Mπαρτσελόνα – Μπάγερν Μονάχου: ‘’ Η αποθέωση του Trinchieri’’
Δε νομίζω πως υπήρχε ένας άνθρωπος που θα περίμενε πως η Μπάγερν όχι μόνο θα δυσκόλευε τη Μπαρτσελόνα, αλλά θα κέρδιζε εμφατικά δύο παιχνίδια, όπως συνέβη στο δεύτερο στη Βαρκελώνη με 75-90 και στο τέταρτο στο Μόναχο. Το τελικό 59-52 στη Βαυαρία κολακεύει τους φιλοξενούμενους, αφού βρίσκονταν συνέχεια πίσω στο σκορ με διψήφιους πόντους. Είναι η σειρά στην οποία ο Andrea Trinchieri έχει κερδίσει κατά κράτος τον Sarunas Jasikevicius στη μάχη των πάγκων, ανεξάρτητα από το τελικό παιχνίδι. Η ομάδα του έχει κερδίσει και σε παιχνίδι 80+ κατοχών και σε παιχνίδι με πολύ λιγότερες. Είτε σε ένα επιθετικό υπερθέαμα στο break που έκανε, με τον DeShaun Thomas να γίνεται για μία βραδιά το απόλυτο top gun, είτε στο τελευταίο παιχνίδι στη Γερμανία, σε ένα ματς δυσφήμιση του μπάσκετ, με άφθονο ξύλο, άπειρα χαμένα σουτ. Και όλα αυτά με τον Hilliard να τίθεται εκτός μετά τον πρώτο αγώνα.
Η Μπάγερν βγάζει διαφορετικούς πρωταγωνιστές σε κάθε ματς, είτε αυτό είναι νικηφόρο, είτε όχι. Από τον Jaramaz, τον Weiler-Babb, έως τους Thomas και Οbst με τις απίθανες εμφανίσεις στον πρώτο αγώνα. Οι περιφερειακοί με την πίεση που βάζουν στους χειριστές των αντιπάλων, τα ημίψηλα σχήματα με τη δυνατότητα να αλλάζουν στην άμυνα, αλλά και να ανοίγουν και το γήπεδο, έχουν δημιουργήσει αρκετά προβλήματα στους αντιπάλους. Oι Rubit και Hunter είναι κατά τη γνώμη μου οι σημαντικότεροι παίχτες στη σειρά για τη δουλειά που κάνουν και στις δυο πλευρές του παρκέ.
Από την άλλη, η Μπαρτσελόνα ναι μεν παραμένει το φαβορί και μοιάζει απίθανο να κάνει δεύτερη ήττα εντός έδρας, η εικόνα της όμως στη σειρά δεν την καθιστά επουδενί φόβητρο. Αργό τέμπο, πρωταρχικός στόχος η μπάλα να ακουμπήσει στο ποστ και γενικότερα ένα “βαρετό” μπάσκετ, από μια ομάδα που σίγουρα θα περιμέναμε να είναι πιο γρήγορη και να εκμεταλλεύεται το πλήρες οπλοστάσιο που διαθέτει, παρά την απουσία του Higgins. Θα χρειαστεί να ανεβάσει την επιθετική παραγωγικότητα, καθώς μέχρι στιγμής σκοράρει περί τους δέκα πόντους ανά εκατό κατοχές λιγότερους σε σχέση με την κανονική περίοδο, κάτι που ίσως είναι λογικό σε ένα σημείο λόγω της σημασίας των παιχνιδιών, όμως μιλάμε για μια ομάδα που έχει καλύτερο ρόστερ και θεωρητικά καλύτερο προπονητικό σταφ -κάτι που προσωπικά, δεν είμαι και σίγουρος πως ισχύει 100%. Στο τέλος της σειράς πάντως, ο Ιταλός allenatore θα απολαύσει ένα μπουκάλι Barolo, γνωρίζοντας πως κατόρθωσε να κάνει την ομάδα του να μεγαλώσει μέσα από τις αναμετρήσεις με την Μπαρτσελόνα και να δείξει πως δικαιωματικά είναι ένας εξαιρετικός προπονητής και ας μην έχει τη λάμψη ή το backround του αντιπάλου του. Είναι πάντως η σειρά των δύο πιο «φωνακλάδων» προπονητών, καθώς και οι δύο είναι στις πρώτες θέσεις όσον αφορά τις τεχνικές ποινές που έχουν δεχτεί.
Eφές – Αρμάνι Μιλάνο : ‘’Η ευκαιρία του back2back’’
Η Εφές καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν δεν έθελξε με την απόδοσή της και περισσότερο έμοιαζε να διαχειρίζεται καταστάσεις. Παρότι το σταύρωμα με την Αρμάνι στα προημιτελικά δεν έμοιαζε το ιδανικό για τους Τούρκους, καθώς οι Ιταλοί είχαν επικρατήσει δις στην κανονική περίοδο, η τύχη έκλεισε πονηρά το μάτι στην ομάδα του Ergin Ataman, με τραυματισμούς κομβικών παιχτών των αντιπάλων, όπως συνέβη με τους Delaney και Melli. Η ιστορία όμως γράφεται από τους παρόντες και στο τέλος της χρονιάς ουδείς θα θυμάται τις απουσίες των μεν και των δε.
Σε μία αρκετά περίεργη σειρά αγώνων, όσον αφορά τον τρόπο που ήλθαν οι πολυπόθητες νίκες των Τούρκων, είδαμε πράγματα που ίσως δεν περιμέναμε από αυτούς. Και μόνο το γεγονός πως οι περισσότεροι πόντοι που πέτυχαν σε αγώνα της σειράς ήταν οι 77 (στο τρίτο ματς) αρκεί. Αυτό φυσικά δείχνει και την εξαιρετική δουλειά που έκαναν οι αντίπαλοι, που κατάφεραν να περιορίσουν μία εκ των κορυφαίων επιθέσεων της διοργάνωσης σε χαμηλά νούμερα. Ενδεικτικά αναφέρω πως στη σειρά οι Τούρκοι σκόραραν περί τους δέκα πόντους λιγότερους ανά εκατό κατοχές σε σχέση με την κανονική διάρκεια της διοργάνωσης. Το δίδυμο Micic-Larkin ήταν ο κινητήριος μοχλός της Εφές, με την ικανότητά τους να σουτάρουν μετά από ντρίμπλα, να διεμβολίζουν τις σύνθετες άμυνες του κόουτς Messina και να δημιουργούν καταστάσεις ελεύθερων σουτ για τους συμπαίχτες τους. Ο παίχτης όμως, που βρέθηκε στο προσκήνιο στα δύο τελευταία παιχνίδια και κατέστρεψε τα πλάνα των αντιπάλων, ο x-factor της σειράς, ήταν ο Tibor Pleiss.
Ναι μεν αμυντικά δεν είναι κάποιο φόβητρο, αλλά έδωσε τη δυνατότητα στον Ataman και στην ομάδα του να παρουσιάζει μία 5-out πεντάδα, σχήμα που ταιριάζει απόλυτα στους παιχταράδες που έχουν, και να υπάρχουν αρκετοί χώροι για δράσεις και ειδικά για τα αγαπημένα pick ‘n roll παιχνίδια των «κοντών». 17+25 πόντοι για τον Γερμανό σέντερ με εξαιρετικά ποσοστά ευστοχίας και αποδιοργάνωση της ιταλικής άμυνας. Ενδιαφέρον υπήρξε βέβαια και στο αμυντικό σκέλος, καθώς η άμυνά της Εφές ήταν πολύ καλή, με τους περιφερειακούς να πιέζουν πολύ στη μπάλα, να αναγκάζουν τους αντιπάλους σε επιθέσεις στα τελευταία δευτερόλεπτα.
Οι Ιταλοί, με τον Delaney και τον Μelli εκτός από τα δύο τελευταία παιχνίδια, έπρεπε να υπερβάλλουν εαυτόν, ιδιαίτερα αμυντικά, για να μπορέσουν να πάνε τη σειρά σε πέμπτο αγώνα. Με την περιφέρεια να είναι λειψή, το βάρος έπεσε αρκετά στον Shavon Shields για να λειτουργήσει ως πλάγιος δημιουργός, κάτι που γνώριζαν καλά στην Εφές και για αυτό το βάρος στο αμυντικό σκέλος έπεσε πάνω του στα ματς της Τουρκίας. Με 6/23 σουτ από τον καλύτερα σκόρερ τους στα δύο αυτά παιχνίδια, δύσκολα μπορούσαν οι Ιταλοί να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο, παρόλο που είχαν τη δυνατότητα να στείλουν το τέταρτο ματς στην παράταση, χάνοντας δύο συνεχόμενα ελεύθερα τρίποντα. Όσο και να προσπαθούσαν να ρίξουν τον ρυθμό του αγώνα, να μειώσουν τους χρόνους επιθέσεων και να κλείσουν τους διαδρόμους με σύνθετες άμυνες, η έλλειψη επιθετικού ταλέντου ήταν εμφανής σε κρίσιμα σημεία.
Ρεάλ Μαδρίτης – Μακάμπι Τελ Αβίβ : ‘’Καλώς τα παιδιά, καλώς τα 3-0’’
Πριν την έναρξη της σειράς, το μεγάλο ερωτηματικό ήταν η κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν η Ρεάλ Μαδρίτης, με νωπές τις μνήμες των τελευταίων αγώνων της κανονικής περιόδου. Οι δύο ομάδες βρίσκονταν σε εντελώς αντίθετες πορείες, με τους Ισπανούς σε τελείως καθοδική και τους Ισραηλινούς σε ανοδική. Στην πρόβλεψη άλλωστε για το ζευγάρι, πίστευα πως θα περάσει η Ρεάλ, αλλά σε σειρά πέντε αγώνων. Οι Μαδριλένοι είχαν διαφορετική άποψη, πήραν σκούπα και φαράσι και καθάρισαν με συνοπτικές διαδικασίες. Δε γινόταν να απουσιάσει από δεύτερο συνεχόμενο φάιναλ φορ ο Pablo Laso και η ομάδα του, όσο «περίεργη» χρονιά και να είχαν. Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, σημασία έχει η κατάσταση, η εικόνα που θα παρουσιάσει μία ομάδα όταν ξεκινήσουν τα ζόρικα. Και εδώ, είχαμε να κάνουμε με ένα μπαρουτοκαπνισμένο σύνολο, με έναν πολύπειρο προπονητή που ξέρει πώς να το προετοιμάσει σωστά και να το διατηρήσει «πεινασμένο» στα πλέι οφς απέναντι σε μία κάπως αφελή ομάδα, με έναν άπειρο προπονητή στον πάγκο της, με άπειρους παίχτες. Καλοί, χρυσοί οι Reynolds, Williams, Zizic αυτού του κόσμου, αλλά απέναντι στα θηρία των Tavares, Poirier, Yabusele δεν θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα.
Τι και αν δεν έπαιξε ο Deck στη σειρά, αν ο Goss ήταν ωσεί παρών στην κανονική διάρκεια και ο Heurtel εκτός ομάδας μέχρι νεοτέρας. Η Ρεάλ μοιάζει με τον μύθο της λερναίας ύδρας, που όσα κεφάλια και αν έκοβε ο Ηρακλής, ύστερα φύτρωναν δύο στη θέση του καθενός. Εξαιρετικοί οι Goss, Causeur στο πρώτο ματς σε δημιουργία και σκορ, Poirier, Yabusele και Llull ανέλαβαν δράση στο δεύτερο για μία ξεκούραστη τριαντάρα και κατόπιν «έκοψαν» τον βήχα των αντιπάλων τους στο τρίτο ματς, όπου μπήκαν εξαρχής δυνατά και κέρδισαν σχετικά άνετα, χωρίς να αφήσουν το παραμικρό δικαίωμα σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Η Ρεάλ παραήταν «γρήγορη» ως ομάδα, με την επίθεση να έχει τέτοια ροή, τέτοια κίνηση, που ήταν δύσκολο να ανακοπεί. Αμυντικά, σε μία στατική επίθεση όπως αυτή της Μακάμπι, που δε φημίζεται για τις πολλές πάσες κατά τη διάρκεια των 24 δευτερολέπτων, σε σειρά αγώνων η Ρεάλ λογικό ήταν να μην έχει προβλήματα, όπως και συνέβη εν τέλει.
Η Μακάμπι, εδώ που έφτασε θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχία βάση των όλων συνθηκών που προέκυψαν σε αυτή την ιδιαίτερη χρονιά. Δεν θα μπορούσε όμως επουδενί να καταφέρει να αποκλείσει τη Ρεάλ, αν δεν έπιαναν οι περισσότεροι παίχτες τον μάξιμουμ της απόδοσής τους. Ίσως με κάποιον πιο έμπειρο προπονητή να μπορούσε η ομάδα να είχε περισσότερες προσαρμογές στη σειρά και να δυσκολέψει παραπάνω ένα εξαιρετικό σύνολο, αλλά αυτό δε φάνηκε σε κανένα σημείο της σειράς. Ο Evans ήταν άπειρος σε τέτοιες καταστάσεις και ο Wilbekin αρκετά μόνος για να αναλάβει το βάρος σε μια λειψή περιφερειακή γραμμή. Αποκόπηκε η ούτως ή άλλως μέτρια δημιουργία, ενώ η άμυνα της Ρεάλ οδηγούσε τους guards στα «θηρία», με τους αμυντικούς να κάνουν εξαιρετική δουλειά, μένοντας «σκιά» μετά τα σκριν, κάτι που ήταν «βούτυρο στο ψωμί» των Tavares, Poirier. Οι ψηλοί αντίστοιχα είναι μέτριοι αμυντικοί, επομένως από όπου και να το δούμε, το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο, όχι όμως, στον βαθμό της ευκολίας με τον οποίο επετεύχθη.