Από τη στιγμή που αποφάσισα πως η παραπάνω φράση θα αποτελέσει τον τίτλο αυτού του κειμένου, το συγκεκριμένο τραγούδι δεν λέει να δραπετεύσει απ’ το μυαλό μου. Υπάρχουν και χειρότερα βέβαια. Θα μπορούσε να ‘ναι το «είμαστε πια πρωταθλητές». Δεν θα διαφωνήσω, όμως η αντιπάθεια προς τον συγκεκριμένο τραγουδοποιό παραμένει. Οπότε show some sympathy guys, δεν λέει να φύγει.
Δεν τα πάω καλά με τα βιωματικά κείμενα. Όχι για κάποιο άλλο λόγο αλλά γιατί περιγράφουν προσωπικές εμπειρίες και η αλήθεια είναι ότι δε γνωριζόμαστε και τόσο καλά για να σας αφορούν. Είναι κάτι όμως με αυτή τη μέρα που όλοι εμείς οι άνω των 35 θα την έχουμε ως σημείο αναφοράς για τη σχέση μας με το άθλημα αυτό. Λίγα χρόνια μετά το έπαθε πολύς κόσμος και με το Euro. Όλοι θυμόμασταν πού ήμασταν, με ποιον βλέπαμε τους αγώνες, ακόμη και τι τρώγαμε. Έτσι και με την 14η Ιουνίου 1987. Έτσι αλλά και λίγο διαφορετικά. Διαφορετικά γιατί το μπάσκετ ήταν μέχρι τότε ένα άθλημα που δεν μας πολυαφορούσε. Θυμάμαι να με έχει πάει ο πατέρας μου να δω κάποια παιχνίδια της αγαπημένης μας ομάδας και να μου λέει «Να αυτός είναι ο Βίδας». Ούτε που θυμάμαι πως είναι στην όψη ο Βίδας.
Όταν είναι κανείς οκτώ χρονών βλέπει τα πράγματα διαφορετικά, υπό την έννοια πως κάθε στιγμή μπορεί να είναι ένα μνημείο, ή (με την φιλοσοφική προσέγγιση) ένα αληθινό "γεγονός" , κάτι δηλαδή που δεν έχει προηγούμενο , και που δεν μπορεί να ερμηνευτεί από το υπάρχον γνωστικό πεδίο. Στις 4 Ιουνίου του 1987, ο Ζάρκο Πάσπαλι έβαλε 24 πόντους, ο Νίκος Γκάλης 44, και η Ελλάδα κέρδισε στο μπάσκετ τη Γιουγκοσλαβία με 84 - 78 για το ευρωπαικό πρωτάθλημα. Αυτοί που ήταν τότε τριγύρω μου είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό. Η νίκη αυτή ήταν ένα πρωτοφανές γεγονός και για εκείνους, παρότι ήταν πολλά χρόνια μεγαλύτεροι. Απέναντι από την εθνική βρισκόταν ο καλύτερος παίκτης του ευρωπαικού μπάσκετ (Ντράζεν), και είχε δίπλα του μερικές ακόμη μυθικές μορφές, άσχετα αν γυρνώντας σήμερα πίσω παρατηρεί κανείς πως ο Γκρμπόβιτς ήταν για την εποχή σαφώς μεγαλύτερο μέγεθος από τον Ράτζα ή τον Κούκοτς. Οι δυο τους ήταν απλώς μειράκια, αλλά τα αδέρφια Πέτροβιτς, ο Ζάρκο, ο Ντίβατς και ο Βράνκοβιτς έφταναν και παραέφταναν για να αναδείξουν το κατόρθωμα της εθνικής περίπου ως κάτι ηρωικό.