Εύκολο threepeat για την Άλμπα στην Bundesliga, σε μια εποχή κατά την οποία η πρέσβειρα του γερμανικού μπάσκετ στην Euroleague είναι η Μπάγερν. Αν κι υπάρχει η αίσθηση πως οι Βερολινέζοι έκαναν την έκπληξη, στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα των φετινών τελικών ήταν προδιαγεγραμμένο. Οι Βαυαροί δεν πείθουν στα μεγάλα ραντεβού εντός των συνόρων κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στους τραυματισμούς. Πως όμως η Άλμπα το έκανε να φαίνεται τόσο εύκολο;
Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η ομάδα της Μπάγερν τελειώνει την πορεία της στην Ευρωλίγκα, παίζοντας ένα πέμπτο και καθοριστικό παιχνίδι στα playoffs, απέναντι σε ισχυρότερους αντιπάλους, μέσα στην έδρα τους. Πέρσι η Αρμάνι και φέτος η Μπαρτσελόνα είδαν κι έπαθαν για να περάσουν ένα εμπόδιο που στα χαρτιά δεν θα έπρεπε να τους δυσκολέψει σε τόσο μεγάλο βαθμό. Όμως, στις σειρές των πέντε παιχνιδιών, δεν κρίνεται το αποτέλεσμα μόνο από την ποιότητα ενός ρόστερ, αλλά κι από την προπονητική εγρήγορση, τις προσαρμογές που επιχειρούνται από αγώνα σε αγώνα, μέχρι ακόμη και τα μικρά τρικ από κατοχή σε κατοχή.
Εκεί η Μπάγερν και φυσικά ο προπονητής Αντρέα Τρινκιέρι μαζί με τους παίκτες του, παρουσίασαν δύο αριστουργήματα, που όμως δεν οδήγησαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η γερμανική ομάδα επιστρέφει κάποια στιγμή μέσα στην ημέρα στο Μόναχο, όμως παρά την σίγουρη απογοήτευση για την μη πρόκριση στο επερχόμενο φάιναλ φορ του Βελιγραδίου, δεν θα υπάρχουν πολλοί που θα θεωρήσουν ότι η ομάδα απέτυχε στην φετινή σεζόν. Το κάθε άλλο, η εικόνα των παικτών να παλεύουν στο Παλαού Μπλαουγράνα μέχρι το τέλος ενός αγώνα και μιας σειράς που στράβωσε ανεπανόρθωτα στο τρίτο δεκάλεπτο του πέμπτου παιχνιδιού, άφησε μία μάλλον γλυκιά επίγευση στο στόμα των στελεχών της ομάδας.
Και δικαίως, καθώς οι βαυαροί έκαναν μία ακόμη σπουδαία εμφάνιση, ειδικά στο πρώτο ημίχρονο του πέμπτου αγώνα, συνεχίζοντας την εικόνα που έδειξαν στις δύο νίκες τους στην σειρά, αλλά και στο πρώτο παιχνίδι που ηττήθηκαν, παρότι επέστρεψαν τρεις φορές στη διεκδίκηση του ματς. Η στοχευμένη άμυνά τους στη ρακέτα περιόρισε για ακόμη μία φορά την ανάγκη της Μπαρτσελόνα να πηγαίνει κάθε, μα κάθε κατοχή της κοντά στο καλάθι κι επέτρεψε με μοχλό το μέτριο έως κακό σουτ των βασικών χειριστών των μπλαουγκράνα να κατεβάσει για ακόμη μία φορά τους επιθετικούς ρυθμούς της καλύτερης ομάδας της κανονικής περιόδου.
Οι 31 πόντοι που σημείωσαν οι παίκτες του Γιασικεβίτσιους στο ημίχρονο ήταν περισσότερο αποτέλεσμα μεγάλων σουτ από την περιφέρεια και λιγότερο αποτέλεσμα της ομαδικής δουλειάς που επιθυμεί ο Λιθουανός κόουτς. Η μεγάλη ανατροπή είχε μπει σε ράγες, οι διθύραμβοι άρχισαν υπέρ της Μπάγερν, όμως η διαφορά των έξι πόντων ήταν πολύ μικρή για την εικόνα που είχε το παιχνίδι μέχρι την επιστροφή των παικτών και το 17/17 που είχαν οι γηπεδούχοι σε καθοριστικά παιχνίδια playoffs μαρτυρούσε ότι η συνέχεια θα ήταν δύσκολη. Κι αυτό φάνηκε από το γρήγορο 7-0 σερί που έτρεξαν οι Καταλανοί με το ξεκίνημα του δεύτερου μέρους κι ισορρόπησαν άμεσα ένα παιχνίδι, στο οποίο για 15 λεπτά είχαν απωλέσει κάθε έλεγχο.
Η άνοδος του Λαπροβίτολα, που ήταν ο καλύτερος και πιο καθοριστικός παίκτης σε όλη τη σειρά για την Μπαρτσελόνα, όπως επίσης η βρώμικη δουλειά των Ντέιβις και Καλάθη, στην τριάδα που έτρεξε περισσότερο για να βγάλει την Μπαρτσελόνα από τον λάκκο σε όλη τη διάρκεια της σειράς, επέτρεψε και στον Μίροτιτς να ξεδιπλώσει το παιχνίδι του σε ένα καταλυτικό τρίτο δεκάλεπτο. Η Μπάγερν είχε απαντήσεις, όχι όμως με ορθόδοξους τρόπους, καθώς η πνευματική και σωματική κούραση των οκτώ παικτών που αποτελούσαν το βασικό rotation, έπαιξε με τη σειρά της ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα του αγώνα. Η μεταμόρφωση του Οθέλο Χάντερ σε stretch five δεν αρκούσε, όσο κρίσιμες μονάδες όπως ο Ντεσόν Τόμας κι ο Όγκουστιν Ρούμπιτ δεν μπορούσαν να αλλάξουν κι αυτοί τον ρυθμό του αγώνα.
Επιπλέον, η προσαρμοσμένη άμυνα της Μπαρτσελόνα δεν επέτρεψε στον Λούτσιτς να επαναλάβει τα όσα έκανε στο πρώτο παιχνίδι στην Βαρκελώνη, περιορίζοντας τον Σέρβο φόργουορντ μόλις σε έξι σουτ στα 32 λεπτά που βρέθηκε στο παρκέ. Ο Λούτσιτς έμεινε άπραγος, μη βρίσκοντας ποτέ επιθετικό ρυθμό , καθώς η μπάλα δεν βρέθηκε παρά ελάχιστες φορές στα χέρια του στη ροή της επίθεσης. Έτσι, όσο περνούσε ο αγώνας, ο κόουτς Τρινκιέρι ξέμενε από λύσεις, καθώς παρά την διάθεσή τους, οι Σίσκο, Γιάραμαζ και Μπαμπ δεν είναι σε θέση να επιβάλλουν με την ποιότητά τους αυτά που θέλει να κάνει η γερμανική ομάδα κι ο Ιταλός προπονητής στο παιχνίδι τους, ειδικά στην πιεστική άμυνα της καταλανικής περιφέρειας.
Όμως εδώ έρχεται και δένει η διαπίστωση πως το προπονητικό επιτελείο της Μπάγερν έπαιζε αυτή τη σειρά με το ένα χέρι δεμένο πίσω από την πλάτη του. Οι απουσίες καθοριστικών παικτών, όπως ο Χίλιαρντ κι ο Γουόλντεν, δεν αφαίρεσαν απλώς δύο πολύ σημαντικές επιλογές από το ρόστερ της ομάδας, αλλά επέτρεψαν στην Μπαρτσελόνα να στοχεύσει στους αντικαταστάτες τους, ειδικά στο κομβικό τρίτο παιχνίδι της σειράς, όπου οι παίκτες του Γιασικεβίτσιους άλλαξαν τον ρου της σειράς, πιέζοντας αφόρητα τους υπόλοιπους περιφερειακούς. Φυσικά κι η απουσία του Χίγκινς ήταν πολύ σημαντική για την Μπαρτσελόνα, αλλά σε κάθε περίπτωση οι αντικαταστάτες του θα έπαιζαν βασικοί στην Μπάγερν, ενώ δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τον Σίσκο να χτυπάει τριάντα λεπτά με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα.
Η μεγαλύτερη νίκη όμως του απόλυτα μπασκετικού πρότζεκτ της Μπάγερν για αυτή τη σειρά βρίσκεται στη μεγάλη εικόνα. Η περσινή σεζόν ήταν θεωρητικά το peak της σαν ομάδα, καθώς αντιμετώπισε στα ίσια την Αρμάνι κι αποκλείστηκε στα τελευταία χαοτικά δευτερόλεπτα του πέμπτου αγώνα, απέναντι σε μία ομάδα που διεκδίκησε επί ίσοις όροις την κούπα. Όπως συμβαίνει σχεδόν τακτικά σε τέτοιες πορείες στην Ευρωλίγκα, το ρόστερ της ομάδας πρακτικά ξεκληρίστηκε, με τους δύο από τους τρεις καλύτερους παίκτες να αποχωρούν. Μπόλντουιν και Ρέινολντς μετακόμισαν, ενώ το σοκ με το ανεύρυσμα που ανιχνεύθηκε στον Πολ Ζίπσερ άλλαξε πλήρως τον προγραμματισμό της ομάδας.
Επιπλέον, η απώλεια του τίτλου στη Γερμανία, με δύο εντός έδρας ήττες από την πρωταθλήτρια Άλμπα, έφερε ξεκάθαρη πίεση για την φετινή εικόνα της ομάδας, η οποία στο ξεκίνημα της σεζόν ήταν στην καλύτερη μέτρια. Σίγουρα, η αποβολή των ρωσικών ομάδων βοήθησε στην παρουσία της Μπάγερν στα playoffs, όμως στο κρίσιμο διάστημα της σεζόν, η γερμανική ομάδα χτυπήθηκε από τον κορονοϊό, είδε βασικούς της παίκτες να τραυματίζονται και χρειάστηκε να παίξει τα playoffs θέλοντας μία νίκη σε δύο ματς εκτός έδρας απέναντι σε Εφές και Ρεάλ.
Με βάση τις δυσκολίες αυτές, η παρουσία της Μπάγερν στα playoffs απέναντι σε μία από τις πιο κωμικά πλήρεις ομάδες της Ευρωλίγκα, αποτελεί πάνω απ’όλα μία δικαίωση του προπονητή της. Σε δύο απόλυτα διαφορετικές σειρές playoffs, απέναντι σε δύο εντελώς διαφορετικές ομάδες και δύο από τους πιο δημοφιλείς και προβεβλημένους προπονητές της διοργάνωσης, η γερμανική ομάδα ήταν απόλυτα προετοιμασμένη για όλα. Από τον φρενήρη επιθετικό ρυθμό πέρσι μέχρι το αμυντικό masterclass της φετινής σειράς, υπάρχουν ελάχιστα που μπορεί να βρει κανείς για να ψέξει έναν από τους καλύτερους και πιο σταθερούς κόουτς που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Μπορεί η απώλεια ενός ακόμη πέμπτου παιχνιδιού να του στερεί την παρουσία στο πρώτο του φάιναλ φορ, όμως ο Αντρέα Τρινκιέρι δεν χρειάζεται πολλά να αποδείξει.
Στο θεωρητικά πιο αμιφίρροπο ζευγάρι από τα τέσσερα των πλέι οφ της Ευρωλίγκα, Μιλάνο και Μπάγερν αναμετρώνται σε μία "μάχη φιλοσοφίας". Οι δυο Ιταλοί προπονητές, Μεσίνα και Τρινκιέρι, έχουν δομήσει τα σύνολα τους γύρω από την ομαδικότητα, στρέφοντας τα όμως σε ξεχωριστούς αγωνιστικούς δρόμους, οι οποίοι εν πολλοίς καθορίζονται από το διαθέσιμο υλικό. Επιθετική και εύστοχη η Μιλάνο, αμυντικά στιβαρή και μαχητική η Μπάγερν, κατέληξαν στην κανονική περίοδο με το ίδιο ρεκόρ, αλλά με διαφορετικές εντυπώσεις. Οι Μιλανέζοι έπραξαν το αναμενόμενο βάσει της στελέχωσης, οι δε Βαυαροί έφτασαν ομολογουμένως σε υπέρβαση. Θα μπορέσουν άραγε να φανούν ανταγωνιστικοί οι τελευταίοι, απέναντι σε ένα σύνολο που κέρδισε τις μεταξύ τους μονομαχίες στην κανονική περίοδο; Για να το καταφέρουν, θα πρέπει να υπερβάλλουν εαυτό για μία ακόμη φορά.
Ας ξεκινήσω για το 2021 με ένα τρομερά σημαντικό θέμα, την απόδοση του Γουέιντ Μπάλντγουιν στην Ευρωλίγκα και αν με βάση αυτή, θα μπορούσε να πει κανείς ότι κακώς έφυγε από τον Ολυμπιακό. Επίσης, ας δούμε γιατί το να ασχοληθούμε με μετά χριστόν προφητείες έχει στην προκειμένη περίπτωση σημασία, λίγο πριν την αναμέτρηση Ολυμπιακού-Μπάγερν και την μονομαχία μεταξύ εκείνου και του Σλούκα (που ναι, είναι σαφώς καλύτερος παίκτης).
Ο Αντρέα Τρινκιέρι είναι ένας από τους πέντε-έξι καλύτερους προπονητές της Ευρώπης. Δεν υπάρχει καμία υπερβολή στη συγκεκριμένη διαπίστωση. Η μόνη υπερβολή ή αν θέλετε το μοναδικό παράδοξο, είναι πως δεν έχει προπονήσει κάποια ομάδα του υψηλότερου επιπέδου, ώστε να φτάσει μαζί της στην κορυφή της Ευρώπης. Άλλους τίτλους δεν έχει στερηθεί. Έχει πάρει πρωταθλήματα στη Γερμανία, έχει αναδειχθεί δυο φορές κορυφαίος κόουτς στην Ιταλία, έχει κατακτήσει κύπελλα Σερβίας και Ρωσίας και το κυριότερο, έχει δημιουργήσει εξαιρετικές ομάδες όπου και αν έχει πάει, με ό,τι υλικό και αν έχει δουλέψει. Το ότι εδώ τον διώξαμε κακήν κακώς μετά από μόλις μία διοργάνωση, στην οποία κάθε άλλο παρά άσχημο μπάσκετ έπαιξε η εθνική, λέει ελάχιστα για τον ίδιο και πολύ περισσότερα για τα χάλια του ομοσπονδιακού προγραμματισμού - λες και μετά χεστήκαμε στις επιτυχίες.
Πολλές φορές στον αθλητισμό και δη στα ομαδικά σπορ αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για την ανάδειξη των προσόντων ενός αθλητή δεν είναι μόνο το ταλέντο, αλλά και το περιβάλλον στο οποίο θα ενταχθεί. Ίσως τελικά αυτό να έχει μεγαλύτερη σημασία, ώστε να μπορέσει ο εκάστοτε προπονητής να πάρει το μέγιστο από τον παίχτη του. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί μέχρι στιγμής ο Αμερικανός γκαρντ της Μπάγερν Μονάχου, Wade Baldwin o 4ος .
Στην πρώτη ταινίας της επικής τριλογίας του Κρίστοφερ Νόλαν για τον Μπάτμαν, υπάρχει μια σκηνή στην οποία ο μπάτλερ του Μπρους Γουέιν, Άλφρεντ - τον οποίο ενσαρκώνει εξαιρετικά ο Μάικλ Κέιν - γυρίζει προς τον τραυματισμένο και απογοητευμένο Μπρους και σε μια προσπάθεια να τον εμψυχώσει και να του τονώσει το ηθικό λέει: ‘’why do we fall sir? So that we can learn to pick ourselves up’’. Η ιστορία του Ντέρικ Ουίλιαμς μοιάζει να ταιριάζει στην προαναφερθείσα σκηνή από το Batman Begins και τη συγκεκριμένη φράση του Άλφρεντ. Ένας παίχτης ο οποίος επιλέχτηκε στο νούμερο δύο του ντραφτ πριν από οχτώ χρόνια, έφτασε να θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα busts στην ιστορία, πέρασε και από το κινέζικο πρωτάθλημα και ψάχνει αυτή τη χρονιά μέσω των εμφανίσεών του στην Ευρωλίγκα, την επιστροφή του στο ΝΒΑ.
Στο παρακάτω κείμενο θα ρίξουμε μια ματιά στην καριέρα του στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, τους λόγους για τους οποίους δεν κατάφερε να έχει την πορεία που αρκετοί περίμεναν και θα καταλήξουμε στα πεπραγμένα του στη Μπάγερν Μονάχου.
Θα την καλούσαν στο «πάρτυ» του χρόνου, ούτως ή άλλως αφού μαζί με τη γαλλική Βιλερμπάν (του Τόνι Πάρκερ βεβαίως βεβαίως) ήταν οι «εκλεκτές» της «παρέας» της Βαρκελώνης για δύο wild card ενόψει του expansion που θα ξεκινήσει από τη σεζόν 2019-20 με τις 16 ομάδες να γίνονται 18. Όμως φαίνεται ότι βιαζόταν να επιστρέψει και τα κατάφερε.
Η Μπάγερν Μονάχου φαίνεται μάλιστα ότι γυρίζει σε μία ευνοϊκή για την ομάδα μπάσκετ συγκυρία αφού φαίνεται ότι η απείρως πιο διάσημη ποδοσφαιρική περνάει τη… φάση της φέτος εντός και εκτός συνόρων με άσχημα αποτελέσματα και απανωτές ήττες.
Ο Σάσα Τζόρτζεβιτς ζει και εργάζεται πια στο Μόναχο, μακριά από την πίεση και τις υψηλότατες απαιτήσεις που συνάντησε πριν από μερικούς μήνες στην Αθήνα. Το ποσοστό νικών του σε Γερμανία κι Ευρώπη από τον Οκτώβρη μέχρι σήμερα αγγίζει το 85 τοις εκατό, επομένως (μάλλον) κάτι λειτουργεί καλά. Το παρόν τάιμινγκ και η παύση του EuroCup ευνοεί για ένα review στην σταθερά καλή πορεία της φετινής Μπάγερν.