Η μπασκετική μας μοναδικότητα
Όλα, φυσικά, ξεκίνησαν το 1987. Το έτος ορόσημο για το ελληνικό μπάσκετ που έφερε τη χώρα στην θέση της πρωταθλήτριας Ευρώπης. Ο θρίαμβος της εθνικής ομάδας αποτέλεσε, σε ένα βαθμό, ένα από τα σημεία κλειδιά της γενικότερης κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικής αλλαγής που ευαγγελίζονταν το ΠΑ.ΣΟ.Κ και οι διαδοχικές του κυβερνήσεις. Ως εκ τούτου, οι επιτυχίες του ελληνικού μπάσκετ, τόσο της εθνικής ομάδας όσο και του Άρη και του Π.Α.Ο.Κ στη συνέχεια, αποτέλεσαν ιστορικά γεγονότα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα κόμματα εξουσίας, ως μια επιβεβαίωση της ελληνικής μοναδικότητας και του αστείρευτου ελληνικού ταλέντου.
Οι πρώτες αυτές σύγχρονες επιτυχίες προσέδωσαν στο φίλαθλο κοινό της χώρας μια πρωτόγνωρη αίσθηση αθλητικής ανωτερότητας, μιας και επιτυχίες τέτοιου βεληνεκούς ήταν πρωτοφανείς για την χώρα μας, και τόνωσαν την εθνική υπερηφάνεια. Έτσι οι επιτυχίες της εθνικής ομάδας όπως και του Άρη, του Π.Α.Ο.Κ, του Π.Α.Ο, του Ολυμπιακού, της Α.Ε.Κ, ακόμη και του Αμαρουσίου αποτέλεσαν και αποτελούν ακόμη για το μέσο φίλαθλο αδιαμφισβήτητή απόδειξη της ελληνικής μπασκετικής ανωτερότητας έναντι άλλων χωρών. Χαρακτηριστικό μάλιστα του ιδιάζοντος στάτους του μπάσκετ έναντι άλλων αθλημάτων είναι ότι ακόμη και οι οπαδοί χρησιμοποιούν τις επιτυχίες των άλλων ελληνικών ομάδων, όταν θέλουν να πικάρουν ξένους οπαδούς, ιδίως προερχομένων εκ Τουρκίας. Εδώ μάλιστα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μοναδικό φαινόμενο. Παρά το γεγονός ότι οι οπαδοί όλων των χρωμάτων τείνουν να εκμηδενίζουν τις Ευρωπαϊκές επιτυχίες των άλλων ομάδων μεταξύ τους, επιδεικνύουν μια τάση συστράτευσης για την υπεράσπιση της ελληνικής μπασκετικής ιδιαιτερότητας.
Οι αρχικές επιτυχίες των ελληνικών ομάδων εκτός συνόρων συνεχίστηκαν καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και ’00, έχοντας ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εθνικού πρωταθλήματος με ανταγωνιστικές και εύρωστες ομάδες, κατά κύριο λόγο εντός των αστικών κέντρων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση Ευρωπαϊκών κυπέλλων και την σχεδόν μόνιμη εκπροσώπηση της χώρας στις κορυφές του Ευρωπαϊκού μπάσκετ. Αυτή η αίσθηση μοναδικότητας του ελληνικού μπάσκετ επιβεβαιώθηκε στα μάτια όλων των Ελλήνων φιλάθλων τη διετία 2005 και 2006, χρονιές που η εθνική ομάδα κέρδισε το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα στο Βελιγράδι και ήρθε δεύτερη στο Παγκόσμιο κύπελλο της Ιαπωνίας αντιστοίχως, νικώντας μάλιστα την Αμερικάνικη dream team, μια νίκη που σίγουρα αποτελεί το πλέον βασικό κομμάτι του σκληρού πυρήνα της ελληνικής μπασκετικής μοναδικότητας. Αυτή η κατάσταση διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό μέχρι και τις απαρχές της κρίσης.
Οι αλλαγές της κρίσης και το μπάσκετ ως υπενθύμιση
Η οικονομική κρίση αδιαμφισβήτητα επέφερε σαρωτικές αλλαγές στο ελληνικό μπάσκετ, με πρώτο και κύριο την ταχεία μείωση της ανταγωνιστικότητας του εγχώριου πρωταθλήματος, μιας και τα μπάτζετ των ελληνικών ομάδων, με εξαίρεση ως ένα βαθμό τον Ολυμπιακό και τον Π.Α.Ο, μειώθηκαν δραστικά και οδήγησαν στην αποσάθρωση ιστορικών ομάδων όπως ο Πανιώνιος, ο Ηρακλής, και το Περιστέρι μεταξύ άλλων. Παρά την οικονομική ύφεση και τις σαρωτικές αλλαγές εντός των συνόρων, ο Ολυμπιακός και ο Π.Α.Ο παρέμειναν στην κορυφή του Ευρωπαϊκού μπάσκετ κατακτώντας από δύο φορές την Ευρωλίγκα και παίρνοντας μέρος σε επτά από τα οκτώ Final Four της μετά-κρίσης εποχής. Παρά τις επιτυχίες των δύο ελληνικών ομάδων, το φίλαθλο κοινό έχοντας πλέον επηρεαστεί αρνητικά, τόσο οικονομικά όσο και ψυχολογικά, από την κρίση προσέδωσε στο μπάσκετ, μιας και το ποδόσφαιρο δεν δύναται να προσφέρει αντίστοιχες επιτυχίες, μια μεταφυσική διάσταση. Η νίκη και η κατάκτηση της κορυφής πλέον αποτελούν για την μεγαλύτερη μερίδα των φιλάθλων αυτοσκοπό, μιας και η επιβεβαίωση της ελληνικής μπασκετικής μοναδικότητας αποτελεί πλέον απόλυτη ψυχολογική, πάνω απ’ όλα, ανάγκη.
Έτσι η κάθε επιτυχία, τόσο της εθνικής ομάδας όσο και των συλλόγων, λειτουργεί μια μεταφυσική πύλη εξόδου από την μιζέρια της κρίσης και ένα συνδετικό κρίκο με το λαμπρό και ένδοξο παρελθόν. Πιθανώς οι αποτυχίες των ομάδων να εκλαμβάνονται από την πλειοψηφία των Ελλήνων φιλάθλων ως το οριστικό τέλος μιας χρυσής εποχής ευμάρειας, η οποία ρεαλιστικά ίσως και να έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Το μπάσκετ, εν ολίγοις, αποτελεί για την πλειοψηφία των φιλάθλων μια σταθερή υπενθύμιση της προ-κρίσεως εποχής, δίνοντας τους την ευκαιρία να ξαναζήσουν τα πρότερα χρόνια της ευμάρειας , έστω και για μερικές στιγμές. Επιπροσθέτως, η όξυνση, σε ένα βαθμό, των σχέσεων με ξένες κυβερνήσεις εντός της Ε.Ε και η δημιουργία ενός ήμι-εθνικιστικού αφηγήματος από την εγχώρια πολιτική σκηνή προσέδωσε μια ακόμη διάσταση στον Ελληνικό μπασκετικό εθνικισμό, καθιστώντας τις επιτυχίες πιο επιβεβλημένες από ποτέ. Με βάση αυτή τη λογική θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε το πρόσφατο λεγόμενο Πούλμαν-gate και κατά κύριο λόγο τις αντιδράσεις του φίλαθλου κοινού.
Case study. Το πούλμαν.
Ο αποκλεισμός του Παναθηναϊκού από την τουρκική Φενέρμπαχτσε του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, δηλαδή του συμβολου της Παναθηναϊκής μπασκετικής ευμάρειας και κυριαρχίας, αποτέλεσε αφορμή για μια από τις πλέον παράδοξες μπασκετικές ιστορίες. Τόσο η απόφαση του ιδιοκτήτη του Παναθηναϊκού να ακυρώσει τα αεροπορικά εισιτήρια της ομάδας και να αναγκάσει, εν είδει τιμωρίας, τους παίκτες να ταξιδέψουν οδικώς από την Κωνσταντινούπολη, όσο και οι διαφορετικές αντιδράσεις που αυτή η απόφαση προξένησε στο ελληνικό φίλαθλο κοινό, αποτελούν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να τεστάρουμε την άνωθεν υπόθεση εργασίας. Αρχικώς, θα πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης του Παναθηναϊκού είναι το δίχως άλλο μια έντονη, αμφιλεγόμενη, και ως εκ τούτου διχαστική προσωπικότητα, κάτι που προσομοιάζει σε ένα βαθμό στις προβεβλημένες από τα ΜΜΕ προσωπικότητες στον καιρό της κρίσης. Από τη μια μεριά, μια μερίδα φιλάθλων της ομάδας βλέπουν στον Γιαννακόπουλο τον πλούσιο ιδιοκτήτη-οπαδό που θα ήθελαν το δίχως άλλο, κυρίως την σήμερον ημέρα, να είναι οι ίδιοι. Από την άλλη, μια μεγάλη μερίδα φιλάθλων, με αφορμή κάποιες πλήρως αρνητικές και προβληματικές του συμπεριφορές, βλέπουν στον ιδιοκτήτη της ομάδας μια προσωπικότητα που βλάπτει το κύρος του μπασκετικού Παναθηναϊκού.
Σε αυτό το διχασμένο και ιδιάζον περιβάλλον της Ελλάδας της κρίσης, η απόφαση-τιμωρία του Γιαννακόπουλου, παρότι καταδικάστηκε από μια μεγάλη μερίδα φιλάθλων, επιδοκιμάστηκε από μια εξίσου μεγάλη, κάτι το οποίο λαμβάνοντας υπόψιν μας την υπόθεση εργασίας μας δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Δεδομένης της μεταφυσικής διάστασης που απέκτησε το ελληνικό μπάσκετ στον καιρό της κρίσης, η ήδη υπερβολική απαίτηση για συνεχείς επιτυχίες μετατράπηκε σε αυτοσκοπό. Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις από τους επαγγελματίες και καλοπληρωμένους, ιδίως για τα δεδομένα της εποχής, αθλητές έγιναν όλο και μεγαλύτερες. Μπροστά στην εκπλήρωση της ανάγκης για συνεχείς επιτυχίες, η μερίδα αυτή των φιλάθλων απώλεσε εν μία νυκτί την όποια αίσθηση αλληλεγγύης και σεβασμού στους παίκτες που έχουν προσφέρει επιτυχίες και χαρές στο παρελθόν.
Επιπροσθέτως, μεγάλη μερίδα φιλάθλων θεωρεί ότι οι υψηλές αποδοχές των παικτών τους αφαιρούν μια σειρά δικαιωμάτων τα οποία θεωρούνται δεδομένα για την υπόλοιπη κοινωνία, όπως λόγου χάριν η αξιοπρέπεια. Πλεον αυτό είναι κάτι το σύνηθες στην Ελλάδα της κρίσης, όπου οι τεχνητές, σε ένα βαθμό, προστριβές μεταξύ επαγγελματικών ομάδων αποτελούν το καθημερινό φαινόμενο. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αποδεχθούμε τις εν λόγω συμπεριφορές, όπως επίσης δεν θα πρέπει να αποδεχθούμε και την εν γένει μεταφυσική διάσταση που έχει αποκτήσει το παιχνίδι του μπάσκετ στην χώρα μας, η οποια μας δίνει όμως έναν μπούσουλα, βάσει του οποίου μπορουμε να κατανοήσουμε τα κοινωνικά φαινόμενα που μας περιβάλλουν.