Η Τενερίφη βρίσκεται στην ACB από το 2012 και μέσα σε μια πενταετία έχει καταφέρει να ανεβάσει σημαντικά το κύρος της ως οργανισμός, όντας μια σταθερή ομάδα δεκάδας στο ισπανικό πρωτάθλημα, με δύο συμμετοχές σε Final-8 του Copa del Rey αυτό το διάστημα και πλέον και με έναν ευρωπαϊκό τίτλο στο παλμαρέ της. Μια διάκριση που προήλθε χάρη τις αρχές που τη συνοδεύουν ως ομάδα, την ωριμότητα και τη ψυχραιμία που επέδειξε όχι μόνο σε crunch time το ΠΣΚ που ολοκληρώθηκε, αλλά γενικότερα ως σύνολο καθ' όλη την διάρκεια των τελευταίων μηνών. Μια ομάδα που απαρτίζεται όχι απλά ως επί το πλείστον, αλλά ολοκληρωτικά από αντί-σταρ και low profile αθλητές, οι οποίοι εξυπηρετούν ιδανικά τα "θέλω" του προπονητή τους και δεν παίζουν για την δική τους στατιστική.
Είναι μια ομάδα η οποία έχει το επιθετικό ταλεντό να "σκοτώσει" έναν αντίπαλο στην καλή της μέρα, αλλά σε γενικές γραμμές η άμυνα ήταν αυτή που την ανέδειξε φέτος. Η Τενερίφη απέκλεισε στους "16" τον ΠΑΟΚ δεχόμενη 54 πόντους στο δεύτερο παιχνίδι και λίγες ημέρες αργότερα έκανε το ίδιο απέναντι στη Βιλερμπάν με μόλις 51 πόντους παθητικό. Στον ημιτελικό του Final Four η Βενέτσια έμεινε στους 58, ενώ στον τελικό η Μπάνβιτ στους 59. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, σύμπτωση επαναλαμβανόμενη, παύει να είναι σύμπτωση. Οι Ισπανοί, όταν αυτό κρίθηκε απαραίτητο, δεν έπαιξαν απλά καλή άμυνα, αλλά μοχθούσαν για να κερδίσουν κάθε κατοχή, "πνίγοντας" τους αντιπάλους τους.
Την "εκτέλεσε" από μακριά
Στον τελικό της διοργάνωσης, Τενερίφη και Μπάνβιτ προσπάθησαν να αποφύγουν τα φθηνά λάθη, να πάνε σε όσο το δυνατόν ασφαλέστερες επιλογές στην επίθεση και να προσέξουν πάνω απ' όλα την αμυντική τους συμπεριφορά. Όλα αυτά, με το άγχος και τη νευρικότητα να επικρατούν εντός των τεσσάρων γραμμών και να αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για όμορφο θέαμα και διαρκή αγωνιστικό ρυθμό. Καμία ομάδα δεν θα επέτρεπε στην άλλη να ξεφύγει πολύ, ούτε και να κάνει το παιχνίδι της για πολλά λεπτά. Άλλωστε, δεν υπήρχε διαφορά δυναμικότητας, ήταν ένας τελικός μεταξύ δύο σχεδόν ισάξιων ομάδων. Από νωρίς φάνηκε πως το παιχνίδι θα είναι κλειστό και πως οι λεπτομέρειες θα καθορίσουν τον νικητή, με την Μπάνβιτ να πληρώνει τελικά το χαμηλό ποσοστό της στα σουτ εντός πεδιάς (35%), τη στιγμή που οι Ισπανοί σούταραν ιδανικά - για συνθήκες τελικού - πίσω από το τόξο (46%).
Η περιφερειακή τριάδα των Γκριγκόνις, Σαν Μιγκέλ κι Ουάιτ πέτυχε 10 τρίποντα, αρκετά εκ των οποίων ήταν... μαχαιριές, καθώς μπήκαν σε κρίσιμα σημεία του τελικού, σε στιγμές δηλαδή όπου οι Τούρκοι πίεζαν και προσπαθούσαν να διατηρήσουν καλή επαφή με το σκορ. Ο Λιθουανός Γκριγκόνις, ο οποίος αναδείχθηκε MVP (με 18π, 6/10FG, 3ρ, 1α σε 29 λεπτά), αποτελούσε μόνιμη πηγή κινδύνου για την άμυνα της Μπάνβιτ, και γενικότερα αποτελεί μια αξιοπρόσεκτη περίπτωση παίκτη. Ένα κλασσικό προϊόν της λιθουανικής σχολής, στην νεαρή ηλικία των 23 ετών, εξαιρετικά δουλεμένος ως προς τα βασικά του αθλήματος (και με πολύ "κομψό" τρόπο εκτέλεσης στα σουτ του) που έχει την προοπτική να σταθεί μελλοντικά σε κορυφαίο λέβελ ως ένα αξιόπιστο 2-3αρι. Πριν μερικά χρόνια άνηκε στην Ζάλγκιρις, αλλά με τα τωρινά δεδομένα και την αξία του πλέον στην αγορά, ενδεχομένως οι άνθρωποι της ομάδας από το Κάουνας να το έχουν μετανιώσει κάπως που δεν δούλεψαν λίγο περισσότερο μαζί του.
Βάθος πάγκου και έδρα
Συν τοις άλλοις, ο κόουτς Βιντορέτα, με το πολύ βαθύ ρόστερ που έχει στη διάθεση του, έφτασε ως τον τελευταίο παίκτη του πάγκου του, έχοντας την πολυτέλεια να δίνει ανάσες στους πρωτοκλασσάτους του όταν αυτοί δεν "τραβούσαν". Παρότι η Τενερίφη έχει αρκετούς "γερασμένους" μπασκετικά παίκτες (Σαν Μιγκέλ και Ντόρνεκαμπ 32, Βάσκεθ 34, Ουάιτ 35, Κίρκσαϊ 37) και αντικειμενικά δεν είναι μια νεανική ομάδα που μπορεί να τρέχει και να πιέζει ασταμάτητα, το γεγονός πως ο Ισπανός τεχνικός είχε πάντα 12 ετοιμοπόλεμους παίκτες αποτέλεσε το μεγάλο "όπλο" του όλη τη σεζόν σε αυτή τη μεγάλη διαδρομή. Αντίθετα, ο Σάσα Φιλιπόφκσι από πλευράς Μπάνβιτ εμπιστεύτηκε μόλις οκτώ παίκτες κι αυτό του στοίχισε στο φινάλε, αφού τα πολύ δυνατά χαρτιά του, οι Θίοντορ κι Όρελικ (έπαιξαν για 39:37 και 38:43 λεπτά αντίστοιχα), έμοιαζαν "σκασμένοι" και σίγουρα όχι με την απαραίτητη φρεσκάδα για σωστές αποφάσεις κι εκτελέσεις. Σε συνδυασμό μάλιστα με την όχι καλή μέρα σημαντικών μονάδων όπως οι Μούριτς (0/4 σουτ και 2 λάθη σε 13 λεπτά) και Βίντμαρ (αναποτελεσματικός στην επίθεση με 1/5 δίποντα), η Μπάνβιτ θα έπρεπε να κάνει το τέλειο παιχνίδι για να κερδίσει και να "ματσάρει" τα συγκεκριμένα υπαρκτά μειονεκτήματα που δημιουργήθηκαν.
Ένας ακόμη καθοριστικός παράγοντας που βοήθησε την Τενερίφη να φτάσει στην κατάκτηση του τροπαίου, ήταν φυσικά η έδρα. Το γεγονός πως οι Ισπανοί αγωνίζονταν στο γήπεδο τους, σε ένα περιβάλλον όπου βρίσκονται καθημερινά, έκανε τα πόδια τους να λυθούν ταχύτερα από των αντιπάλων τους και ήταν στοιχείο ικανό να περιορίσει κάπως το άγχος. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή κι ο ενθουσιασμός της κερκίδας τους "οδηγούσε" και τους έφτιαχνε διαρκώς τη ψυχολογία και το ηθικό, δίνοντας τους πρακτικά ένα μικρό bonus για τη νίκη, το οποίο φυσικά χρησιμοποίησαν υπέρ τους. Η ιστορία άλλωστε έχει δείξει και στο παρελθόν πως, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, ο γηπεδούχος σε ένα Final Four εκμεταλλεύεται το συγκεκριμένο πλεονέκτημα κι έχει εκ των προτέρων αυξημένες - έστω και στον ελάχιστο βαθμό - πιθανότητες κατάκτησης. Επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά αυτή η παράδοση.
Οι value for money επιλογές του Βιντορέτα
Ο έμπειρος Ισπανός προπονητής, πρώην της Εστουδιάντες και της Μπιλμπάο, διαχειρίστηκε άψογα τις καταστάσεις τόσο στον τελικό, όσο και στον ημιτελικό απέναντι στη Βενέτσια. Τούρκοι κι Ιταλοί έβαλαν αθροιστικά μόλις 117 πόντους στην Τενερίφη αυτό το τριήμερο, μένοντας πολύ πιο κάτω από τον φετινό τους μέσο όρο στην επίθεση. Ο Βιντορέτα, μάζι με τον βοηθό του και παλιό παίκτη της ομάδας, Νάτσο Γιάνιεθ, κατάφεραν πέρσι το καλοκαίρι να δημιουργήσουν ένα άρτια δομημένο κι ισορροπημένο σύνολο, χωρίς μάλιστα να φέρουν κάποιο τεράστιο όνομα, αλλά ούτε και να δώσουν υπέρογκα ποσά. Κινήθηκαν σε λογικό πλαίσιο, τόσο οικονομικά (3.8 εκ. μπάτζετ), όσο και σχετικά με τα εργαλεία που επέλεξαν. Πόνταραν στην ευελιξία, στο να έχουν δηλαδή ένα πολυμορφικό ρόστερ, το οποίο θα μπορεί να υποστηρίξει πεντάδες με αρκετές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, αφού ο κάθε παίκτης θα μπορούσε να δώσει κάτι ξεχωριστό.
Το τεχνικό τιμ εμπιστεύθηκε μεγάλο μέρος του περσινού κορμού του (Αμπρομάιτις, Χάνλεϊ, Σαν Μιγκέλ, Ριτσότι, Ουάιτ), ενισχύοντας το με έξυπνες προσθήκες παικτών που βρέθηκαν στο πικ τους στις προηγούμενες ομάδες τους και η καριέρα τους διανύει καλό φεγγάρι (Ντόρνεκαμπ, Μπόγρης, Γκριγκόνις), αλλά και βετεράνους (Βάσκεθ, Κίρκσαϊ) που δεδομένα θα είχαν αρκετά πράγματα να μεταλαμπαδεύσουν στους υπόλοιπους. Ο Βιντορέτα βρήκε τη συνταγή της επιτυχίας, παρά το γεγονός πως είχε μαζί του ελάχιστους γηγενείς, και κατάφερε να προσδώσει σχετικά γρήγορα καλή χημεία στην ομάδα του. Ένα πράγμα που δεν ήταν τόσο εύκολο να συμβεί, αρκεί να σκεφτεί κανείς πως στην Τενερίφη υπάρχουν παίκτες οκτώ διαφορετικών εθνικοτήτων. Παρ' όλα αυτά, όλα πήγαν περίφημα κι η ομάδα του "έδεσε" άψογα.
Με τούτα και με 'κείνα, η Τενερίφη πέτυχε 15 νίκες σε 20 παιχνίδια στο Champions League (75% ποσοστό νικών), ενώ για ένα διάστημα προπορευόταν στην ισπανική λίγκα και πλέον είναι έτοιμη για την πρώτη της συμμετοχή στα playoffs μετά το μακρινό 1988. Πρόκειται για μια σεζόν η οποία θα μνημονεύεται για χρόνια στα Κανάρια Νησιά, αφού αν επέλθει η σωστή διαχείριση, η χρονιά αυτή μπορεί να παίξει κομβικό ρόλο στην εδραίωση της Τενερίφης στα υψηλά κλιμάκια του ισπανικού μπάσκετ. Στο ρεζουμέ, και για να γίνει κι η απαραίτητη σύνδεση με τον τίτλο του κειμένου, οι Ισπανοί είδαν ακόμα έναν ευρωπαϊκό τίτλο να καταλήγει στα δικά τους χέρια, αφήνοντας πικρή γεύση σε Τούρκους και Ρώσους, οι οποίοι για άλλη μια σεζόν επένδυσαν αρκετά χρήματα, αλλά δεν έφτασαν στην πολυπόθητη διάκριση.
ΥΓ1. Αν κάποιος θα μπορούσε ν' αλλάξει τις ισορροπίες για την Μπάνβιτ στον τελικό, αυτός ήταν ο Όρελικ κι όχι ο Θίοντορ. Η δραστηριότητα του Λιθουανού στο ποστ δημιουργούσε προϋποθέσεις για καλά εκτελεσμένες επιθέσεις από πλευράς Τούρκων, κάτι που φάνηκε κυρίως στο τέλος. Η Τενερίφη, γνωρίζοντας την έφεση του στο σκοράρισμα με πλάτη, σχεδόν πάντα έστελνε βοήθεια πάνω του, επομένως ήταν θέμα δικών του επιλογών, ώστε να βρει τον ελεύθερο παίκτη. Απ' τη στιγμή που δεν του έμπαιναν τα μακρινά σουτ (1/9), θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχίσει να "χτυπά" από μέσα προκειμένου να βγουν ορισμένα πιο "λογικά" περιφερειακά σουτ (ή και ντράιβ).