Και αφού ολοκληρώσαμε αυτό το σύντομο μάθημα ισλανδικής κουλτούρας πάμε και στην ουσία. Από σήμερα, και θέλουμε να πιστεύουμε μέχρι το τέλος της σεζόν, θα σας παρουσιάζουμε σε τακτά χρονικά διαστήματα ορισμένα από τα νέα πρόσωπα των ομάδων της Ευρωλίγκα (και όχι μόνο), που δεν έχουν λάβει μεγάλη δημοσιότητα. Ένα είδος «τουνοασμπέτα» δηλαδή, για παίκτες που πιστεύουμε ότι θα μας απασχολήσουν ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια, κάνοντας το παραπάνω βήμα για το υψηλότερο επίπεδο. Και όπως ήδη θα καταλάβατε πρώτος μας «καλεσμένος» είναι ο Μάρτιν, ο γιος του Χέρμαν...
Προσπερνάμε όσα ίσως μπορείτε να βρείτε με μερικά κλικ στη Wikipedia και πάμε παρακάτω, σε ένα παιδί που έρχεται από μία χώρα όπου «δεύτερη ευκαιρία» δεν υπάρχει για την καριέρα των αθλητών, οι περισσότεροι εκ των οποίων αρχικά αποκαλούνται (όχι μόνο εδώ, αλλά και αλλού) "ψαράδες". Η Ισλανδία δεν έχει φυσικά ιδέα τι είναι η Ευρωλίγκα, αφού δεν προβάλλονται οι αγώνες της τηλεοπτικά, και είναι στο χέρι του καθενός να ψαχτεί, να αφήσει την ήρεμη ζωή δίπλα στα γκέιζερ και να κυνηγήσει ένα τόσο διαφορετικό όνειρο. Ο Μάρτιν Χέρμανσον είναι από αυτούς που κατά πως φαίνεται είχε την πνευματική ικανότητα και δύναμη για να το κάνει πραγματικότητα και αυτό γιατί ποτέ δεν έκανε ούτε εκατοστό παραπάνω από το λεγόμενο «ένα βήμα τη φορά».
Η σχέση του με το μπάσκετ προέκυψε λόγω της ενασχόλησης του πατέρα του, αν και ο ίδιος όντας κοντούλης, γρήγορος και αδύνατος, ήθελε να γίνει εξτρέμ στο ποδόσφαιρο. Για καλή του τύχη ο πατήρ Χέρμαν τον έσπρωξε στην πορτοκαλί μπάλα και έπεισε τη μόνιμη πρωταθλήτρια της χώρας KR (προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων Knattspyrnufélag Reykjavíkur που σημαίνει... Ποδοσφαιρο -στο- Ρέικιαβικ) να τον εντάξει στο δυναμικό της σε ηλικία 15 ετών. Του μικρού το έλεγε η καρδιά του.
Τσαμπουκάς, μαχητής, ασυμβίβαστος με την αποτυχία, δύο χρόνια αργότερα (το 2011) στέφεται πρωταθλητής ως μέλος της πρώτης ομάδας. Ακόμη τρία χρόνια μετά, τη σεζόν 2013-14, σαρώνει τις προσωπικές διακρίσεις. Παίκτης της χρονιάς, πρώτος σκόρερ, καλύτερος γκαρντ και φυσικά πρωταθλητής. Ναι, αλλά στην KR, δηλαδή δεν τον ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας...
Κατόπι, πήρε την απόφαση να πάει σε ένα μικρό αμερικανικό κολέγιο δεύτερης κατηγορίας ονόματι LIU στο Μπρούκλιν. Γιατί εκεί; Η απάντηση πολύ απλή, απάντηση που έμελλε να την ακολουθεί και στη συνέχεια της καριέρας του. «Για να παίζει πολύ». Γιατί ήθελε να παίζει. Εκεί λοιπόν από την πρώτη χρονιά χτύπησε 30αρια σε χρόνο συμμετοχής, με 10 πόντους μέσο όρο και το καλοκαίρι του ’15 πήρε το βάπτισμα του πυρός σε μεγάλη διεθνή διοργάνωση με την Εθνική της χώρας του (έστω και ως δευτερότριτη επιλογή πίσω από τις παλιοσειρές Βίλιαμσον, Πάλσον και σία). Την επόμενη σεζόν, με την αυτοπεποίθηση στα ύψη, εκτοξευσε τα νούμερά του στους 16 πόντους μέσο όρο. Ήταν πια 22 προς 23 και ένιωθε ότι είναι έτοιμος να γίνει επαγγελματίας.
Είπαμε όμως. Ένα μικρό βήμα τη φορά. Ούτε χιλιοστό παραπάνω. Κάπως έτσι αποφάσισε να ξεκινήσει από (πολύ) χαμηλά. Μια ομάδα ονόματι Charleville-Mézières, ένα μικρό χωριουδάκι στα βόρεια σύνορα της Γαλλίας με το Βέλγιο. Για καλή του τύχη εκείνη τη σεζόν (2016-17) η γαλλική λίγκα άλλαξε τον κανονισμό των ξένων και 20 χρόνια μετά την ιστορία «Μποσμάν» εισηγαγε σε Ligue 1 και Ligue 2 τους λεγόμενους «κοινοτικούς» (να κάτι ακόμη που δεν γνωρίζατε, έτσι δεν είναι;). Μέχρι τότε όλες οι εθνικότητες, Αμερικανοί, Ασιάτες, Ευρωπαίοι, ήταν για τις γαλλικές λίγκες απλά «ξένοι» και όλοι ανήκαν στην ίδια κατηγορία. Τότε όμως, ειδικά στη Ligue 2, μπήκε σε ισχύ ο κανονισμός του «κοινοτικού» και κάθε ομάδα είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί δυο κοινοτικούς και δυο μη κοινοτικούς. Ένας από τους κοινοτικούς λοιπόν ήταν και ο Μάρτιν...
Όταν πρωτοσυναντήθηκε με τον μετέπειτα μέντορά του Cedric Heitz, ο τελευταίος έβαλε τα... γέλια. «Ποιος είναι αυτός ο ψαράς που μου φόρτωσαν» θα σκέφτηκε, αλλά του πήρε μόλις τρεις αγωνιστικές για να καταλάβει ότι ο ψαράς ήταν ο ίδιος και είχε πιάσει λαβράκι που κόστιζε μόλις 25.000 ευρώ για όλη τη σεζόν! Ο Χέρμανσον παρότι απουσίαζε από όλη την προετοιμασία λόγω της συμμετοχής του στα προκριματικά του Ευρωμπάσκετ του ’17 με την Εθνική Ισλανδίας, άρπαξε την ευκαιρία από τα μαλλιά σε σημείο που μετά την 3η αγωνιστική ο Heitz του είπε. «Παύω να σου δίνω οδηγίες για το τι θα κάνεις στο παρκέ. Έχεις την απόλυτη ελευθερία να αποφασίζεις».
Η εμπιστοσύνη του προπονητή σε συνδυασμό με την αυτοπεποίθηση του ίδιου του Χέρμανσον έφεραν την έκρηξη. Ο Ισλανδός αν και ρούκι ως επαγγελματίας, έστω στην Α2 της Γαλλίας, ήταν υποψήφιος για παίκτης της χρονιάς και κατάφερε να κάνει ουκ ολίγους προπονητές από την Ευρώπη να ενδιαφερθούν για εκείνον. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ηλίας Παπαθεοδώρου, που μόλις είχε αναλάβει τον ΠΑΟΚ και μαζί οι ισπανικές Τενερίφη, Μούρθια, Βαλένθια, ακόμη και η Μπαρτσελόνα που τον ήθελε ως δανεικό. Όμως αυτός αποφάσισε, ορθώς όπως αποδείχθηκε, να ακολουθήσει τον προπονητή του στη Charleville, στη νέα του ομάδα τη Chalons-Rems, αφού θα είχε εγγυημένο χρόνο συμμετοχής από έναν άνθρωπο που τον γνώριζε από την καλή και την ανάποδη. Στο τέλος εκείνης της σεζόν (2016-17) τον ζητά η Αβελίνο για τα πλέι-οφ στην Ιταλία, αλλά ο Χέρμανσον έχει άλλες προτεραιότητες και ως γνήσιος wannabe οικογενειάρχης βρίσκεται συνεχώς στο πλευρό της high school lover του Άννα που θα έφερνε τον γιο τους στη ζωή.
Το καλοκαίρι του 2018 πια έχει ήδη χτίσει το όνομά του και είναι έτοιμος για το επόμενο βήμα όπως τον προέτρεπε και ο Heitz. Η τουρκική Νταρουσάφακα με τον τότε προπονητή της Αχμέτ Τσακί να του προσφέρει γη και ύδωρ και τα κλειδιά της ομάδας στην Ευρωλίγκα τον θέλει σαν τρελή. Η Βιλερμπάν με προσωπική μάλιστα παρέμβαση του προέδρου της Τόνι Πάρκερ του στρώνει επίσης χαλί. Όμως για έναν Βόρειο στη νοοτροπία σαν τον Χέρμανσον, έπαιζαν ρόλο άλλα πράγματα, με βασικότερο ότι ήθελε να κάνει το αμέσως επόμενο βήμα σε ένα άλλο περιβάλλον, πιο κοντινό στη δική του ιδιοσυγκρασία. Η γερμανική Άλμπα Βερολίνου που τον παρακολουθούσε στενά από τότε που έπαιζε στη δεύτερη κατηγορία της Γαλλίας έκανε τότε την κίνηση-ματ. Τον προσκαλεσε να δει τους τελικούς της Bundensliga, ενώ ο προπονητής του στη Σαλόν μόλις άκουσε για την προοπτική της συνεργασίας με τον μέγα δάσκαλο Αϊτο Γκαρσία Ρενέσες, του πρότεινε να πει αμέσως το «ναι», όπως κι έγινε.
Στην πρώτη του σεζόν με τα «Αλμπατρος» του Βερολίνου έφτασε σε τρεις τελικούς. Γερμανικής λίγκας, Κυπέλλου αλλά και του EuroCup με τον Ισλανδό... ψαρά να βγάζει μάτια δίπλα στον Πέιτον Σίβα, είτε ως καθαρός σούτινγκ γκαρντ (χάρη στο πολύ καλο mid-range σουτ που διαθέτει) είτε ως πλέι-μέικερ όπως έπαιζε στη δευτερη σεζόν στο κολέγιο και στη Γαλλία. Είναι ένας παίκτης που ανταποκρίνεται άμεσα και γρήγορα στην πληροφορία και γουστάρει να αναλαμβάνει όλες τις προκλήσεις και ειδικά αυτές που θεωρούνται πιο δύσκολες, ακατόρθωτες.
Κάπως έτσι λοιπόν εμφανίστηκε και φέτος από το... πουθενά στην Ευρωλίγκα, χωρίς να γνωρίζει ουσιαστικά όχι τι σημαίνει η συγκεκριμένη διοργάνωση, αλλά ούτε καν ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές της. Για να καταλάβετε, στην συνάντηση των εκπροσώπων των ομάδων για τον νεοσύστατο σύνδεσμο παικτών, δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο πρόεδρος του συνδέσμου, Μπόστιαν Νάχμπαρ. Άκουγε το όνομά του για πρώτη φορά στη ζωή του. Ομοίως μόλις πρόσφατα έμαθε ποιος είναι ο Σέρχιο Γιουλ. Ευτυχώς, για τον Σπανούλη π.χ. του είχαν μιλήσει μια φορά όταν έπαιζε στη Γαλλία. Κάπου τον είχε ακουστά...
Αυτό είναι ίσως και το μυστικό της επιτυχίας για τον Ισλανδό γκαρντ. Από τη μια η τεράστια αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις ικανότητές του και από την άλλη ότι έχει απομυθοποιήσει τους αντιπάλους του πριν τους αντιμετωπίσει, επειδή δεν τους γνωρίζει καν! Καμία έκπληξη, αφού δεν έχει ούτε καν προσωπικούς λογαριασμούς στα social media για να... χάνει τον χρόνο του. Μπαίνει στο παρκέ, κάνει το παιχνίδι του, δεν λογαριάζει από ονόματα και φήμη αυτού που αντιμετωπίζει και στο τέλος κάνει ταμείο. Όπου τον βρουν... μπόσικο, όπως έγινε με το Μιλάνο, του αλλάζουν τα φώτα κάτι τύποι σαν τον Τσάτσο Ροντρίγκεζ. Όμως είπαμε. Μαθαίνει και μαθαίνει γρήγορα. Δύο μέρες μετά τα έβαλε με κοτζάμ Ρεάλ. Και τέσσερις μέρες αργότερα έβαλε 22 πόντους στο ματς πρωταθλήματος με την Ουλμ.
Επόμενο βήμα; Μην περιμένετε να είναι άλμα για το υψηλότερο επίπεδο. Τον Χέρμανσον σε όλη την έως τώρα μικρή καριέρα του τον καθόρισαν οι επιλογές του που ήταν πάντα μετρημένες. Ένα βήμα τη φορά. Σάρας ακούει;...