Η ζωή του Wayne Embry είναι δυστυχώς γεμάτη από περιστατικά όπως το παραπάνω, αρκετά από τα οποία μας τα διηγείται στο απροσδόκητα καλό και ενδιαφέρον βιβλίο τού “The Inside Game”, το οποίο πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου. Είναι μια αυτοβιογραφία που δεν περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από το μπάσκετ, αλλά όπως φαίνεται και απ’ τον υπότιτλο “Race, Power & Politics in the NBA” επεκτείνεται σε περισσότερα ζητήματα. Ο Embry εξιστορεί διάφορα γεγονότα από την παιδική του ηλικία, το κολλέγιο και τα χρόνια του στο NBA -είτε ως παίκτης είτε ως executive- με μια αμεσότητα στο γράψιμο που προσωπικά με κέρδισε από τις πρώτες σελίδες. Αλλά για να μην παραπαίρνουμε φόρα, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, ξεκινώντας από τα βασικά, όπως για παράδειγμα το ποιος είναι ο Wayne Embry.
Ο Wayne Embry λοιπόν είναι βετεράνος παίκτης του NBA, όπου και αγωνίστηκε από το 1958 έως το 1969 φορώντας τη φανέλα των Cincinatti Royals, των Boston Celtics και των Milwaukee Bucks. Κέρδισε τον τίτλο του πρωταθλητή με την ομάδα της Βοστώνης το 1968, ενώ αγωνίστηκε σε πέντε συνεχόμενα All-Star game (1961-65). Αρχικά έιχε γίνει draft από τους St. Louis Hawks το 1958, αλλά δόθηκε με ανταλλαγή στο Cincinatti λίγο πριν ξεκινήσει η rookie του σεζόν. Λόγω των δυνατών του σκριν πήρε το παρατσούκλι “The Wall”. Στους Royals συνέθεσε ένα αξιόμαχο δίδυμο με τον Oscar Robertson, ο οποίος ήρθε στην ομάδα το 1960, και μάλιστα τη σεζόν 1961-62 έφθασαν να έχουν το 2ο καλύτερο ρεκόρ στο NBA.
Μετά την αποχώρηση από την ενεργό δράση έμεινε στη λίγκα για πάνω από 30 χρόνια ως διοικητικό στέλεχος σε αρκετές ομάδες όπως οι Bucks, οι Pacers, οι Cavs και οι Raptors. Ως μέλος του front office των Bucks έπαιξε κομβικό ρόλο, μεταξύ άλλων, στο να πειστεί ο Oscar Robertson να υπογράψει στο Μιλγουόκι και να γίνει συμπαίκτης με τον Lew, Alcindor με αποτέλεσμα οι Bucks να κερδίσουν το μοναδικό πρωτάθλημα της ιστορίας τους το 1971.
Ο Embry κάνει μια ωραιότατη ιστορική αναδρομή στα πρώτα του χρόνια στη λίγκα. Το ΝΒΑ τη δεκαετία του ‘60 βρισκόταν ακόμη σε νηπιακό στάδιο και είναι πολλά τα παραδείγματα μέσα στο βιβλίο που περιγράφουν τις συνθήκες της εποχής. Σε πολλές πόλεις το άθλημα δεν ήταν καθόλου δημοφιλές, με αποτέλεσμα να υπάρχει έλαχιστη ραδιοφωνική κάλυψη και φυσικά καθόλου τηλεοπτική. Παρόλο που στα ρόστερ υπήρχαν αρκετοί All-Americans αθλητές, συνήθως τα παιχνίδια διεξάγονταν μπροστά σε έλαχιστο κόσμο. Τα ματς βέβαια ήταν άκρως ανταγωνιστικά τόσο λόγω “περηφάνιας και εγωισμού” όσο και λόγω του ότι ήταν πολύ λίγοι οι παίκτες που είχαν εγγυημένα συμβόλαια εκείνη την εποχή. Οι τραυματισμοί δεν πτοούσαν κανέναν, γιατί αν δεν έπαιζες υπήρχε ο κίνδυνος να σου πάρουν τη θέση και να χάσεις τη δουλειά σου, ενώ για τους ίδιους λόγους οι καυγάδες μέσα στο παρκέ ήταν αρκετά σύνηθες φαινόμενο. Ο μέσος ετήσιος μισθός ήταν λιγότερο από 20,000$ και το συνολικό payroll της κάθε ομάδας δεν ξεπερνούσε τις 100,000$. Σχέδον όλες οι ομάδες είχαν απλώς το μίνιμουμ αριθμό παικτών που απαιτούνταν (10), ενώ πολύ λίγοι απ’ αυτούς ήταν μαύροι, σίγουρα όχι περισσότεροι από ένας ανά ομάδα. Τα περισσότερα front offices δεν διέθεταν πάνω από πέντε άτομα, δεν υπήρχαν assistant coaches, οι γυμναστές δεν ταξίδευαν με την ομάδα εκτός έδρας κ.ο.κ.
Γράφοντας ιστορία
Μετά το τέλος της σεζόν 1971-72 και συγκεκριμένα στις 6 Μαρτίου του 1972, συνέβη κάτι πραγματικά πρωτοποριακό για το χώρο του αθλητισμού και της κοινωνίας των ΗΠΑ: Μετά από εισήγηση του Wes Pavalon, τότε ιδιοκτήτη των Bucks, ο Embry έγινε ο πρώτος μαύρος general manager στην ιστορία, όχι μόνο του NBA, αλλά και όλων των επαγγελματικών σπορ στις ΗΠΑ*. Ο Embry αναφερόμενος στην συγκεκριμένη ιστορία δεν εξιστορεί απλώς τα γεγονότα, αλλά κάνει ταυτόχρονα και μια καταγραφή των σκέψεων και των συναισθημάτων του εκείνες τις ώρες, μιας και το γεγονός από μόνο του ήταν πρωτοφανές και όλο αυτό εμπεριείχε μια έξτρα πίεση. “Δεν μπορούσα να αποτύχω, δεν έπρεπε να αποτύχω γιατί αυτό θα ήταν ένα πισωγύρισμα για όλους τους μαύρους. Εκατοντάδες λευκοί GMs είχαν απολυθεί στο παρελθόν αλλά αυτό δεν εμπόδισε κανέναν ιδιοκτήτη να μπει σε δεύτερες σκέψεις για το αν θα πρέπει να ξαναπροσλάβει κάποιον άλλον. Αυτό ακριβώς ήθελα να πετύχω και γω: οι μαύροι να έχουν την ίδια ευκαιρία στην αποτυχία όπως είχαν και οι λευκοί. Θα ήταν πολύ σπουδάιο να καταφέρω κάτι τέτοιο, αλλά το ακόμη σπουδαιότερο θα ήταν να επιτύχω πραγματικά, όπως ακριβώς πέτυχε πριν από μένα ο Jackie Robinson” (σημείωση: Ο Jackie Robinson ήταν ο πρώτος μαυρος παίκτης που αγωνίστηκε στην επαγγελματική λίγκα του baseball το 1947, ο πρώτος μαύρος MVP το 1949 ενώ έγινε ο πρώτος Αφρο-Αμερικάνος Hall of Famer το 1962)
Ως μια σωστή αυτοβιογραφία το βιβλίο περιλαμβάνει, πέρα από το μπάσκετ, και πολλές ιστορίες από την ζωή του Embry, αναδεικνύοντας κι άλλα ζητήματα όπως π.χ. την καθημερινότητά του στο σχολείο στο Tecumseh και τη δυσκολία να ενταχθεί στο σύνολο, λόγω του ότι ήταν ο μοναδικός Αφρο-Αμερικάνος μαθητής. Η επιλογή του κολεγίου που θα φοιτούσε έχει κι αυτή το ενδιαφέρον της, μιας και ο Embry ευελπιστούσε πως το τοπικό Dayton -από τα δυνατότερα μπασκετικά προγράμματα την εποχή εκείνη- θα τον επέλεγε. Ο ίδιος εν τέλει διάλεξε να φοιτήσει στο Miami (Ohio) λόγω του “οικογενειακού κλίματος” που συνάντησε εκεί μιας και η πρόταση από το Dayton δεν έφθασε ποτέ. Πριν την τελική του επιλογή μίλησε με τον προπονητή του στο high school, coach Shannon:
“-Κόουτς γιατί δεν με έχουν καλέσει απ’ το Dayton ακόμη; Αξίζει να τους περιμένω κι άλλο;
-Μίλησα μαζί τους, Wayne. Δεν πρόκειται να μπουν στη διαδικασία να σε επιλέξουν λόγω του χρώματός σου.”
Λίγα χρόνια αργότερα στην πρώτη του χρονιά στο ΝΒΑ βρέθηκε στο Σινσινάτι και μπήκε στη διαδικασία αναζήτησης σπιτιού. Οι περισσότεροι συμπαίκτες του έμεναν σε μια ωραία περιοχή έναν δρόμο πιο κάτω από το γήπεδο της ομάδας και έτσι και ο ίδιος ο Embry ζήτησε από την μεσίτρια να του βρει ένα σπίτι στο ίδιο συγκρότημα. Αυτή του αντιπρότεινε μία άλλη περιοχή γιατί όπως είπε “it’s where coloured people live”. Το μήνυμα για τον Embry ήταν σαφές, όπως αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά. Ήταν ένα μήνυμα που το λάμβανε αρκετά συχνά στη ζωή και την καθημερινότητά του άσχετα του πόσο σκληρά δούλευε, άσχετα του πόσο προσπαθούσε για να επιτύχει. Ήταν ένα σκληρό μήνυμα που όσο το άκουγε τόσο πίεζε τον εαυτό του να μην το βάλει κάτω, παρόλα αυτά δεν έπαψε ποτέ να τον πληγώνει κάθε φορά που το άκουγε.
Ο ρατσισμός φυσικά δεν σταμάτησε όσο κι αν τα χρόνια περνούσαν. Το 1986 στην πρώτη του χρονιά ως GM των Cavaliers λάμβανε συχνά απειλητικά γράμματα με μηνύματα μίσους, που συνήθως κατέληγαν κάπως έτσι: “Όλοι οι μαύροι πρέπει να πεθάνουν”. Πριν από την έναρξη ένος παιχνιδιού αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το γήπεδο μαζί με τη σύζυγό του, όταν η ασφάλεια τους ενημέρωσε πως στη σουίτα τους βρέθηκε μια σφαίρα μαζί με ένα ακόμη απειλητικό μήνυμα. Ευτυχώς τα επόμενα δεκατρία χρόνια του στο Cleveland κύλησαν ομαλά γι’ αυτόν και την οικογένειά του.
Εξέλιξη του παιχνιδιού
Το επίθετο “πρωτοπόρος” συνόδευε τον Embry από τη στιγμή που έγινε GM των Bucks, αλλά συνέχισε να τον χαρακτηρίζει και στη μετέπειτα καριέρα του. Υπήρξε υπέρμαχος της καθιέρωσης της γραμμής του τριπόντου, καθώς και της άμυνας ζώνης μιας και “...ο τρόπος να την νικήσεις είναι η κυκλοφορία της μπαλάς κι αυτό είναι πάντα καλό πράγμα”. Εξηγεί μάλιστα πως ένας από τους λόγους που ήταν υπέρ της άμυνας ζώνης ήταν “για να συνεχίσουν να έχουν θέση στη λίγκα και οι λευκοί σουτέρ που αφιέρωναν ώρες προπονήσεων στο μακρινό σουτ”. Για το άμεσο μέλλον προβλέπει και εύχεται να αρχίσουμε να βλέπουμε και γυναίκες ως head coach σε ομάδες του NBA. Αυτή τη στιγμή η Becky Hammons και η Nancy Lieberman είναι βοηθοί προπονητή στο Σαν Αντόνιο και Σακραμέντο αντίστοιχα και θεωρητικά αυτές με τις περισσότερες πιθανότητες να γράψουν ιστορία.
Ο Embry δεν έπαψε ποτέ να είναι ανήσυχο πνεύμα, ενεργός ως πολίτης και ακόμη και τώρα δεν σταματά να εκφράζει τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του. “Ακούγοντας τη ρητορική των σημερινών ηγετών του κόσμου, που δυστυχώς ενθαρρύνει κι άλλο το μίσος, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να συνεχίσουμε να καλλιεργούμε τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των ανθρώπων” λέει σήμερα. “Ο σεβασμός είναι η λέξη κλειδί. Όταν δεν υπάρχει σεβασμός, τότε ξεκινάει η έχθρα, η έχθρα ύστερα φέρνει τη σύγκρουση και η σύγκρουση μπορεί στο τέλος να καταστρέψει ολόκληρους πολιτισμούς”.
“Ανεξαρτήτως χρώματος και προέλευσης, για να επιτύχεις έναν κοινό στόχο οφείλεις να καλλιεργήσεις τον αμοιβαίο σεβασμό. Πλεόν με το ΝΒΑ να έχει γίνει παγκόσμιο φαινόμενο καλούμαστε να φέρουμε κοντά ανθρώπους από διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετικά περιβάλλοντα ώστε να πετύχουν τον κοινό στόχο της νίκης, της κατάκτησης του πρωταθλήματος. Είναι πράγματι υπέροχο το πως έχουν ενσωματωθεί και Ευρωπαίοι και Ασιάτες και Αφρικάνοι στον κόσμό του ΝΒΑ. Θεωρώ πως η λίγκα μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για το τι μπορούμε να πετύχουμε με συνεργασία και με αμοιβαίο σεβασμό. Είναι κάτι που όλος ο πλανήτης το έχει ανάγκη”.
Από το αφιέρωμα του NBA με τίτλο Barrier Breakers
*Ο πρώτος Αφρο-Αμερικάνος GM στο baseball ήταν ο Frank Robinson το 1974, ενώ στο NFL έπρεπε να περιμένουμε ως το 2002(!) όταν και ο Ozzie Newsome έγινε GM των Baltimore Ravens.