Όπως πού και πού συμβαίνει με έναν πίνακα ζωγραφικής ή ίσως με μια τεχνοτροπία. Η ιδρυτική πράξη, η πρώτη εξέλιξη, απογειώνεται στα χέρια του ενός ή της μίας, παράγοντας αισθητική, για να περάσει αργότερα στους/στις διαδόχους ως κληρονομιά ή και ως έμπνευση.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις ομιλίες των απονομών του Ράφαελ Ναδάλ, μελλοντικού συμπαίκτη του Φέντερερ στον τελευταίο του αγώνα την Παρασκευή, όταν κατάφερνε να τον κερδίζει σε συνεχόμενους τελικούς διάφορων τουρνουά. Στεκόταν δίπλα στον νικημένο με δέος, έχοντας πλήρη επίγνωση της αξίας του. Το 2006, όταν έγινε ο πρώτος που υπέταξε τον Ελβετό σε τελικό γκραν Σλαμ - ως τότε είχε επτά συνεχόμενες νίκες - μέσα σε ένα κατάμεστο "Φιλίπ Σαρτριέ" στο Ρολάν Γκαρός, χαρακτήρισε τον αντίπαλο του ως "τον καλύτερο στην ιστορία του τένις" και ως τον "πιο πλήρη" παίκτη που έχει εμφανιστεί. Δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2008, μετά την ιστορική τους αναμέτρηση στον τελικό του Wimbledon κι ενώ είχε κάθε λόγο να απολαμβάνει την κατάκτηση της κορυφής, ο Ισπανός επανέλαβε ακριβώς τα ίδια λόγια: "... απέναντι στον καλύτερο στην ιστορία".
Ο Φέντερερ αντιμετωπιζόταν έτσι από όλους μέχρι και πριν δυο-τρία χρόνια, μέχρι να γίνει φανερό πως τα ρεκόρ του σε majors αργά ή γρήγορα θα έπεφταν και πως το προσωπικό του ιστορικό απέναντι στους δύο μεγάλους του αντιπάλους θα κατέληγε οριστικά αρνητικό. Τα αδυσώπητα νούμερα ίσως καταφέρουν τελικά να τον καθαιρέσουν, όμως δεν ξέρω πώς θα μπορέσουν να αντιπαρέλθουν την επιρροή που είχε στο άθλημα, στον τρόπο που παίζεται το παιχνίδι και στη δημοφιλία του. Όλα αυτά μάλιστα, συνέβησαν με ταχύτητα φωτός, καλά καλά μέσα σε ενάμιση χρόνο.
Η ορμητική άνοδος
Όταν ο Φέντερερ κέρδιζε τους πρώτους του τίτλους στο tour της ATP, το 2001, o κόσμος συναρπαζόταν εξίσου, αν όχι περισσότερο, από δυο ανταγωνιστές του: Tον Αυστραλό Λέιτον Χιούιτ, δηλαδή το νεότερο νο 1 στην ιστορία του τένις μέχρι τότε και τον Αμερικάνο power server Άντι Ρόντικ, ο οποίος καλούταν να συνεχίσει στην βαριά παράδοση των Άγκασι, Σάμπρας, Κούριερ και των αμέσως προηγούμενων τρομερών τενιστών των ΗΠΑ. Ο Χιούτ αγωνιζόταν για τα περισσότερα χτυπήματα από τη base line, δείχνοντας αξιοσημείωτη επιμονή στα μεγάλα ράλι, ενώ ο Ρόντικ οδηγούσε το δικό του rollercoaster σε γνωστές ράγες: Σερβίς, γρήγοροι πόντοι, εκφοβισμός. Ο πρώτος, σε ηλικίας μόλις 21 ετών, είχε προλάβει να κατακτήσει δύο τουρνουά γκραν σλαμ, το US Open του 2001 και το Wimbledon του 2002. Ο δεύτερος, δεν είχε κερδίσει σχεδόν τίποτα, όμως το ταλέντο του ξεχώριζε και τα αμερικάνικα media (δηλαδή τα ισχυρότερα ΜΜΕ του κόσμου) έσπρωχναν διαρκώς την δημοφιλία του, που υποβοηθήκε επιπλέον από διαδοχικές νίκες επί μεγάλων ονομάτων και πρώην νο1 (Σαμπρας, Κουέρτεν) στην ηλικία των 18, πάντα το 2001.
Ο Φέντερερ είχε πετύχει μερικές ανάλογες νίκες με τον Ρόντικ (με κυριότερη εκείνη επί του Σάμπρας στο Wimbledon του 2001) και το τέλος του 2002 βρήκε την τριάδα των νέων σούπερσταρ σε πλεονεκτική θέση. Ο Χιούιτ στο νο 1, με δύο τίτλους γκραν σλαμ ήδη στην κατοχή του, ο Φέντερερ στο 6 και ο Ρόντικ στο 10. Στο νο 3 δε, υπήρχε ένας "μπαλαντέρ" του τένις, ο επιβλητικός Ρώσος Μαράτ Σάφιν, σε περίπου ίδια ηλικία (22), με το US Open ήδη στην κατοχή του έναν χρόνο πριν από τον Χιούιτ (2000) και με επιθετικό ταλέντο που έμοιαζε να μην έχει ταβάνι, καθώς εξαπέλυε αλλεπάληλες ρουκέτες από τη baseline.
Φαινόταν τότε πως το τένις είχε βρει τη διάδοχη κατάσταση, μετά την επικείμενη υποχώρηση των Σάμπρας και Άγκασι (ο τελευταίος ήταν στο νο 2 το 2002, αλλά σε ηλικία 32,5 ετών). Όμως ένα χρόνο αργότερα, στα τέλη του 2003, το σκηνικό είχε ήδη αλλάξει. Ο Ρόντικ ήταν στο νο1, ο Φέντερερ στο 2, με ένα major στα χέρια ο καθένας, ενώ οι Χιούιτ και Σάφιν στο νο 13 και σχεδόν πουθενά αντίστοιχα. Τον Ρώσο έφαγαν οι τραυματισμοί και τον Χιούιτ ... η κορυφή, καθώς το μετρημένο στυλ του δεν μπορούσε να εξισοσορροπηθεί απο τα θαυμαστά ψυχικά του αποθέματα. Στην κούρσα είχαν απομείνει δύο και λίγο αργότερα, ήδη από τις αρχές του 2004 και το Αυστραλιανό Open, απέμεινε ένας.
Ο Φέντερερ ήταν γνωστό πριν από τον τελικό πως θα πιάσει το νο 1, ανεξαρτήτως της έκβασης του. Κέρδισε έτσι κι αλλιώς θριαμβευτικά, περνώντας με 3-0 πάνω από τον ανακάμψαντα Σάφιν, που στον δρόμο του για την αναμέτρηση είχε παίξει θαυμάσια και είχε αποκλείσει τους Ρόντικ και Άγκασι. Η υπόλοιπη χρονιά κύλησε ανάλογα, με ακόμη δύο ακόμη γκραν σλαμ τουρνουά (Wimbledon, US Open) και απόλυτη κυριαρχία στο άθλημα. Η Federer era όχι μόνο είχε ξεκινήσει, αλλά παράλληλα, μέσα σε 18 μήνες από τα τέλη 2002 και έπειτα, είχε διαλύσει κάθε ανταγωνισμό. Από τον Ιούλιο του 2003 μέχρι και το τέλος του 2004, από τους έξι διαθέσιμους τίτλους σε majors, οι τέσσερις είχαν καταλήξει στα χέρια του Ελβετού. Η παρέα των νεαρών σταρ του αθλήματος τελείωσε μεν τη χρονιά στην κορυφή, αλλά η διαφορά του ενός από τους άλλους ήταν χαώδης.
Τον αμέσως επόμενο χρόνο ο Φεντέρερ μεγάλωσε κι άλλο το χάσμα, ολοκληρώνοντας μέχρι τον Νοέμβριο του 2005 ένα ακατάρριπτο, όσο και αδιανόητο σερί για τα σημερινά δεδομένα: 24 νίκες σε ισάριθμους τελικούς τουρνουά της ATP, ανάμεσα τους και μία ραψωδία πέντε σετ μεταξύ εκείνου και του Ναδάλ, στο Μasters του Miami την άνοιξη του 05.
Πώς όμως συνέβη και η άνοδος του, από τα 20 εώς τα 22 του χρόνια ήταν τόσο αλματώδης - κάτι που παρεμπιπτόντως σαν να ξαναβλέπουμε τώρα με τον Αλκαράζ; Δεν είμαι ειδικός, πέραν από διαρκής φαν του τένις και ερασιτέχνης τενίστας από μικρή ηλικία, όμως σκέφτομαι το εξής: Φανταστείτε έναν αθλητή που προσπαθεί να εντάξει στο παιχνίδι του κάθε πιθανή και απίθανη πτυχή του αθλήματος, που έχει σκοπό να τα κάνει όλα ταυτόχρονα. Δείτε τον τώρα να δουλεύει διαρκώς, να δοκιμάζει ξανά και ξανά, να αποτυγχάνει και να τσαντίζεται - γιατί τσαντιζόταν πολύ. Παρακολουθήστε τον κι άλλο, να επιμένει, να αποτυγχάνει εκ νέου, να ξαναεπιμένει και πάλι. Μέχρι που ξαφνικά ... voila! ...να καταφέρνει να γίνει όντως καλός σε όλα! Από τα πόδια, μέχρι το backhand με το ένα χέρι, μέχρι το βολέ και το drop shot, τα πάντα. Φανταστείτε να μην υστερεί πλέον πουθενά και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που να μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιλέξει ανάμεσα σε ενδεχόμενα και να αυτοσχεδιάσει, μετατρέποντας τη ρακέτα σε πινέλο ζωγραφικής.
Ρεπερτόριο
Μέχρι τα 22 του, το ταλέντο του Φέντερερ φυσικά είχε αναγνωριστεί. Απλώς, η μετατροπή του στον πιο πλήρη τενίστα που έχει εμφανιστεί μέχρι και σήμερα, συνάντησε τους πάντες με το στόμα ανοιχτό, σαν να βρισκόμασταν στα αποκαλυπτήρια του ωριμότερου έργου ενός διάσημου ζωγράφου. Ιδού: Φέντερερ - Σάφιν, τελικός Australian Open 2004. Half-volley (ντεμί βολέ) από τη base line στη base line του αντιπάλου, παρά την "ολόκληρη" κίνηση στο άνοιγμα του χεριού. Λίγο αργότερα, η περίφημη επιστροφή με slice (chip return), που κατάπιε τενίστες και τενίστες. Πιο μετά, dancing feet και inside out, με απίθανη πρόβλεψη της τοποθέτησης του σερβίς του αντιπάλου. Και τέλος, take the ball early, που λένε και οι σχολιαστές, μετά από το παροιμιωδώς "μεταμφιεσμένο" slice serve - παρακαλώ συγχωρείστε την γλώσσα σε όλα.
Δεν είναι παρά ένα ελάχιστο δείγμα του ρεπερτορίου που ξεδιπλωνόταν κάθε φορά σαν βεντάλια, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Μέχρι το τέλος της "δεύτερης περιόδου" του καλλιτέχνη, ας πούμε μεταξύ του 2004 και του 2009, 20 από τα 24 τουρνουά του γκραν σλαμ είχαν εκείνον ως έναν εκ των δύο φιναλίστ. Κέρδισε τα 14. Στα έξι χαμένα δεν εμφανίστηκε ένας Φέντερερ που έπαιζε διαφορετικά, εμφανίστηκαν απλώς καλύτεροι αντίπαλοι. Το δικό του επίπεδο ήταν πάντα εκεί, όπως και η διάθεσή του να επιχειρεί χτυπήματα ευφάνταστα και τολμηρά, που όλοι οι υπόλοιποι (πλην ίσως του Ναλμπάντιαν έναν καιρό) δεν έμπαιναν καν στον κόπο να δοκιμάσουν. Ή μάλλον, ας είμαι κάπως πιο ακριβής. Μπορεί να έμπαιναν στον κόπο, όμως αραιά και πού, όταν το court τούς επέπτρεπε μια κάποια ασφάλεια. Ο Φέντερερ ασφάλεια δεν χρειαζόταν, χρειαζόταν μόνο τη ρακέτα και το απαράμιλλο footwork του, που του επέτρεπε να βρίσκεται σχεδόν μονίμως στη σωστή θέση.
Εδώ μάλιστα συναντάμε και μία συχνή παρεξήγηση, που σχετίζεται με το στάτους του ως αθλητή. Η επιτυχία των Ναδάλ, Τζόκοβιτς (αλλά και του Μάρεϊ) σε πολλές αναμετρήσεις απέναντι του, επειδή βασίστηκε εν πολλοίς στη δύναμη, στο κυνήγι της κάθε μπάλας και στο "κάρφωμα" του παιχνιδιού στη βασική γραμμή, σαν να κατέταξε τον Φέντερερ κυρίως στην κατηγορία του μάγου - όχι ότι δεν ήταν. Στην σχηματική αυτή κατανομή, υποτιμήθηκε ίσως το πόσο ανεπτυγμένος ήταν ο Ελβετός αθλητικά. Η ταχύτητα και τα βήματά του σε μικρό χώρο παραμένουν ως και σήμερα ασύγκριτα, ενώ ο συνδυασμός τους με την πλαστικότητα του κορμιού, ήταν καθοριστικός, ώστε να γίνει ο Φέντερερ ο πιο επιτυχημένος τενίστας στο δυσκολότερο major όλων, το Wimbledon.
To Wimbledon, ως γνωστόν, είναι το μόνο μεγάλο τουρνουά που γίνεται στο χορτάρι. Η επιφάνεια, πέρα από τρομερά γρήγορη, διαθέτει μερικά ακόμη χαρακτηριστικά. Η μπάλα αναπηδά χαμηλά και παίρνει απρόβλεπτη τροχιά αμέσως μετά. Το έδαφος συχνά γίνεται ανώμαλο από τη φθορά (δεν "στρώνεται") και δυσκολεύει τα πατήματα, ενώ συνήθως είναι κάμποσο ολισθηρό, ειδικά σε σύγκριση με τα "σκληρά" γήπεδα. Για να αντεπεξέλθουν οι αθλητές και οι αθλήτριες στο υψηλότερο επίπεδο, πρέπει ανά πάσα στιγμή να μπορούν να χαμηλώσουν πάρα πολύ το κορμί, να τεντώσουν το πάνω μέρος του σώματος και να κάνουν μικρά, και ταυτόχρονα ταχύτατα, βήματα στα σπριντ. Αν τα διαθέτουν αυτά, τότε η τεχνική τους θα τους ανταμείψει, καθώς είναι δύσκολο να βγουν άμυνες υπό τέτοιες αγωνιστικές συνθήκες.
Ο Φέντερερ λοιπόν, ήταν λες και είχε φτιαχτεί για να παίξει εκεί, μπλέκοντας κίνηση, θέση και τεχνική σε θαυμαστή αρμονία. Το στιγμιότυπο που ακολουθεί, από τον ημιτελικό-ισοπέδωση του Γιόνας Μπιόργκμαν το 2006, φαντάζει απλό, όμως περιλαμβάνει όλα όσα τον έκαναν ξεχωριστό στην συγκεκριμένη επιφάνεια. Ταχύτητα, έκρηξη, ιδανικό πάτημα, χτύπημα με ροή και χάρη - κοιτάξτε τα πόδια.
To στυλ στην εποχή των Big Three
Αργότερα, βέβαια, και ειδικά από το 2010 και μετά, ακόμη και το πιο επιδέξιο πλέξιμο των χαρακτηριστικών του τένις σε ένα σώμα, δεν ήταν αρκετό για να συνεχιστεί η κυριαρχία στους ίδιους ρυθμούς. Οι Ναδάλ, Τζόκοβιτς και Μάρεϊ κέρδιζαν τα δικά τους μέτρα στην κούρσα και κάποια στιγμή κατάφεραν να προσπεράσουν. Προσπαθώντας να τους υπερκεράσει εκ νέου, ο Φέντερερ συνεργάστηκε με τον Πολ Άνακον, πρώην προπονητή του Σάμπρας, με σκοπό να γίνει ακόμη επιθετικότερος. Συνέχισε έτσι να παράγει το πιο θεαματικό τένις στο tour, όμως πολλές φορές κατέφευγε σε ακόμη μεγαλύτερα ρίσκα. Από τη μία, βέβαια, ήμασταν ευτυχέστεροι. Απίθανα drop shots, sneak attacks μετά την υποδοχή, ανεπανάληπτες inside out γωνίες. Από την άλλη όμως, στα μεγάλα παιχνίδια τα χτυπήματα ενίοτε κατέληγαν σε misshits και φάσεις για άλλου τύπου highlights.
Πολύ χαρακτηριστικός είναι ο ημιτελικός του 2011 στο US Open απέναντι στον Τζόκοβιτς, όταν μπροστά στην τρομερή αντοχή του Σέρβου να επιστρέψει από το 0-2 στα σετ, το επίπεδό του Ελβετού έπεσε κατακόρυφα και τα λάθη διαδέχονταν το ένα το άλλο. Ο Φέντερερ όμως δεν ήξερε, ούτε έμαθε ουσιαστικά άλλο τρόπο, από το να παίζει διαρκώς το δικό του τένις, εκείνο που αποτέλεσε το σημείο αναφοράς για την εξέλιξη των δύο μεγαλύτερων αντιπάλων του.
Δεν πρόκειται για δικό μου αφορισμό. Ας επισκεφτούμε τα λόγια του Νόλε, λίγο πριν την συνάντηση τους στον τελικό του Wimbledon του 2015, σε μία εποχή που κανείς δεν θα είχε άδικο να ισχυριστεί, πως ο Ελβετός δεν ήταν πλέον το αδιαμφισβήτητο νο 1. "Είναι ένας από τους ανθρώπους που με έκαναν καλύτερο αθλητή του τένις. Στα παιχνίδια απέναντι του, πέρασα από πολλά διαφορετικά συναισθήματα. όπως και από καταστάσεις που μου επέτρεψαν να κατανοήσω τι χρειάζεται να κάνω για βελτιωθώ, ώστε να καταφέρω να τον κερδίσω και να κατακτήσω τουρνουά γκραν σλαμ.'. Και αμέσως μετά, το ωραιότερο, σαν να μιλούσε ο Ναδάλ το 2006: "Όλοι ξέρουμε ποιος είναι. Είναι ο καλύτερος που βγήκε ποτέ".
Ο Τζόκοβιτς κέρδισε τότε τον Φέντερερ, με 3-1 σετ. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 2014, στο ίδιο τουρνουά, τον είχε ξανακερδίσει με 3-2 και θα μπορούσε άνετα να μην έχει υπάρξει τόσο γενναιόδωρος. 'Ομως εμφανώς, διάφορα από τα χαρακτηριστικά που ενέταξε κατά καιρούς στο παιχνίδι του, τα όφειλε στη διαρκή αναζήτηση της κατάλληλης συνταγής, προκειμένου να ανταπεξέλθει στην αντιμετώπιση του πιο ολοκληρωμένου επιθετικού ρεπερτορίου που εμφανίστηκε ποτέ στο τένις.
Ο Νόλε, όπως και ο Ναδάλ, δεν θα μπορούσαν ποτέ να ανταγωνιστούν υπό τους ίδιους όρους, χρειαζόταν να τους αλλάξουν. Έπρεπε να γίνουν οι καλύτεροι returners του αθλήματος - και έγιναν. Έπρεπε να μπορούν να γυρνούν πίσω τις περισσότερες μπάλες και να επιμηκύνουν τους πόντους, χωρίς να πέφτουν στην παγίδα να ξεμακρύνουν από τη base line - και το κατάφεραν. Έπρεπε τέλος να αναπτύξουν όπλα μοναδικά, που ακόμη και αν δεν θα ισοσκέλιζαν την ποικιλία, θα γίνονταν τόσο ισχυρά, ώστε να μην αντιμετωπίζονται, ακόμη και αν σε βάθος χρόνου γίνονταν προβλέψιμα.
Το πέτυχαν και αυτό. Ο Σέρβος ανέπτυξε ένα ξερό (sic) backhand στη μικρή διαγώνιο και στην ευθεία, που του επέτρεπε να μεταμορφώνεται σε τείχος, μιας και δεν απαιτούταν να γυρνάει στο forehand από το ad court τόσο συχνά. Επίσης, αναδείχτηκε σε ένα υπολογιστικό τέρας, ρίχνοντας μεγάλο μέρος στην πρόβλεψη των κινήσεων του αντιπάλου ("anticipation"), απλοποιώντας με αυτό τον τρόπο ματς που έμοιαζαν περίπλοκα.
Ο Ράφα τώρα ... οι Φεντερερικοί τα γνωρίζουμε. Παροιμιώδης αμυντική ικανότητα τα πρώτα χρόνια, αμείλικτο top spin και ένα forehand στην ευθεία που παρήγαγε winners, μαζί με αδάμαστη δύναμη και ασύγκριτη ανταγωνιστικότητα στα μεγάλα παιχνίδια.
Τελικά, ό,τι συνέβη στο τένις από το 2009 (περίπου), μέχρι το 2017, ήταν ό,τι ευτυχέστερο για το άθλημα, μην πω για τον αθλητισμό παγκοσμίως. Ό μεγάλος βιρτουόζος βρήκε δύο ακόμη ανταγωνιστές (plus τον Μάρεϊ), με διαφορετικά και πανίσχυρα ατού, και οι τρεις τους επιδόθηκαν επί ίσοις όροις σε ένα διαρκές φεστιβάλ αθλητικών υπερβάσεων και επιτευγμάτων. Πρόσφατα, οι NY Times προσπάθησαν να διελευκάνουν ποιος είναι ο καλύτερος και δεν κατέληξαν πουθενά.
(φωτό από το σάιτ της ATP)
Φινάλε αντάξιο της πορείας
Δεν θα είχε και νόημα, εδώ που τα λέμε. Για εμένα, που υπολογίζω την αισθητική και την έμπνευση ως το δικό μου "χρυσό" κριτήριο για να ξεδιαλύνω ανάλογα μυστήρια (Τζόρνταν > Λεμπρόν), ο Φέντερερ θα παραμείνει στην κορυφή για καιρό. Για άλλους και άλλες όχι, είναι απόλυτα λογικό. Πήραμε όμως όλες και όλοι την αθλητική ιστορία που μας άξιζε; Τουλάχιστον. Τα τελευταία επεισόδια της μάλιστα, είχαν όλο το θέαμα του κόσμου. Ας τα επισκεφτούμε, για να κλείσουμε ένα αφιέρωμα, που ομολογουμένως έχει παραλείψει ένα σωρό σημαντικές διαδρομές του FedExpress.
Μελβούρνη, 2017. Με πρόσφατη προσθήκη στο προπονητικό τιμ τον Κροάτη Ίβαν Λιούμπισιτς, πρώην νο 3 του κόσμου και μετρ του σερβίς και του "τεχνικού" τένις, ο Φέντερερ προσέρχεται στα Αυστραλιανά courts μετά από εξάμηνη αποχή, λόγω τραυματισμού στο γόνατο. Έχει να κατακτήσει τουρνουά γκραν σλαμ από το 2012 και το Wimbledon. Οι πιθανότητες για μία καλή κλήρωση από το το νο 17 του ταμπλό δεν είναι υπέρ του. Πρέπει να επικρατήσει έναντι αντιπάλων πολύ πιο πάνω στην κατάταξη και σαφώς πιο φορμαρισμένων. Μεταξύ του γνωστού ρεπερτορίου παρουσιάζει ένα νέο, επιθετικότερο και πιο "flat" backhand, κερδίζοντας κατά σειρά τους Τόμας Μπερντιχ, Κέι Νισικόρι, Μίσα Ζβέρεφ και τον φίλο του (κάτοχο τριών majors) Σταν Βαβρίνκα σε πέντε σετ στον ημιτελικό. Στον τελικό περιμένει ο Ράφα, που μετρά 6-2 απέναντι του σε τελικούς γκραν σλαμ. Έρχεται και εκείνος από ημιτελικό των πέντε σετ, απέναντι στον Ντιμίτροφ.
Η αναμέτρηση είναι μοιρασμένη. Ο Φέντερερ πατά καλύτερα, έχει τους περισσότερους winners, αλλά ο Ναδάλ απαντά με τον γνωστό τρόπο και το χέρι του Ελβετού κλειδώνει - γαμημένο άθλημα. Τα σετ μοιράζονται και στο πέμπτο, ο Ναδάλ πετυχαίνει break και προηγείται με 3-1, σαν να βλέπουμε το ίδιο έργο ξανά. Όμως σε εκείνο το σημείο, ο Φέντερερ αφηνιάζει. Παίρνει το break πίσω και για δύο games ακόμη, οι δύο γίγαντες βγάζουν ταυτόχρονα τα πινέλα, δημιουργώντας μία πανδαισία συγκρίσιμη μόνο με τις δύο διασημότερες αναμετρήσεις τους μέχρι τότε (Ρώμη 2006, Wimbledon 2008). Και στο 4-3, παίζουν έναν πόντο-μνημείο.
Advantage Federer. Και κατόπι break, 5-3 και φινάλε με το σερβίς του, για την νίκη που μέχρι σήμερα στέκεται ως πρώτη μεταξύ των άλλων, ίσων επιτευγμάτων του.
Από εκείνον τον τελικό και μετά, για όσο άντεξαν τα πόδια του, ο Φέντερερ πήρε το πάνω χέρι στις αναμετρήσεις του με τον αιώνιο αντίπαλο, με έξι νίκες στις επτά τελευταίες τους αναμετρήσεις. Δεν έφερε το μεταξύ τους ρεκόρ στα ίσια, αλλά υπενθύμισε σε όλους μας πως μεταξύ κορυφαίων τενιστών, το head to head είναι περισσότερο θέμα ταιριάσματος, παρά ζήτημα αληθινής υπεροχής. Πάμε όμως και στο δεύτερο επεισόδιο.
Λονδίνο, 2019. Φέντερερ και Τζόκοβιτς βρίσκονται αντιμέτωποι σε τελικό Wimbledon για τρίτη φορά στην καριέρα τους. Ο Νόλε έχει κερδίσει τους προηγούμενους δύο και βρίσκεται στο νο 1 της παγκόσμιας κατάταξης. Ο Φέντερερ, συνεχίζοντας το σερί του απέναντι στον Ναδάλ, τον αποκλείει εμφατικά με 3-1 στον ημιτελικό. Στον τελικό χάνει το πρώτο σετ και κερδίζει εύκολα το δεύτερο, δείχνοντας ως ο κυρίαρχος του court. Χάνει όμως το τρίτο σετ από κάποια αβίαστα λάθη. Κερδίζει το τέταρτο, πανεύκολα, με ένα break, μπαίνοντας στην τελική ευθεία με αέρα. Ο Τζόκοβιτς αντιστέκεται σθεναρά για 14 games, σκορ 7-7. Όμως ο Φέντερερ σπάει το σερβίς του Σέρβου, προηγείται με 8-7 και αμέσως μετά, έχοντας ακουμπήσει το τρόπαιο, προηγείται με 40-15. Δύο match points.
Και τότε, συμβαίνει το γνωστό, όσο και σπάνιο plot twist...
Μετά από αυτούς τους δύο καταραμένους πόντους και αφού πήγαν χέρι-χέρι μέχρι το 12-12, Φέντερερ και Τζόκοβιτς οδηγήθηκαν σε ένα περίεργο tie break επτά πόντων, απόρροια προσωρινού νεωτερισμού του Wimbledon, εφόσον το σκορ έφτανε ακριβώς σε αυτά τα νούμερα. Ο Τζόκοβιτς το πήρε εύκολα με 7-3, κατακτώντας ίσως το πιο ανέλπιστο από τα 21 του majors. O Φέντερερ υπερίσχυε σε όλες τις στατιστικές κατηγορίες, πλην των αβίαστων λαθών, ανάμεσα τους και εκείνη των συνολικών πόντων με +14. 14 πόντοι, τριάμιση ολόκληρα games.
Ίσως το φινάλε του Φέντερερ στη μεγάλη σκηνή να μπορούσε να ήταν διαφορετικό, με μία ακόμη εποποιϊα στο court στο οποίο μεγαλούργησε και αποθεώθηκε όσο κανένας. Όμως αυτά αφορούν περισσότερο την δική μας αντίληψη περί παραμυθιών, παρά τα βιώματα των αγωνιζομένων. Ο ίδιος, άλλωστε, φαίνεται πως έχει απόλυτη συναίσθηση της μεγάλης εικόνας, που αφορά όχι μόνο τη δική του πορεία, αλλά και την πορεία κάθε επίδοξου αθλητή, κάθε επίδοξης αθλήτριας και κάθε παιδιού που ακουμπά τις ελπίδες του στον επαγγελματικό αθλητισμό. Μιλώντας σε προχθεσινή εκπομπή του BBC, δήλωσε: "Στην αρχή είχα απλώς την ελπίδα ότι μπορεί να αγωνιστώ στο tour κάποια μέρα. Και μόνο το να είσαι στο top 100 είναι μια τεράστια υπόθεση. Έρχομαι από μία μικρή χώρα, που δεν έχει τις βάσεις για να παράγει πολλούς παίκτες. Στο μυαλό μου, ξεπέρασα κάθε δυνατότητα (σ.σ. "I totally overachieved"). Ήταν σαν να βρίσκομαι διαρκώς σε ένα καταπληκτικό όνειρο. Και το ξέρω, για αυτό ακριβώς και είμαι απόλυτα χαρούμενος που σταματάω".
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία πίκρα, ούτε καν η παραμικρή στενοχώρια για κάποιες κορυφές, που ενδεχομένως να κατέκτησαν άλλοι. Η διαδρομή του Ρότζερ Φέντερερ υπήρξε μοναδική, υπεύθυνη για την εκτόξευση του θεάματος του τένις. Ακόμη, εξίσου σπουδαίο, υπήρξε ο βατήρας μίας σπανιότατης, ή ακόμη και μοναδικής, αθλητικής συγκυρίας για όλα τα σπορ.
Σκεφτείτε τη λίγο. Την Παρασκευή το βράδυ, σε μία αυλαία που προκαλεί ανατριχίλες, οι Φέντερερ και Ναδάλ θα πατήσουν ως συμπαίκτες τα court του Λονδίνου, για να εκπροσωπήσουν στο Laver Cup την ομάδα της Ευρώπης, ενάντια σε εκείνη του υπόλοιπου κόσμου. Στην άκρη του γηπέδου, επίσης συμπαίκτης τους και ακόμη εν ενεργεία, θα τους ενθαρρύνει ο Νόβακ Τζόκοβιτς. Σαν να έπαιζαν ταυτόχρονα την ίδια εποχή ο Πελέ, ο Μαραντόνα και ο Μέσι. Σαν να αγωνίζονταν στην ίδια ομάδα, την ίδια ημέρα, ο Λεμπρόν, ο Air και ο Καρίμ, χωρίς κανείς τους να έχει μπει σε μουσείο. Τι άλλο θα μπορούσε να αξίζει περισσότερο στον καλύτερο παίκτη της ιστορίας από αυτό;
---------------------------------------------------------
Y.Γ. Ένας πίνακας με όλους τους τελικούς του Φέντερερ σε τουρνουά Γκραν Σλαμ