Για τον Ντερόζαν έχουμε αφιερώσει κάμποσες αράδες στο Basketball Guru κατά καιρούς, τόσο που μάλλον δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη επανάληψη. Η παιδική του ηλικία έβριθε βίαιων παραστάσεων σε μία γειτονιά γεμάτη φαντάσματα εν ζωή. Το Κόμπτον, ένας "κλασικός" αμερικάνικος τόπος μαρτυρίου και αγνής δημιουργικότητας, έχει βγάλει μέσα από τους καπνούς των όπλων και τις συμπλοκές ένα σωρό εξέχουσες προσωπικότητες του αθλητισμού και της μουσικής. Aπό τον Dr. Dre και τον Κέντρικ Λαμάρ, μέχρι την Σερένα Ουίλιαμς και τους Τζέιμς Χάρντεν, Ντεμάρ Ντερόζαν, όλες οι διασημότητες της διαβόητης κωμόπολης λάμπουν εκτυφλωτικά απλώς για να μας θυμίζουν ότι είναι η εξαίρεση. Για κάθε έναν τους, υπάρχουν πολλοί περισσότεροι που ζουν μες στην εξαθλίωση και κάμποσοι ακόμη που χάνουν την ζωή τους σε συγκρούσεις μεταξύ συμμοριών, που μάχονται για μια θέση περιοπής στον βούρκο.
Ο Ντερόζαν έχει επανειλλημένως προσπαθήσει να στρέψει την κοινή γνώμη προς το μέρος της γενέτειρας του, συμμετέχοντας σε τοπικές δράσεις ενίσχυσης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων , χρηματοδοτώντας προγράμματα για το μπασκετ και γυμναστήρια, και όλα αυτά υπό την σκέπη μιας (κατά μία έννοια) αντισυμβατικής ρητορικής, χωρίς εύκολες αποκυρήξεις των συμπλοκών και σπάταλη χρήση των φυλετικών όρων. Σε κάθε αναφορά του σταρ των Ράπτορς διακρίνει κανείς την αγάπη για την τοπική κοινότητα, στην οποία ο ίδιος έχει αποδώσει το μεγαλύτερο μέρος της διαμόρφωσης του εαυτού του. Eπίσης, o προσεκτικός παρατηρητης διαβλέπει έμφυτη και την παραδοχή του Ντεμάρ πως η βία είναι συστατικό αναπόφευκτο σε περιβάλλον έντονων οικονομικών ανισοτήτων. Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από μια πρόσφατη συνέντευξη του στο undefetated, στην οποία αποκαλύπτεται μία προσωπικότητα άρρηκτα συνδεδεμένη με τις κοινωνικές και ταξικές της εμπειρίες. "Όταν είσαι σε περιβάλλον συμμοριών, δεν το θεωρείς κακό γιατί μεγαλώνεις μέσα σε αυτό. Μαζί του πρέπει να διδάξεις τον εαυτό σου για το πώς θα αλλάξεις. Είναι λίγο από όλα, ξέρετε. Για μένα αυτό σήμαινε να μεγαλώνω στο Κόμπτον, μου έδινε μία ιδέα για το πώς θα γίνω καλύτερος".
H κοινωνική αντίληψη του Ντερόζαν ήταν ίσως και η κινητήριος δύναμη για να μιλήσει ανοιχτά για την δική του συμβίωση με την κατάθλιψη στην Toronto Star, πιθανώς "για να δημιουργήσει επαγρύπνηση", όπως είπαν πολλοί, σχετικά με μία ασθένεια που αποτελεί την δεύτερη αιτία θανάτου για τις ηλικίες 15-29 χρόνων, σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας. Επαγρύπνηση όμως σχετικά με τι; Η συνεισφορά του γκαρντ των Ράπτορς ερμηνεύεται σήμερα ως σημαντική σε ο,τι αφορά την αποκάλυψη και την παραδοχή της ασθένειας από τους ίδιους τους πάσχοντες, όπως και την κατάργηση των ταμπού σχετικά με το θέμα. Kαι σωστα! Πρέπει να μιλήσουν όλοι εξωστρεφώς για την κατάθλιψη, είναι απόλυτη ανάγκη. Όπως όμως συμβαίνει συνήθως με την ερμηνεία (σημαντικών ομολογουμένως) δηλώσεων, έτσι και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν αυτά που μένουν έξω από το κάδρο. Το Κόμπτον τα πετάει ξανά μέσα και αποκαλύπτει μία νόσο με οικονομικό και (κυρίως) ταξικό, πρόσημο.
Όπως διάβασα στην Ναυτεμπορική, μία πρόσφατη έρευνα του Harvard έδειξε πως τόσο η εμφάνιση της κατάθλιψης, όσο και η θεραπεία της, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το επίπεδο του εισοδήματος, τουλάχιστον σε ο,τι αφορά την Αμερική. Σύμφωνα με αυτήν, τα άτομα με χαμηλότερο εισόδημα έχουν σαφώς περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν σε σχέση με εκείνα των μεσαίων ή υψηλών εισοδηματικών στρωμάτων. Σε ο,τι αφορά την χώρα μας , τα περιστατικά κατάθλιψης σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ έχουν αυξηθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια , μέχρι και 80% σε σχέση με το 2009 , όπου τοποθετείται δημοφιλώς η έναρξη της οικονομικής κρίσης. Το συμπέρασμα προκύπτει σχετικά αβίαστα. Η απώλεια (ή η έλλειψη) των οικονομικών πόρων έχει κάποιου είδους σχέση με την πνευματική υγεία, της οποίας τον ακριβή καθορισμό δεν έχω τα γνωστικά όπλα να κάνω. Είναι γεγονός πάντως, πως υπάρχουν και άλλες έρευνες, επίσης (ημί)προσβάσιμες στο διαδίκτυο, που μας στρέφουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Αυτή όμως είναι απλώς η μισή εικόνα. Την άλλη μισή βρίσκει κανείς αν αναφερθεί σε μία παλαιότερη έρευνα (2013) του ίδιου Πανεπιστημίου, την οποία συνοψίζει όμορφα ένα άρθρο του Reuters. Εκείνη αφορούσε ευρήματα σχετικά με τον γυναικείο πληθυσμό της Αμερικής, που δήλωσε ότι έπασχε από κατάθλιψη. Το βασικό της συμπέρασμα ήταν πως η οικονομική κατάσταση των ασθενών δεν σχετιζόταν τόσο με το εισόδημα αυτό καθεαυτό, όσο με το εύρος των οικονομικών ανισοτήτων της κάθε πολιτείας υπό μελέτη. Με (πολύ) απλά λόγια: στα μέρη με το μεγαλύτερο κενό μεταξύ πλούσιων και φτωχών, οι γυναίκες είχαν δύο φορές περισσότερη πιθανότητα να εμφανίσουν κατάθλιψη , σε σχέση με πιο "ισες" πολιτείες. Το αντίστοιχο εύρημα ήταν αδύναμο σε ο,τι αφορά τους άνδρες, για αυτό και οι ερευνητές κατέληξαν πως "η τάση να κρατηθείς κοντά στον προπορευόμενο και να κυνηγήσεις το αμερικάνικο όνειρο, παρά την χαμηλά αμειβόμενη δουλειά, μπορεί να επιφέρει απελπισία και απογοήτευση".
"Keep up with Joneses" , η ακριβή έκφραση στο άρθρο του Reuters. "Κeep up".
Δεν θέλω να πάω παρακάτω, καθώς δεν είμαι γιατρός. Απλώς , ξέρετε, είναι το Κόμπτον. Ο Ντεμάρ Ντερόζαν εδώ και χρόνια προσπαθεί να στρέψει να στρέψει τα βλέμματα στην γεμάτη ανισότητες συνοικία του και ξαφνικά ένα βράδυ μίλησε ανοιχτά για την κατάθλιψη , χωρίς να κάνει εξωστρεφώς την παραμικρή αναφορά σε αυτή. Μίλησε μόνο για τους φίλους του. "Είχα φίλους που νόμιζα ότι ήταν πολύ καλά, και την επόμενη στιγμή έγιναν ναρκομανείς και δεν θυμόντουσαν το χθες. Δεν ήπια ποτέ στην ζωή μου, γιατί μεγάλωσε βλέποντας ανθρώπους να πίνουν , ώστε να απωθήσουν τα προβλήματα". Ετσι συμβαίνει συνήθως, όταν δεν έχεις τα μέσα, η μάλλον όταν δεν προσφέρεται η πρόσβαση σε αυτά.
Το τελευταίο χάπι το πήρα τον Μαϊο του 2010, σε ένα τουριστικό θέρετρο στην Αίγυπτο, το Σαρμ Ελ Σέιχ. Όλος ο τόπος εκεί ήταν περιφραγμένος με συρματόπλεγμα και οι τουρίστες απολάμβαναν μπάνια, καταδύσεις και βόλτες με καμήλες, σαν ευτυχείς φυλακισμένοι. Συνέδριο σου λέει μετά. Από τότε είμαι χωρίς φαρμακευτική βοήθεια. Δεν είμαι περήφανος για αυτή την "απεξάρτηση" (sic), καθόλου μάλιστα. Αν χρειαστεί θα ξαναπάρω πρόθυμα, εφόσον ο γιατρός μου το συστήσει. Τι να πουν όμως και αυτοί οι πολυτελώς κρατούμενοι.
Η κατάθλιψη είναι σαν μια βαλίτσα με ροδάκια, από αυτές που σέρνει κανείς στα αεροδρόμια. Την κρατάς συνέχεια στο χέρι, συνήθως είναι πίσω σου. Δεν την κουβαλάς μόνο την νύχτα. Πότε είναι πιο γεμάτη , πότε πιο άδεια. Όταν είναι βαριά, χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια και επιμονή για να την ξεσφηνώσεις από τα πόδια του σκαμπό, εκεί που απολάμβανες την μπύρα σου. Τον Ιανουάριο του 2006 είχα την δυνατότητα να ξυπνήσω ένα χιονισμένο πρωινό στο Ντιτρόιτ, να την βάλω σε ένα ταξί και να πάρω μια βραδινή πτήση της British για την Ελλάδα. Πριν μπω στο αεροπλάνο ήπια ένα ηρεμιστικό και είκοσι λεπτά αργότερα ένα ουίσκι. Το φεγγάρι ήταν τόσο γεμάτο, που φώτιζε από κάτω τα σύννεφα. Μπορούσα να τα βλέπω καθαρά, ήταν ένα υπέροχο θέαμα. Όταν προσγειωθήκαμε , με περίμεναν οι δικοί μου με ένα σωρό διαθέσιμα χρήματα. Είμαι πολύ καλά, τόσο καλά που μπορώ και γράφω για το μπάσκετ συστηματικά για να παίρνω καινούρια ροδάκια. Με αυτά η βαλίτσα γλιστρά εύκολα πάνω από μικρά, ελάχιστα πλέον, εμπόδια. Δεν έχουν όλοι την αντίστοιχη δυνατότητα. Εχω φίλους που παλεύουν καθημερινά και θριαμβεύουν, οι φίλοι μου έχουν άλλους φίλους, κ.ο.κ.. Το τι θα επιλέξει να πει ή να γράψει κανείς για τα όσα είπε ο Ντεμάρ Ντερόζαν είναι, υποθέτω, στην διακριτική του/της/μας ευχέρεια, αγαπητοί φανζ.