Η εθνική αποκλείστηκε από το Ευρωμπάσκετ, χάνοντας από μία καλύτερη ομάδα. Εμεινε μια αίσθηση ότι οι Ρώσοι δεν ήταν ανώτεροι, αλλά είναι ψευδής. Αν δεν ήταν, δεν θα κέρδιζαν. Το να έχει κανείς περισσότερα όπλα έτοιμα, και να τα βγάζει στο παρκέ, είναι και αυτό ένας σημαντικός δείκτης, κι ας μην τρομάζει συνολικά το ρόστερ ή το μπάσκετ που ξεδιπλώνεται στο παρκέ. Είναι καλή η ομάδα του Μπαζάρεβιτς και δίκαια είναι στην τετράδα, καθώς δούλεψε επάνω στις αξίες κορυφαίων ρωσικών συλλόγων, οι οποίοι εν πολλοίς φέρουν τη σφραγίδα και Ελλήνων προπονητών. Μαζί της στην τετράδα οι αναμενόμενες Σερβία και Ισπανία, όπως και η Σλοβενία των δύο σούπερ γκαρντ, η οποία επιβίωσε της punch-to-punch μονομαχίας με τους Λετονούς. Ηταν ένα από τα πιο όμορφα παιχνίδια της πρόσφατης ιστορίας των Ευρωμπάσκετ, και όχι μόνο. Πάμε στο μαντρί να δούμε τι έχει μέσα.
Η εθνική έχει επιτέλους προπονητή, με την ομοσπονδία να πηγαίνει τελικά στην επιλογή του Κώστα Μίσσα, ενός ανθρώπου με μεγάλη ιστορία στους πάγκους, είτε συλλόγων, είτε κλιμακίων και εθνικών ομάδων. Ο Μίσσας δεν είναι τυχαίος, είναι ένας σοβαρότατος άνθρωπος, ο οποίος μάλιστα έχει ήδη συνεργαστεί με διάφορους από τους παίκτες που θα απαρτίζουν την τελική δωδεκάδα. Το μπάσκετ που εκπροσωπεί δεν είναι ακριβώς αυτό που πρέσβευε ο προκάτοχος του, από την άλλη όμως κάθε προπονητική δουλειά είναι διαφορετική και εξαρτάται από τα διαθέσιμα υλικά.
(Η Αλίκη είναι φίλη του ιστότοπου Basketball Guru, καθώς και αναγνώστρια των κειμένων του)
Καθώς άκουγα προσεκτικά, στο σχετικό event του ΟΑΚΑ, τους ειλικρινείς προβληματισμούς της εφηβικής μου φίλης σχετικά με τον επόμενο πιθανό προορισμό της καριέρας του Θανάση Αντετοκούνμπο και καθώς η ζέστη είναι πλέον σχεδόν απαγορευτική για οτιδήποτε άλλο, άρχισε το μυαλό μου να ταξιδεύει σε εξωτικούς προορισμούς, σε Ανδόρρες, Κανάριες Νήσους κλπ. Τι να είναι άραγε αυτό που καθορίζει τις μετακινήσεις των παικτών και των προπονητών από ομάδα σε ομάδα και από προορισμό σε προορισμό; Μην είναι οι ανάγκες τους; (των ομάδων, όχι μόνο των παικτών, γιατί όσο και να θέλει ο παίκτης, εάν δεν θέλει η ίδια η ομάδα, χλωμό το βλέπω το ειδύλλιο). Μήπως είναι (ή θα έπρεπε να είναι) μόνο αυτές; Κι εάν ναι, ποιος τις καθορίζει; Και ποιος καθορίζει τις δικές μας τις ανάγκες στο κάτω κάτω της γραφής; Στο σημείο αυτό, δεν μπόρεσα παρά να προβληματιστώ επάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και παράλληλα επάνω στις σχέσεις ομάδας και προπονητή. Γιατί το μπάσκετ, φίλοι μου, είναι σαν τη ζωή.