Ο Πατέρας, πάντα έλεγε πως τα ταξίδια είναι μία από τις ωραιότερες εμπειρίες που μπορεί να απολαύσει στη ζωή του ένας άνθρωπος. Η επαφή και η γνωριμία με νέα άτομα, διαφορετικές κουλτούρες, είναι πράγματα ανεκτίμητα και ανεξίτηλα. Πόσο δε, όταν κάποιος κάνει ένα ταξίδι μακριά από τα «στενά» όρια της Ευρώπης. Πάνε χρόνια από μια τέτοια εμπειρία που είχα, η οποία ανά στιγμές, ιδίως στις καλοκαιρινές διακοπές, επανέρχεται στη μνήμη μου, είτε μέσω μιας φωτογραφίας, είτε μέσω ενός wallpaper, είτε μέσω συζητήσεων με γονείς και φίλους. Ας γίνει λοιπόν ένα ταξίδι στον χρόνο με τη χρονομηχανή του μυαλού.
Δεκαέξι χρόνια πίσω, το καλοκαίρι του 2005 αποφάσισαν οι γονείς να πάνε αυτή τη φορά στη νότιο Αμερική και δη σε Περού, Βολιβία, Χιλή. Ένα ταξίδι που θα διαρκούσε σχεδόν τρεις εβδομάδες. Στο μεταίχμιο εγώ μεταξύ δευτέρας και τρίτης λυκείου, υπήρξα ο τυχερός της οικογένειας -συγγνώμη Αθηνά, Άλεξ- καθώς εμένα επέλεξαν στο να τους ακολουθήσω, ίσως και ως μία μορφή πρωίμου δώρου ενόψει της δύσκολης και επίπονης χρονιάς που έχουν όλοι οι μαθητές με τις πανελλήνιες εξετάσεις. Ένα ταξίδι-εμπειρία ζωής για έναν 17χρονο νέο, που ανακαλύπτει έναν κόσμο ξένο σε αυτόν, με διαφορετικά ήθη και έθιμα, που φάνταζαν τόσο μακρινά σε σχέση με τον τρόπο ζωής που είχε συνηθίσει. Κακά τα ψέματα, τα ταξίδια που πραγματικά αποτελούν τέτοιες εμπειρίες είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη όσα γίνονται σε άλλες ηπείρους, μακριά από αυτό που έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε ως «δυτικό πολιτισμό».
Η αναμονή λοιπόν για το υπερατλαντικό αυτό ταξίδι εκείνη την περίοδο, συνδυάστηκε με την ανάγνωση του βιβλίο «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας». Το υπέροχο αυτό βιβλίο πραγματεύεται την υπέροχη περιπέτεια του νεαρού τότε φοιτητή ιατρικής Ερνέστο Γκεβάρα, με τον καλό του φίλο Αλμπέρτο Γρανάδο και την πραγματική γνωριμία τους με την νοτιοαμερικανική ήπειρο. Ένα ταξίδι που για αυτούς διήρκησε αρκετούς μήνες, τους έκανε να έρθουν σε επαφή με τον απλό κόσμο, τα προβλήματά τους και έπαιξε μεγάλο ρόλο στο να διαμορφωθεί ο χαρακτήρας του μεγάλου αυτού μαρξιστή επαναστάτη. Ένα ταξίδι που μεγάλο μέρος του έγινε πάνω στη μοτοσυκλέτα του Γρανάδο, μία Norton 500 κυβικών, την Poderosa όπως την ονόμαζε (που ίσως επανέλθουμε μελλοντικά σε αυτό).
Ίσως η περιγραφή των μερών που επισκέφτηκε το δίδυμο των Γκεβάρα-Γρανάδο σχεδόν μισό αιώνα πριν το δικό μου ταξίδι με έκανε ακόμα πιο ανυπόμονο από όσο ήδη ήμουν για να γνωρίσω και εγώ αυτόν τον κόσμο. Να επισκεφτώ τα μέρη στις τρεις χώρες που θα πηγαίναμε, μέρη που είχε επισκεφτεί ο Γκεβάρα.
Θα μπορούσα να γράψω για πολλά μέρη και εμπειρίες από αυτό το ταξίδι, αλλά θα προτιμήσω να σταθώ στην ημέρα που επισκεφτήκαμε το Mάτσου Πίτσου. Ίσως επειδή είναι και το ομορφότερο μέρος στο οποίο έχω βρεθεί.
Μετά από κάποιες ημέρες λοιπόν στο Περού, είχε έρθει η μέρα που θα επισκεπτόμασταν ενδεχομένως το πιο γνωστό μέρος της συγκεκριμένης χώρας. H βάση λοιπόν των επισκεπτών είναι το Κούζκο, η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, το οποίο βρίσκεται περίπου 80 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της αρχαίας πόλης των Ίνκας και είναι χτισμένο σε υψόμετρο 3.400 μέτρων. Αποτελεί μέλος της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, καθώς, μεταξύ άλλων, αποτέλεσε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Ίνκας από τον 13ο αιώνα έως και τον 16ο, όταν και έλαβε χώρα η ισπανική εισβολή.
Το Κούζκο είναι μία όμορφη πόλη, με μία υπέροχη πλατεία, την Plaza d’Armas, στο κέντρο της, περιστοιχισμένη από καθολικούς ναούς, τα ερείπια ενός παλατιού των Ίνκας, του οποίου το πίσω μέρος διασώζεται, ενώ χρησιμοποιείται και ως ξενοδοχείο, με τα λιθόστρωτα σοκάκια της πόλης, σε συνδυασμό με τα αποικιοκρατικού τύπου μπαλκόνια, να συνδυάζουν δύο διαφορετικούς πολιτισμούς, με τον έναν εκ των δύο να επικράτησε με βίαιο τρόπο. Οι Ισπανοί κονκισταδόροι υπό τον Φρανσίσκο Πισάρρο ανακάλυψαν την συγκεκριμένη πόλη το 1534. Eδώ αξίζει να σημειώσω πως, παρότι έχουμε στο μυαλό μας τον πολιτισμό των Ίνκας συνυφασμένο με το Περού, η αλήθεια είναι πως εμφανίστηκαν το 1.200 μ.Χ. και άνθησε μέχρι να τους «εκχριστιανίσουν» οι Ευρωπαίοι κατακτητές.
Μέρος της πλατείας με την καθεδρικό ναό να δεσπόζει.
(η φωτογραφία είναι από το προσωπικό αρχείο)
Η μέρα λοιπόν είχε ξεκινήσει από νωρίς. Με το πρωινό, αφού αρκετοί εξ ημών (ok, βασικά δυο-τρεις το κάναμε) ήπιαμε τσάι από φύλλα κόκας, ένα αφέψημα που συνηθίζεται στην περιοχή των Άνδεων και λειτουργεί ως «φάρμακο» για τις επιπτώσεις του υψομέτρου, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με το μάσημα των φύλλων του συγκεκριμένου φυτού. Είχα πάρει μάλιστα στην επιστροφή στην Ελλάδα μαζί μου ορισμένα φακελάκια τέτοιου τσαγιού, για να συγκρίνω το πως ένιωθα όταν το έπινα εκεί και πως μακριά από την επίδραση του υψομέτρου, αλλά ποτέ δεν κατάλαβα κάποια ιδιαίτερη διαφορά για να είμαι ειλικρινής. Γευστικά δεν μπορούσα να κρίνω αν υπήρχε διαφορά από το κανονικό, καθώς ουδέποτε υπήρξα λάτρης του συγκεκριμένου αφεψήματος έτσι κι αλλιώς.
Τέλος πάντων. Αφού φτάσαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό, επιβιβαστήκαμε στο τρένο και ξεκινήσαμε για μία υπέροχη διαδρομή ανάμεσα στο υπέροχο τοπίο της περουανικής ενδοχώρας. Το γράφω «περουανική» και όχι «περουβιανή» καθώς ποτέ δεν κατάλαβα το ‘’β’’ που γράφουν στη λέξη, καθώς οι ίδιοι οι κάτοικοι αναφέρουν εαυτούς ως «Περουανούς». Μια διαδρομή ανάμεσα στα μεγαλοπρεπή βουνά των Άνδεων, σε καταπράσινες κοιλάδες και ποτάμια που ταξίδευαν μαζί με το τρένο, πλάι-πλάι στις ράγες. Aυτο το χρονικό διάστημα μέχρι να φτάσουμε στο Μάτσου Πίτσου ήταν ίσως το ιδανικότερο προεόρτιο της ανάβασης στην αρχαία πόλη, στο «αρχαίο βουνό» σύμφωνα με τη γλώσσα Κέτσουα, μία από τις ιθαγενείς γλώσσες της περιοχής.
Τα ταξίδια με το τρένο πάντα έκρυβαν μια γοητεία για μένα. Να κάθεσαι στο παράθυρο και να χαζεύεις τη φύση έξω, τα δέντρα, τα βουνά που υψώνονται μεγαλοπρεπή κατά τη διαδρομή ή τα ποτάμια που μοιάζουν πολλές φορές με έναν οδηγό που κατευθύνουν την ανθρώπινη αυτή μηχανή στον προορισμό της. Ο ποταμός Ουρουμπάμπα είναι στην συγκεκριμένη διαδρομή ο συνοδός του τρένου, καθώς αυτό κυλάει σαν φίδι στην ιερή κοιλάδα της περιοχής των Άνδεων. Το ταξίδι διήρκησε περίπου ένα τρίωρο, αν θυμάμαι καλά, ωστόσο η αναμονή και η προσμονή για τη γνωριμία με το άγνωστο αυτό μαγικό μέρος μεγάλωσε όσο περνούσε ο χρόνος. Πολλώ δε μάλλον όταν έφτασε στον προορισμό, στην πόλη Aguas Calientes και επιβιβαστήκαμε σε ένα πούλμαν το οποίο θα έκανε ομαλότερη μέχρι ενός σημείου την ανάβαση στο βουνό. Η μαγεία που εξέπεμπε αυτό το μέρος μεγάλωσε όταν βρεθήκαμε πάνω από τα σύννεφα. Σχεδόν μυσταγωγικό το κομμάτι αυτό, έμοιαζε σαν από παραμύθι, σαν ταινία φαντασίας, που διασχίζεις μία πόρτα και ταξιδεύεις σε έναν άλλον τόπο.
Ίσως να ακούγεται υπερβολικό, αλλά είναι πραγματικότητα. Το πούλμαν έφτανε μέχρι ένα σημείο και από εκεί και πέρα η υπόλοιπη διαδρομή θα γινόταν με τα πόδια. Κάτι που συνέβαινε με συχνές στάσεις, διότι ορισμένα μέλη του γκρουπ χρειαζόταν εύλογα ανάσες όσο το υψόμετρο όλο και μεγάλωνε.
Περίπου στα 2.700 μέτρα υψόμετρο δεσπόζει η αρχαία αυτή μυστηριώδης πόλη των Ίνκας, η οποία συνδέεται με διάφορους ιστορίες ή μύθους ακόμα και μεταφυσικής φύσης, όπως άλλωστε συμβαίνει για πολλές περιοχές στην ευρύτερη περουανική γη. Ίσως αυτοί οι μύθοι οφείλουν την ύπαρξή τους και στο ότι η πόλη μοιάζει να εγκαταλείφθηκε «απότομα» από τους κατοίκους, καθώς και στο ότι οι Ίνκας δεν άφησαν πίσω τους γραπτά, κείμενα. Η εικόνα, η θέα, μόλις φτάνει ένας ταξιδιώτης στην δίπλα κορυφή είναι απερίγραπτα εντυπωσιακή. Τα λόγια μοιάζουν να στερεύουν και η φωτογραφία ίσως είναι «λίγη» για να αναδείξει την φυσική ομορφιά του τοπίου και την υπέροχη αρχιτεκτονική των Ίνκας. Μία πόλη στην κορυφή ενός βουνού, περιτριγυρισμένη από άλλα υψηλότερα βουνά, η οποία από μόνη της φαντάζει ένα «οχυρό» κρυμμένο καλά από τους επίδοξους κατακτητές του παρελθόντος. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της, καθώς δεν κατακτήθηκε ποτέ από τους Ισπανούς, την κάνουν ιδιαίτερα σημαντική για όσα διδάσκει σε ιστορικούς και σε απογόνους των Ίνκας. Ανακαλύφτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα , το 1911 συγκεκριμένα, από τον Αμερικανό αρχαιολόγο και ιστορικό Χίραμ Μπίνγκαμ. Έχει κηρυχθεί από την UNESCO Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ενώ έχει ψηφιστεί παγκοσμίως ως ένα από τα νέα επτά θαύματα.
(φωτογραφία από το προσωπικό άλμπουμ. Αν αναρωτιέστε για την ποιότητα, οκ έχουν περάσει και 16 χρόνια).
Η πόλη ακόμα αποτελεί αντικείμενο έρευνας για το τι πραγματικά ήταν. Μία άποψη θεωρεί πως αποτελούσε ένα αρχαίο αστρονομικό παρατηρητήριο, άλλη πως ήταν ένας χώρος λατρείας προς τους θεούς, ή απλά ένα φρούριο. Η έλλειψη γραπτών πηγών συμβάλει σε αυτές τις διφορούμενες απόψεις. Η θεωρία περί παρατηρητηρίου πηγάζει και από διάφορα κτίσματα στην ακρόπολη αυτή των Ίνκας. Όπως για παράδειγμα το Ιντιχουατάνα, το οποίο χρησίμευε για να προσδιορίζουν το ηλιοστάσιο ή ο ναός του Ήλιου. Καθώς ο επισκέπτης περπατά ανάμεσα στα αρχαία αυτά κτίσματα, στα λαξευμένα από πέτρα, δεν γίνεται να μην απορήσει πως κατάφεραν και τα κουβάλησαν σε τέτοιο υψόμετρο και πόσο αρμονικά χτισμένα ήταν. Ή, αντίστοιχα, τα μεγάλα «περβάζια» που υπάρχουν στο πλάι και χρησιμοποιούνταν για καλλιέργειες. Για κάποιον με μία δόση υψοφοβίας (όπως εγώ…), μου φάνταζε αδιανόητο όλο αυτό. Το τρομερά ενδιαφέρον, όπως μας είχε πει ο ξεναγός, ήταν πως τα κτίρια στο Μάτσου Πίτσου ήταν έτσι χτισμένα και με τέτοιον τρόπο τοποθετημένες οι πέτρες που είχαν αντισεισμική προστασία.
Tα λιάμα (ή ok, μην αρχίσω να ακούγομαι περίεργος, τα λάμα) είναι οι μόνιμοι κάτοικοι του μέρους, οι φύλακες πια αυτής της πόλης, όπου και βρίσκονται στην κεντρική «πλατεία» και απολαμβάνουν αμέριμνα το γρασίδι, μαζί φυσικά με τα φλας των ενοχλητικών ξένων, σε έναν χώρο που απαγορεύονταν ωστόσο να πατάει (με την κυριολεκτική έννοια του ρήματος «πατάω») τουρίστας.
Οι ώρες κυλήσανε σαν νεράκι, καθώς προσπαθούσα να εγγράψω όλες εκείνες τις εικόνες και τις πληροφορίες, τόσο στο μυαλό όσο και στη φωτογραφική μηχανή, για μελλοντικά νοητικά ταξίδια στο παρελθόν, όπως ενδεχομένως ένα τέτοιο αποτελεί και το σημερινό κείμενο. Καθώς περπατούσαμε ανάμεσα στα διάφορα κτίσματα, στους ναούς, όπως αυτός του κόνδορα με την πέτρα να έχει λαξευτεί ώστε να θυμίζει το πτηνό, το σύμβολο γονιμότητας και αναπαραγωγής των Ίνκας, ή στον ναό του ήλιου, η σκέψη πως θα μπορούσαμε να είχαμε μάθει αρκετά περισσότερα για τον αρχαίο αυτό λαό αν είχαν γραπτά, ήταν που κυριαρχούσε μέσα μου. Και πόσο κρίμα είναι αυτή η έλλειψη γραπτών κειμένων, παρότι το μυστήριο της απουσίας τους έχει αναντίρρητα και αυτό τη γοητεία του. Μια πόλη που εγκαταλείφτηκε ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει η απειλή των Ισπανών, και που ποτέ δεν θα μάθουμε τι πραγματικά συνέβη. Εκτός βέβαια αν κάποιος έχει διαβάσει τα cult βιβλία του Έρικ Φον Ντένιγκεν, που η απάντηση στα περισσότερα ζητήματα είναι απλή και αφορά τους εξωγήινους, κάτι τρομερά αστείο δηλαδή.
Ωστόσο, όλο το ταξίδι άλλωστε στο Περού περιβαλλόταν από έναν μανδύα μυστηρίου, είτε αναφορικά με το Μάτσου Πίτσου, είτε με τις γραμμές της Νάζκα, με τον προαναφερθέντα συγγραφέα να έχει την ίδια εξήγηση για όλα: εξωγήινοι. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος τόπος είναι στην πραγματικότητα, για έναν τουρίστα, κάτι σαν τόπος «προσκυνήματος» στον αρχαίο πολιτισμό των Ίνκας. Ένας τρόπος να αποτίσει την τιμή που αρμόζει στους ανθρώπους που έζησαν στην αμερικανική αυτή ήπειρο αιώνες πριν. Να μάθει για αυτούς και να μπορέσει να δει ορισμένες ομοιότητες που είχαν όλοι οι λαοί από τη γέννηση του κόσμου, όπως, για παράδειγμα, της λατρείας του θεού ήλιου.
Αυτή η γοητεία και το μυστήριο που περιβάλλει το μέρος ήταν και η μόνιμη συζήτηση στην επιστροφή στο Κούσκο. Δυστυχώς δεν υπήρχαν τα κινητά που υπάρχουν τώρα ώστε να βλέπαμε άμεσα όλες τις φωτογραφίες που είχαμε τραβήξει και δη σε υψηλή ανάλυση, αν και, υπό μία άποψη, δεν ήταν κακό αυτό. Για να περάσει η ώρα στο τρένο λίγο πιο γρήγορα, ξαναδιάβαζα στο βιβλίο που είχα μαζί μου και συγκεκριμένα το κεφάλαιο στο οποίο ο Γκεβάρα επισκεπτόταν τον ίδιο χώρο, προσπαθώντας να αντιπαραβάλω στο μυαλό μου τις εικόνες και την εμπειρία ζωής που είχα με τα γραφόμενα. Για τον νεαρό τότε εαυτό μου, η ιδέα να βρίσκομαι στα ίδια μέρη με τον Αργεντίνο επαναστάτη ήταν από μόνη της ονειρική.
Αντί επιλόγου
Στο ξενοδοχείο φτάσαμε ενώ είχε νυχτώσει. Θα αλλάζαμε και θα πηγαίναμε να φάμε και να πιούμε λίγο πίσκο σάουρ (κάτι σαν παραδοσιακό ποτό στο Περού). Λίγο πριν μπω στο ξενοδοχείο, συνάντησα έναν νεαρό, που πωλούσε καρτ ποστάλς. Καθώς με είχε συναντήσει και το προηγούμενο βράδυ, όταν δεν είχα χρήματα πάνω μου για να πάρω τις φωτογραφίες που ήθελα, είχαμε ανανεώσει τη συναλλαγή μας για εκείνη την ημέρα. Καθώς αγόρασα ορισμένες από αυτές, πιάσαμε την κουβέντα -ευτυχώς γνώριζε αγγλικά.
‘’Από που είστε; ‘’
‘’Από την Ελλάδα’’
‘’Α, υπέροχα, Ελλάδα. Πως σε λένε’’ μου κάνει.
‘’Πάνος το όνομά μου. Εσένα; ‘’
‘’Άντονι, σαν τον παίχτη του ΝΒΑ’’ .
Και η κουβέντα συνεχίστηκε για ΝΒΑ, μπάσκετ, για τον νεαρό τότε Καρμέλο Άντονι, ο οποίος βρισκόταν ήδη δύο σεζόν με τη φανέλα των Νάγκετς στο κορυφαίο πρωτάθλημα μπάσκετ. Και ο οποίος αυτή τη χρονιά θα συμπληρώσει 19 χρόνια αγωνιζόμενος πια με τη φανέλα των Λέικερς. Δεν κρύβω πως από εκείνη την κουβέντα και εντεύθεν παρακολουθούσα αρκετά πιο στενά την καριέρα του, με το μυαλό μου πάντοτε να τον συνδυάζει με τον νεαρό Περουανό που μου είχε πουλήσει καρτ-ποστάλς.
Υ.Γ.: Λείπεις.