Εμείς από την άλλη πλευρά, έχοντας αναλύσει και τους τέσσερις διεξοδικά κατα τη διάρκεια της σεζόν θα προσπαθήσουμε να διασκεδάσουμε λίγο, αναζητώντας εκείνα τα σημεία, ύπουλα ή όχι και τόσο, που μπορούν να κρίνουν τον κάθε ημιτελικό και να δώσουν την πρόκριση σε κάθε ζευγάρι. Όλα υπό τη φόρμα του ‘’3 on 3’’, δίχως όμως ξεκάθαρη θέση για την τελική έκβαση - αλλά αν δικαιωθούμε, φυσικά θα βγούμε με καμάρι να δηλώσουμε ότι ‘’σας τα λέγαμε εμείς’’. Πάμε να ξεκινήσουμε.
(γράφουν οι Δημήτρης Χ, Alexandros Mitsiou και Pete Seizis)
Ολυμπιακός - Μονακό
1. Το άνοιγμα του σκορ - που μάλλον ευνοεί τον Ολυμπιακό
Θρύλε τρέξε γερά, τρέξε με τσαμπουκά. Εδώ δημιουργείται το εύλογο ερώτημα αν συμφέρει τον Ολυμπιακό να προσπαθήσει να ανοίξει τον ρυθμό του αγώνα ή να προτιμήσει να πάει περισσότερο σε καταστάσεις πέντε εναντίον πέντε. Γιατί λοιπόν να τρέξει ο Ολυμπιακός στον ημιτελικό απέναντι σε μία φύση αθλητική ομάδα; Δεν θα φάνταζε εν μέρει παράταιρο να το κάνει;
Ακατανόητα μάλλον έχει «δαιμονοποιηθεί» εδώ και χρόνια το γρήγορο παιχνίδι, ή τέλος πάντων ίσως δε στέκει πως «δεν συμφέρει» τους Πειραιώτες να τρέξουν. Μπορούν να τρέξουν και τους ταιριάζει απόλυτα. Είναι τέτοιος ο τρόπος με τον οποίο έχει διαμορφωθεί ο αγωνιστικός χαρακτήρας της ομάδας, υπό τις οδηγίες του Γιώργου Μπαρτζώκα, που παίρνει ρυθμό από τη δυνατή άμυνα και μέσω της πίεσης που ασκεί επιδιώκει το γρήγορο transition και το εύκολο καλάθι. Έτσι βρίσκει αντίστοιχα και ρυθμό στην επίθεση. Παίκτες όπως ο Βεζένκοφ, ο ΜακΚίσικ, ο Σλούκας, ο Γουόκαπ, ο Παπανικολάου επιδιώκουν το ανοιχτό γήπεδο ή την ανισορροπία της άμυνας για να σκοράρουν.
Τρέξιμο φυσικά δεν σημαίνει απαραίτητα μόνο πρωτεύοντες αιφνιδιασμοί, αλλά και δευτερεύοντες, γρήγορη κυκλοφορία της μπάλας στην επίθεση, να υπάρχει ροή δηλαδή, κίνηση στην αδύνατη πλευρά και γρήγορες αποφάσεις. Η Μονακό ναι μεν έχει αθλητικότητα, αλλά στην περιφερειακή γραμμή οι Οκόμπο, Λόιντ και Τζέιμς ,που βρίσκονται αρκετά μαζί στο παρκέ, δεν μοιάζουν και τα πιο πρόθυμα παιδιά στην άμυνα. Δεν φημίζονται δηλαδή για το σωστό αμυντικό transition, ενώ σε ένα ματς που θα ανέβουν οι κατοχές, ενδεχομένως οι αντίπαλοι γκαρντ να μπουν σε μία διαδικασία που θα κάνουν το ματς ροντέο, λίγο «ινδιάνικο». Δεν έχουν φυσικά και την εμπειρία να κοντρολάρουν συναισθήματα και καταστάσεις σε τόσο μεγάλους αγώνες – υπενθυμίζoυμε πως μόνο ο Τζέιμς έχει βρεθεί σε φάιναλ φορ με τη φανέλα της Μπασκόνια, κάτι που σίγουρα παίζει ρόλο αν κρίνουμε από τις δηλώσεις όλων όσων έχουν συμμετάσχει σε τέτοιες διαδικασίες.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, τα μεγάλα κορμιά που διαθέτουν δύναται να αποτελέσουν τη δικλείδα ασφαλείας για τους Μονεγάσκους και το αντίδοτο στον τρόπο παιχνιδιού του Ολυμπιακού. Μπορούν να χαλάνε γωνίες πάσας, να κλείνουν τους διαδρόμους προς τη ρακέτα και να μικραίνουν τους χώρους του γηπέδου. Παρότι οι ομάδες παίζουν σε παρεμφερή αριθμό κατοχών, η αύξηση του ρυθμού ενδεχομένως να είναι κάτι που θα βολέψει την ελληνική ομάδα ώστε να εξουδετερώσει κάποια από τα αμυντικά ατού των απέναντι.
2. To ματσάρισμα με τον Βεζένκοφ
Πώς σταματά άραγε κάποιος τον MVP της διοργάνωσης, εκείνον που προσφέρει έναν άχαστο συνδυασμό υψηλού σκορ αλλά και αστείρευτης ενέργειας, απόλυτα χρήσιμη ώστε να κινηθεί μακριά από την μπάλα, να την πιάσει στα χέρια του και να εκτελέσει;
Μακάρι να μην τον σταματήσει με κανέναν τρόπο αν ρωτάτε και να το πάρει ο Ολυμπιακός, πρέπει όμως να σημειώσουμε το όνομα του Τζον Μπράουν. Απέναντι στον Αμερικανό ψηλό ο Βεζένκοφ σούταρε μόλις πέντε φορές σε δύο παιχνίδια, ευστοχώντας μόλις σε δύο σουτ. Πολύ χαμηλά δηλαδή, αν κρίνουμε με βάση την ποσότητα και την ποιότητα εκτελέσεων του Βούλγαρου φόργουορντ. Όσο κι αν ο Ολυμπιακός έστηνε σκριν με σκοπό να τον απεγκλωβίσει, ο Μπράουν τα έσπαγε με αριστοτεχνικό τρόπο τις περισσότερες φορές και με τον δυναμικό κορμό του έμενε πάνω στον πρώτο σκόρερ των ερυθρόλευκων, δυσκολεύοντας πολύ τις συνθήκες για κάποιο ελεύθερο σουτ, ενώ έκανε εξαιρετική δουλειά και στην άμυνα μακριά από την μπάλα, όπου είχε 4 deflections σε κατοχές που προορίζονταν για τα χέρια του Σάσα.
Από την άλλη πλευρά, και καθώς περιμένουμε τον Βεζένκοφ να πάρει επάνω του μπόλικο χρόνο κι επιλογές σε αυτό το do-or-die παιχνίδι στα ημιτελικά, αλλά και με τον Μπράουν να πρέπει να κάνει κι άλλα (πολλά) πράγματα για να κυλήσει καλά το παιχνίδι της Μονακό, υπάρχει και η περίπτωση του Τσίμα Μονέκε. Εδώ υπάρχει ένα ενδιαφέρον σημείο η αλήθεια είναι, καθώς ο Μονέκε είναι ένα πολύ δυνατό κορμί, ικανό να μείνει επάνω στους περισσότερους αντιπάλους, αλλά και να τους κυνηγήσει μετά τα σκριν, όμως είναι δέκα πόντους κοντύτερος από τον Βεζένκοφ. Παρ’ ότι λοιπόν ο Σάσα δεν προτιμά το ποστ παιχνίδι, τουλάχιστον όχι τόσο πολύ σε σύγκριση με off-ball εκτελέσεις ή επίθεση σε close-out άμυνες με πρόσωπο στο καλάθι, είναι ένα πλεονέκτημα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο Ολυμπιακός, ώστε να ‘’αναγκάσει’’ τη Μονακό να δει ως μοναδική λύση τον Μπράουν. Κέρδος θα είναι για τον Ολυμπιακό, την ομάδα δηλαδή που θα ψάξει τον μεγαλύτερο ρυθμό και το άνοιγμα του σκορ, η φθορά της κάθε μονάδας των Μονεγάσκων.
Φυσικά, αυτή τη φορά η εμπειρία του Βεζένκοφ από τέτοιους αγώνες, μετά την περσινή παρουσία στο Φάιναλ Φορ, συν την όλη χρονιά που έχει πραγματοποιήσει και στην οποία έχει ανέβει αγωνιστικό επίπεδο, ίσως αποδειχθεί ευεργετική στις δύσκολες καταστάσεις, που ενδεχομένως θα βρει μπροστά του στον ημιτελικό.
3. Το τρίποντο της Μονακό
Το ποσοστό στα τρίποντα των παικτών της Μονακό, πλην Λόιντ, είναι κακό και έτσι πρέπει να παραμείνει. Για την ακρίβεια το 30,9% στα 39 παιχνίδια μέχρι πριν το φάιναλ φορ ήταν με διαφορά το χειρότερο μεταξύ όλων των ομάδων της διοργάνωσης. Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ήταν η δεύτερη ομάδα με τα λιγότερα τρίποντα ανά παιχνίδι, εν αντιθέσει μάλιστα με τον αριθμό των εκτελεσμένων δίποντων που ήταν ο διπλάσιος. Πέραν από τον Λόιντ, που σούταρε με ποσοστό 38,2% σε περίπου τέσσερις προσπάθειες, οι υπόλοιποι βασικοί έχτιζαν δεύτερο γήπεδο με τα τούβλα που πετούσαν από μακριά. Ο Οκόμπο είχε το συμπαθητικό 34% (τέσσερα περίπου σουτ ανά ματς), ο Ντιαλό 29,7% (2,5 προσπάθειες), ο Τζέιμς 27,4% (5,6 προσπάθειες) και ο Μπλόσομγκειμ 24% (δύο προσπάθειες). Είναι ηλίου φαεινότερο δηλαδή πως αν διατηρηθεί αυτό το ποσοστό σε τέτοια, αν όχι και σε χαμηλότερα επίπεδα, θα είναι ένα μεγάλο κέρδος για τον Ολυμπιακό.
Αυτό φυσικά έχει σχέση και με την άμυνα που θα επιλέξει το προπονητικό επιτελείο των ερυθρόλευκων, τόσο σε κάθε παίκτη των αντιπάλων ξεχωριστά όσο και σαν συνολικότερη φιλοσοφία. Η pack line άμυνα που έχει ως βασικό μπούσουλα ο κόουτς Μπαρτζώκας στοχεύει στην απαγόρευση των αντίπαλων drives. Ειδικά απέναντι στη Μονακό μοιάζει επιβεβλημένο, καθώς οι γκαρντ της αρέσκονται στο να εφορμούν στη ρακέτα, να βρίσκουν έτσι σκορ ή ακόμα και να φθείρουν τους αμυνόμενους με φάουλ. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως ήταν η δεύτερη ομάδα πίσω από την Παρτίζαν στο ποσοστό των ελεύθερων βολών που εκτελούσε σε σχέση με το σύνολο των σουτ ( free throw rate που ήταν στο 36,7% ).
Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούμε να δούμε έναν ερυθρόλευκο να κάνει jump to the ball ώστε να απαγορεύσει το drive με αποτέλεσμα να «δίνονται» ορισμένα σουτ τριών πόντων στους αντιπάλους. Ακόμα και η άμυνα αλλαγών που χρησιμοποιείται σε μεγάλα χρονικά διαστήματα και απλώνεται ψηλά στο γήπεδο, που μοιάζει τρόπον τινά με άμυνα χώρου, θα δώσει στους αντιπάλους τρίποντα με κάποιες skip πάσες. Η Μονακό λοιπόν, λόγω της δομής του ρόστερ, δεν έχει κάποιον παίκτη (πλην όσων αγωνίζονται στην περιφέρεια) που να μπορεί να απειλήσει με συνέπεια από μακριά. Είδαμε πριν τα ποσοστά των Ντιαλό και Μπλόσομγκεϊμ, ενώ για το σουτ των Μπράουν, Μονέκε ούτε λόγος. Εξάλλου όπως συμβαίνει σε κάθε αγώνα μπάσκετ, κάποιες φορές οι προπονητές κάτι θα δώσουν στην αντίπαλη επίθεση ώστε να επωφεληθούν από αυτό. Έστω και ελεύθερα τρίποντα.
Αρκεί φυσικά να μην ξυπνήσει κάποιος παίκτης της Μονακό αύριο με τη διάθεση να «ντυθεί» Κάλινιτς, όπως συνέβη στον τελικό της Κωνσταντινούπολης το 2017 με τη Φενέρ, όπου ηθελημένα ο κόουτς Σφαιρόπουλος είχε δώσει το σουτ στον Σέρβο και εκείνος δε λάθεψε ποτέ.
Μπαρτσελόνα - Ρεάλ Μαδρίτης
1. Ο ρυθμός και ο Γιαν Βέσελι
Μάλλον δεν αποτελεί κάποια σπουδαία ανακάλυψη, πως όποιος ελέγξει το τέμπο του αγώνα και το φέρει στα δικά του μέτρα θα είναι και ο νικητής της αναμέτρησης, έτσι δεν είναι; Όμως φαίνεται πως ξεκάθαρα το αργό τέμπο, στο οποίο συνήθως κυμαίνεται ένας ημιτελικός φάιναλ-φορ, βολεύει εκείνον που είναι πιο αποδοτικός σε σετ παιχνίδι και σε προσπάθεια εύρεσης των καλύτερων σουτ. Σα να φωτογραφίζουμε τη Μπαρτσελόνα (του Γιασικεβίτσιους, πως λέμε το Περιστέρι του Σπανούλη) με πιο απλά λόγια. Η ομάδα με το δεύτερο χαμηλότερο pace κατα τη διάρκεια της κανονικής σεζόν είναι πολύ εντάξει με τον εαυτό της όταν ο ρυθμός πέφτει κι εκείνη ψάχνει είτε τον Μίροτιτς στα σημεία που τον βολεύουν, είτε τους πλάγιους σουτέρ, με μοναδική έκφανση ‘’σπιρτάδας’’ τις τρελές εκτελέσεις του Λαπροβίτολα.
Σε παιχνίδι κοντρολαρισμένων κατοχών η Μπαρτσελόνα ισομοιράζει άριστα εκείνες που τελειώνουν σε δίποντο και τρίποντο, όπως για παράδειγμα το Game 2 στα πλέι-οφς κόντρα στη Ζαλγκίρις, όπου σούταρε 30 δίποντα και 28 τρίποντα (26 και 23 είχε και στο Game 3). Ρίχνει το βάρος της επάνω στον αντίπαλο και είναι πολύ, πολύ δύσκολα αντιμετωπίσιμη, ακόμη κι αν η Ρεάλ έχει υψηλότερο αμυντικό επίπεδο από τους Λιθουανούς. Η Ρεάλ, αν θέλει να έχει σοβαρή τύχη να πάει το ματς μέχρι το φινάλε πρέπει να τρέξει, φέρνοντας εκτελέσεις όπως εκείνες που έγειραν τα ματς με την Παρτίζαν ξανά προς το μέρος της, με μεγάλη χρήση του υπερόπλου Μούσα. Επίσης, μάλλον δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη ζώνη που τράβηξε από το μπασκετικό ντουλάπι κόντρα στην Παρτίζαν γιατί όπως και να το κάνουμε, καλά να είναι τα παιδιά, η Μπάρτσα έχει άξιο αριθμό παικτών που μπορούν να σουτάρουν μετά από ντρίμπλα.
Έξτρα σημείο στην όλη σκέψη είναι η χρήση του Βέσελι, ο οποίος ακόμη λειτουργεί ως κεντρικό δίκτυο σε μία επίθεση που ψάχνει την τοπ επιλογή, συνεχίζοντας τη ροή της επίθεσης - και μάλλον με την ικανότητα να φθείρει τον Έντι Ταβάρες περισσότερο απ’ ότι οι υπόλοιποι ψηλοί στην Ευρωλίγκα, με τον Τσέχο σέντερ να έχει σοβαρό παιχνίδι μέσα και γύρω από το ζωγραφιστό. Ξανά, ρωτήστε απλά τη Ζαλγκίρις:
’Εντάξει τώρα, δεν είναι το ίδιο ο Ταβάρες, το θηρίο του ζωγραφιστού, με τους αμυντικούς της Ζαλγκίρις’’. Όντως, όμως κι εκείνος πρέπει να παίξει πολλά λεπτά, σε αυτά τα δαιμονιώδη screen / re-screen και μ’ έναν ικανότατο αντίπαλο (συν τον Σανλί του spacing), δεν είναι απλό. Δείτε και τον χρόνο στον οποίο τελειώνει τις φάσεις ο Βέσελι. Μένουν δέκα δευτερόλεπτα, επτά, στην πρώτη φάση δε μένει και κανένα. Κουράζει όλη αυτή η διαδικασία. Ενδιαφέρον ματσάρισμα πάντως, σχεδόν τόσο ενδιαφέρον όσο εκείνο που ακολουθεί. Χτίζουμε και αγωνία, βλέπετε.
2. Το ματσάρισμα (;) με τον Μίροτιτς
Ο Μίροτιτς, εκτός από σταθερά και μάλλον κορυφαίος παίκτης της Μπαρτσελόνα, αρέσκεται στο να είναι ο απόλυτος δαίμονας για τον προσωπικό του αντίπαλο. Κάθε φορά που οι Καταλανοί ξεκινούν μία κεντρική δράση, εκείνος ταυτόχρονα ξεκινά μία off-ball κίνηση. Είτε προς την περιφέρεια, περιμένοντας το σκριν του ψηλού που θα καθαρίσει το πεδίο κι εκείνος θα εκτελέσει σε catch-and-shoot καταστάσεις, είτε κόβοντας προς τα μέσα ώστε να υποδεχθεί την πάσα και να παίξει στα αγαπημένα του σημεία με πλάτη - πολλές φορές προς απόλυτη φθορά του αντιπάλου, ο οποίος είναι αναγκασμένος αρκετά συχνά να του κάνει κάποιο φάουλ που θα τον στείλει στις βολές. Γενικά, δεν αποτελεί ιδανική συνθήκη το να πρέπει να κυνηγάς έναν τύπο ύψους 2,08μ που σουτάρει με 60% δίποντα και 40% τρίποντα.
Ε, δεν έχει τις λύσεις η Ρεάλ δηλαδή; Όχι αυτή τη φορά. Ο Γιαμπουσέλε είναι πλήρως εκτός, καθώς στον γνωστό αγώνα με την Παρτίζαν επέλεξε την ελληνορωμαϊκή πάλη αντί του μπάσκετμπολ, ενώ ο Γκάμπριελ Ντεκ που λειτουργεί ως το γνωστό αμυντικό πολυεργαλείο, και με κορμί που μπορεί να σταθεί επάξια πάνω στον Μίροτιτς, αλλά και να τον κυνηγήσει πίσω από τα σκριν που στήνονται μακριά από την μπάλα, τραυματίστηκε στο Game 5 απέναντι στους Σέρβους και θα χάσει όχι μόνο το φετινό Φάιναλ Φορ, αλλά και αρκετούς από τους επόμενους μήνες. Να τρέχει πάνω του ο Ταβάρες, ο οποίος ήδη έχει να κάνει ένα εκατομμύριο πράγματα πάνω στο παρκέ, φαντάζει μάλλον δύσκολο. Οπότε ο κλήρος πέφτει στους εξής τρεις:
Α. Πετρ Κορνελί, ο οποίος έπαιξε στα πλέι-οφς συνολικά πέντε λεπτά και ο μόνος λόγος που μας απασχολεί τον τελευταίο καιρό είναι η ενδεχόμενη συμφωνία με την Μακάμπι για την ερχόμενη σεζόν.
Β. Άντονι Ράντολφ, ο οποίος επέστρεψε στα παρκέ μέσα στον Μάρτιο, μετά από απουσία εννιά μηνών, και στη σειρά με την Παρτίζαν φάνηκε να βρίσκεται εκτός ρυθμού και είναι αρκετά δύσκολο να ακολουθεί οποιονδήποτε φόργουορντ, πόσο μάλλον τον Μίροτιτς.
Γ. Ελί Ντιαγέ, ο νεαρός ψηλός που χρησιμοποιήθηκε πάνω στον Ζακ ΛεΝτέι στα πρώτα λεπτά του Game 5 των πλέι-οφς, και μάλιστα τα πήγε αρκετά καλά. Εδώ ίσως έχουμε κάτι, καθώς είναι ένα κορμί που μπορεί να πετάξει ο Ματέο πάνω στον Μίροτιτς. Η φθορά του από θέμα φάουλ και κόπωσης δεν κοστίζει στη Ρεάλ μία σημαντική επιθετική λύση και μπορεί στο τέλος της ημέρας να αποτελέσει έναν απροσδόκητο X factor.
Κακά τα ψέματα βέβαια, τα πράγματα φαντάζουν κάπως δυσοίωνα για τους Μαδριλένους. Ίσως εκείνη η ζώνη ξαφνικά να μη μοιάζει και τόσο κακή ιδέα, γιατί οι 1v1 άμυνες ίσως δε βγαίνουν.
3. Η τριάδα των έμπειρων της Ρεάλ
Πόσο μεγάλο ρόλο θα παίξει στην έκβαση του ημιτελικού η παρουσία των Σέρχι Ροντρίγκεθ, Γιουλ και Ρούντι Φερνάντεθ; ‘’Πολύ, πάρα πολύ’’ αν είσαι δέσμιος της στιγμής, ή και της πολυετούς καριέρας ταυτόχρονα. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, η σειρά ανάμεσα σε Ρεάλ Μαδρίτης και Παρτίζαν κατέληξε να κρίνεται στο ένα παιχνίδι και συγκεκριμένα στο ένα ημίχρονο κι εκεί, οι τρεις μεγάλοι Ισπανοί σταρ καθόρισαν τον τελικό νικητή.
Η Ρεάλ βρισκόταν 16 πόντους πίσω, τρία λεπτά πριν τελειώσει η τρίτη περίοδος και κάπου εκεί ξεκίνησε το σόου, με προεξέχοντα τον Σέρχι Ροντρίγκεθ, ο οποίος είναι ακριβώς ο παίκτης που δε θες απέναντί σου σε ματς που αρχίζει να ανισορροπεί. Ντράιβ πάνω στην άμυνα που δεν προλάβαινε να κλείσει έγκαιρα, αλλά και 3/5 τρίποντα. Από κοντά και ο Γιουλ που σκόραρε 8 πόντους, όλους στην τέταρτη περίοδο, μαζί τους και ο Ρούντι που ναι μεν έμεινε άποντος, όμως ήταν εκεί για τα hustle plays (και τα σκριν που έδιναν δύο έξτρα εκατοστά στον Σέρχι), αλλά και για τη βαρύτητα που ακόμη δημιουργεί στα 38 του. Κινείται πάνω στο παρκέ, άρχοντας, και είναι απόλυτα δικαιολογημένος ο αντίπαλος που θα σκεφτεί ότι μπορεί ανα πάσα στιγμή να πιάσει την μπάλα και να το μπουμπουνίσει.
Μία βραδιά, αλλά και μία ολόκληρη καριέρα. Το κάνουν από το τέλος της δεκαετίας των 00s, πλέον έχουμε 2023 και είναι ακόμη εδώ. Να πάρουν τις αποφάσεις και τα μεγάλα σουτ που σκοτώνουν το μομέντουμ και γέρνουν τη ζυγαριά στη μεριά της ομάδας τους. Οπότε ναι, βάσει λογικής θα παίξουν τον δικό τους ρόλο σ’ ένα μονό παιχνίδι Φάιναλ Φορ, που μάλιστα είναι και το δικό τους ντέρμπι, μπασκετικό Ελ Κλάσικο. Ούτε κι εκείνοι θυμούνται πλέον πόσες φορές έχουν βρεθεί σε ανάλογες καταστάσεις.
Η Ρεάλ ενδεχομένως δε χρειάζεται και τους τρεις σε απόλυτη βραδιά, καθώς διαθέτει τόσο τον Μούσα, που δε φοβάται να βγει στην πρώτη γραμμή, όσο και τον Ταβάρες που μπορεί να τελειώσει κάθε φάση πάνω απ’ τη στεφάνη. Είναι όμως αρκετά σημαντικό πως έχει τη δυνατότητα να τους χρησιμοποιήσει. Ο στόχος του κόουτς Ματέο οφείλει να είναι το άνοιγμα του τέμπο στη διάρκεια, κόντρα σε όσα θέλει η Μπαρτσελόνα και συζητήσαμε παραπάνω, να βρίσκεται μπροστά στο σκορ μετά το πέρας των πρώτων 30 λεπτών εφόσον κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, αλλά και η φρεσκάδα των Σέρχι, Γιουλ ή/και Ρούντι στα τελευταία λεπτά. Εκείνοι ξέρουν καλύτερα τι πρέπει να κάνουν όταν το ματς τελειώνει.