Λίγες εβδομάδες πριν θίξαμε το θέμα του Ναβάρο, ε λοιπόν ο Πάμπλο Πριχιόνι είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο. Ένας παίκτης τον οποίο ποτέ δεν είδαμε να φθίνει αγωνιστικά, αλλά ακόμα περισσότερο σωματικά κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών της καριέρας του. Η εικόνα του αεικίνητου γκαρντ που οι περισσότεροι γνωρίσαμε καλά στην εξαετία του στην Ταού (2003-09), δεν έχει ιδιαίτερες διαφορές με αυτή των τελευταίων σεζόν του στο ΝΒΑ, εκεί όπου κατάφερε να διαχειριστεί το σώμα του με τρόπο που να είναι χρήσιμος.
Those were the days by the way. Δεν ξέρω πόσο θυμάστε την Τάου των μέσω της δεκαετίας των '00s. Ηταν ομάδα Ιβάνοβιτς, είχε τον Ματσε, τον Καλντερόν, τους τρομερούς ψηλούς, τον Πιτ Μάικλ έστω και για λίγο, τον Νοτσιονι. Ετρεχαν και σούταραν όλοι σαν παλαβοί, και αυτό ακριβώς το παιχνίδι είναι που ανέδειξε ουσιαστικά το πόσο μεγάλος παίκτης ήταν ο Πριχιόνι. Γιατί; Διότι αν και σχετικά κοντρολαρισμένος ή αν θέλετε πιο αργός από άλλους, μπορούσε να ενορχηστρώσει επιθέσεις - σφαίρες. Η ταχύτητα στην σκέψη ανέβαζε τις στροφές ολόκληρου του συνόλου, χωρίς να πρέπει τα πόδια να ακολουθούν ντε και καλά την φρενίτιδα. Οχι ότι δεν είχε αυτή την δυνατότητα το ζιζάνιο, η άμυνα του άλλωστε το φανερωνε. Απλώς δεν βασιζόταν σε αυτή. Οι Βάσκοι έπαιζαν γρήγορα, με τον βασικό τους πλέι μέικερ να τρέχει με το πνεύμα.
Η Μαδρίτη ήταν ο επόμενος σταθμός του Αργεντίνου γκαρντ μετά την Βασκονία για δύο χρόνια, αλλά οι χρονιές των τίτλων για τον ίδιο στην Ισπανία είχαν περάσει. Μαζί και τα χρόνια. Ο Πριχιόνι ήταν πια στα 35 και παρότι ήταν εμφανές ότι είχε ακόμα πολλά να δώσει, λίγοι θα φαντάζοταν ότι αντί να πλησιάζει προς ένα τέλος, πλησίαζε σε μια αρχή. Στις 27 Ιουλίου του 2012 υπέγραψε μονοετές συμβόλαιο στους Νικς με το rookie minimum και εκείνη ήταν η μέρα που τον καταχώρησε στο μυαλό μου ως κάτι παραπάνω από έναν πολύ καλό παίκτη. Στο NBA "μαμούνιασε" για 4 χρόνια, με αξιοπρεπέστατη παρουσία, κερδίζοντας την εκτίμηση και των δύσπιστων Αμερικανών. Ολοκλήρωσε μάλιστα τους τελευταίους μήνες της πρώτης του σεζόν και τα play offs ως βασικός, βοηθώντας σημαντικά τους Νικς να περάσουν στη δεύτερη φάση για πρώτη φορά μετά από δεκατρία χρόνια. Ακολούθησε ένα εξάμηνο στο Χιούστον, το οποίο τον έστειλε στη Νέα Υόρκη ως αντάλλαγμα τον Αλεξέι Σβεντ κσι στη συνέχεια το Λος Άντζελες και οι Κλίπερς. Επέστρεψε φέτος για να κλείσει την καριέρα του στην αγαπημένη του Μπασκόνια, με την οποία ωστόσο πρόλαβε να παίξει μόνο 25 λεπτά σε 3 παιχνίδια, πριν αποφασίσει να αποσυρθεί πρόωρα μέσα στη χρονιά.
Σε επίπεδο προσωπικών διακρίσεων, το «ζιζάνιο» αναδείχθηκε πρώτος στα κλεψίματα στην ACB τη σεζόν 2002-03 και 3 φορές στην καλύτερη πεντάδα του πρωταθλήματος, όλες με τη φανέλα της Ταου (2006, 2007, 2009). Σε επίπεδο Εuroleague τελείωσε τη σεζόν 2005-06 με το όνομα του στην κορυφή της λίστας των ασίστ, ενώ το 2006 και το 2007 επιλέχθηκε και στη δεύτερη καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης. Σε 186 παιχνίδια στην Euroleague είχε 4.3 ασίστ, 1,7 κλεψίματα και 6,1 πόντους ανά παιχνίδι. Στο NBA έπαιξε για τέσσερις σεζόν συμμετέχοντας σε 270 (!) παιχνίδια, για 16,9’ ανά παιχνίδι και με 2,8 ασίστ, 3,5 πόντους, 1 κλέψιμο.
Δε θα σας κρύψω αγαπητοί φανζ ότι πιστεύω πως για τον Πριχιόνι δεν είναι εύκολο να γράψει κανείς. Επίσης θα ξέρετε ότι σε αυτήν τη σελίδα προτιμάται από εμάς μια... πραγματιστική ανάγνωση του αθλήματος, αφήνοντας στην άκρη «ψυχές», «καρδιές» και οποιαδήποτε μεταφυσική παπαρδέλα, και προσπαθώντας να χρησιμοποιούμε απτά στοιχεία για να δικαιολογούμε τους συλλογισμούς μας. Ο -εν προκειμένω- ήρωάς μας όμως είναι ακριβώς αυτό που δε μπορούν να αποτυπώσουν τα στατιστικά, στα οποία αν κάποιος άλλος μελλοντικός αναλυτής της καλαθόσφαιρας (μάλλον όχι εξίσου σημαντικός) επιχειρήσει να ψάξει τους λόγους που έκαναν τον Πάμπλο τον γηραιότερο Rookie στην ιστορία του NBA, δε θα τους βρει. Ξέρετε γιατί; Γιατί δεν θα τον έχει δει να παίζει.
Αυτός ήταν ο Πάμπλο Πριχιόνι, ένας παίκτης που πρέπει να τον έχεις παρακολουθήσει να παίζει για να καταλάβεις τη σημαντικότητά του, γιατί οι αρετές του ήταν απο αυτές που δεν εκτοξεύουν τα νούμερα των απλών στατιστικών, αλλά παρ΄ όλα αυτά αφήνουν το στίγμα τους στο ίδιο το παιχνίδι, ακόμα και μετά τη δική του αποχώρηση. Στις επαναφορές μετά από καλάθι, ο πλέι μέικερ θα έχει μάτια και στην πλάτη κι ας μην καραδοκεί πια το «ζιζάνιο».