουσιαστεί η ευκαιρία, ειδικά αν έχουν την κατάλληλη στελέχωση. Σίγουρα το παράδειγμα των Ουόριορς είναι το πρώτο που έρχεται στο μυαλό, αλλά πέραν αυτού υπάρχουν κι άλλα σύνολα που έχουν εισάγει το τρίποντο στα transition plays τους. Δεν χρειάζεται να πάει κανείς πίσω στους πρωτοπόρους Σανς του Ντ’αντόνι. Διαβάστε τι δήλωνε ο Κάιλ Κόρβερ δυο χρόνια πριν, όταν η Ατλάντα ήταν πολύ ψηλά και ο ίδιος έκανε μία σεζόν με ποσοστά-ρεκόρ. "Οι προπονητές για τους έχω παίξει πάντα πίστευαν ότι αυτό είναι ένα καλό σουτ, και πάντα προσπαθούσα να το βρω στο transition. Aσκεί μεγάλη πίεση στην άμυνα, επειδή αυτή πρέπει να σκεφτεί και όποιον πηγαίνει με τη μπάλα στο καλάθι, και το τρίποντο. Είναι πολύ δύσκολο για εκείνη εάν μπορείς να βγεις στο παρκέ και τρέχοντας να καλύπτεις όλα αυτά."
O Κόρβερ φυσικά είναι ένας σουτέρ-τέρας, και ανάλογοι παίκτες δεν υπάρχουν παντού. Το αποτέλεσμα είναι να παίρνουν τέτοια σουτ και χειρότεροι σουτέρ, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως οι προπονητές δεν ενθαρρύνουν το γρήγορο τρίποντο, ειδικά αν ξέρουν πως απέναντι τους θα παραταχθεί μία πολύ καλή άμυνα. Το αποτέλεσμα δεν τους δικαιώνει ακριβώς, αλλά ούτε και τους αποθαρρύνει.
Όπως θα είδατε στον παραπάνω πίνακα, τα τρίποντα στον αιφνιδιασμό είναι κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες πιθανότερο να καταλήξουν στο καλάθι από εκείνα της σετ επίθεσης. Δεν είναι μεγάλη διαφορά βάσει συνθηκών, παρόλα αυτά είναι έστω μία μικρή αναβάθμιση. Αν αυτή μάλιστα συνδυαστεί και τα όσα αναφέρθηκαν περί τακτικής, μας οδηγεί στο εξής συμπέρασμα: αξίζει δεν αξίζει τον κόπο, το τρίποντο στον αιφνιδιασμό είναι αναπόφευκτο κομμάτι του παιχνιδιού. Ένα σύνολο που έχει επιδιώξεις να τρέξει, θα το βρει μπροστά του. Συνεπώς, καλό είναι να ενταχθεί σε μία τακτική όσο πιο ομαλά γίνεται.
ΟΣΦΠ - ΠΑΟ
Με όσα είπαμε ως τώρα, ίσως μπορούμε να εξηγήσουμε και τους λόγους – έκτος της άμυνας - για τους οποίους Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός δεν κατάφεραν πέρυσι να επιτύχουν στον τομέα σε σχέση με άλλους αντιπάλους τους, όπως οι δύο τελευταίες πρωταθλήτριες Ρεάλ και ΤΣΣΚΑ. Η πρώτη σούταρε ασταμάτητα στο transition επειδή είχε δύο πόιντ γκαρντ που δεν το σκέφτονταν και τρεις ακόμη παίκτες (Ρούντι, Ρίβερς, Κάρολ) που «είχαν» το τρίποντο. Η δεύτερη έδινε το ελεύθερο στους Ντε Κολό και Τεόντοσιτς να παίρνουν άμεσα τις ευκαιρίες που τους αναλογούσαν, και συνόδευε την παρουσία τους με τον ταχύτατο Χάινς και τους εξαιρετικούς πλάγιους σουτέρ Νίκολς, Φριτζόν, Βοροντσέβιτς και Χίγκινς. Φυσικά, η άμυνα έπαιξε το ρόλο της (ειδικά στη Ρεάλ με την εισαγωγή του Σλότερ στο rotation), αλλά οι στελεχώσεις των πεντάδων ευνοούσαν σαφώς μία πλήρη προσέγγιση του γρήγορου μπάσκετ.
Στους δικούς μας δεν ήταν έτσι. Οι ψηλοί του Ολυμπιακού έτρεχαν, αλλά μετά τον τραυματισμό του Λοτζέσκι δεν υπήρχε άλλος που να τελειώσει έναν αιφνιδιασμό από την περιφέρεια. Η «ορθολογική» εκδήλωση του επιθετικού transition υπήρχε, χωρίς να συμπληρώνεται από τον απαραίτητο – και όπως είδαμε πλέον αναπόφευκτο – ανορθολογισμό. Η άμυνα των ερυθρόλευκων δεν λειτουργούσε πάντα καλά μεν, η επίθεση όμως δεν μπορούσε να πάρει όσες ευκαιρίες τις έδιναν οι κερδισμένες κατοχές δε. Φέτος, εκτός από τον Λοτζέσκι υπάρχει ο Γκριν, ενώ η δεύτερη χρονιά του Παπαπέτρου ως σταθερό stretch four ενδέχεται να δώσει κάτι επιπλέον. Αν μη τι άλλο, το να μπει εξ αρχής χαλινάρι στον νέο Αμερικάνο δεν μοιάζει και τόσο λογικό.
Αντίστοιχα, στον ΠΑΟ η προσθήκη των Ρίβερς και Νίκολς δίνει επιπλέον όπλα στον τομέα. Πέρυσι αυτοί οι παίκτες δεν υπήρχαν, και μεγάλο χρόνο στη θέση 3 έπαιρνε ο Ουίλιαμς, σε σχήματα που επί Τζόρτζεβιτς συνδύαζαν μαζί του τον Καλάθη και τον Γκιστ. Αυτός ήταν ένας αληθινός εφιάλτης του spacing , και ας μπορούσαν όλοι να πάνε γρήγορα στο καλάθι. Η εικόνα δεν βελτιώθηκε πολύ με την είσοδο του –διστακτικού ακόμη – Χαραλαμπόπουλου. Φέτος, εκτός από τους προαναφερθέντες υπάρχει ακόμη ο Σίγκλετον, ο οποίος συνδυάζει ταχύτητα και σουτ , και φυσικά ο Τζέιμς, ένας παίκτης με πολύ πιο επικίνδυνο pull up jumper από τον Καλάθη. Το τριφύλλι θα έχει ταχύτητα από δύο σέντερ, από δύο γκαρντ, και επιπλέον από δύο έξτρα πλάγιους σουτέρ. Αν η άμυνα του ανταποκριθεί στις προσδοκίες του προπονητή, τότε η εκδήλωση αιφνιδιασμών μπορεί να αποτελέσει υπερόπλο.
Και για τους δύο, τα πράγματα στον τομέα του της γρήγορης επίθεσης φαντάζουν καλύτερα. Αρκεί μαζί να αναγνωρίσουν πως τα τρίποντα στον αιφνιδιασμό είναι πλέον (για καλό ή για κακό) αναπόσπαστο κομμάτι του παιχνιδιού.