Το περιβόητο step up δεν το κάνουν μόνο οι παίκτες, το κάνουν κι οι προπονητές. Ο Πρίφτης το πέτυχε πριν την υπογραφή του με τον Παναθηναϊκό, αφού η περσινή πλέον επιτυχία της Ούνιξ στο EuroCup, θα τον οδηγούσε ούτως ή άλλως στο μονοπάτι της Ευρωλίγκα. Δεν ξέρουμε πώς θα σταθεί κι αν θα τα καταφέρει, το μόνο βέβαιο είναι πως άξιζε μια τέτοια ευκαιρία. Το έργο του τα προηγούμενα χρόνια σκιαγράφησε το προφίλ ενός σύγχρονου προπονητή με συγκεκριμένη αγωνιστική φιλοσοφία κι αρχές. Ενός προπονητή που θεωρητικά είναι ανώτερος του Κάτας και μπορεί να δημιουργήσει ένα σύνολο με διαφορετικά δομικά στοιχεία, αλλά και ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα αντανακλούν σε έναν νέο τρόπο παιχνιδιού.
Η καταξίωση στον Άρη
Η τριετία του Δημήτρη Πρίφτη στην Θεσσαλονίκη αποδείχθηκε κομβική για την καριέρα του, αφού εκεί έδειξε το εκτενέστερο και ποιοτικότερο δείγμα της δουλειάς του, έχοντας να διαχειριστεί ένα φιλόδοξο και οικονομικά ισχυρό (στην θεωρία) κλαμπ επί διοικητικής ηγεσίας Λάσκαρη. Ο έμπειρος τεχνικός πήγε στους κίτρινους το καλοκαίρι του 2014 κι αποχώρησε το αντίστοιχο του 2017. Οι δύο πρώτες του σεζόν ήταν παρά πολύ καλές, μάλιστα στο τέλος της δεύτερης αναδείχθηκε και καλύτερος κόουτς του ελληνικού πρωταθλήματος. Πήρε ορισμένες σπουδαίες ευρωπαϊκές νίκες κόντρα σε ανώτερα μπάτζετ (Αρμάνι Μιλάνο, Ούνιξ, Άλμπα για το EuroCup), ενώ κι εντός Ελλάδας είχε δείξει ανταγωνιστικό πρόσωπο κόντρα στους «αιώνιους», καταγράφοντας μάλιστα και κάποιες αξιοσημείωτες νίκες σε αγώνες playoff. Κατά μέσο όρο αρκετά ικανοποιητικό μπάσκετ, θα θυμάστε ενδεχομένως πως εκείνη την περίοδο όλοι είχαν να πουν μια καλή κουβέντα για τον Άρη, ιδίως για την ομάδα της ποιοτικότατης τετράδας ξένων των ΜακΝίλ-Χάγκινς-Οκάρο-Γουότερς και βετεράνων γηγενών όπως Ξανθόπουλος-Πελεκάνος-Σίμτσακ.
Η τρίτη σεζόν, από την άλλη, ξεκίνησε στραβά, με το μεγαλύτερο μέρος του επιτυχημένου ρόστερ της σεζόν 15-16 να αποχωρεί, συν τον τραυματισμό του νεοαποκτηθέντα Βίκτορ Σανικίτζε, που ανέτρεψε τα πλάνα του κόουτς. Συν τοις άλλοις, άρχισαν σιγά σιγά να εμφανίζονται και τα διοικητικά προβλήματα, με την ομάδα να πορεύεται εν μέσω αβεβαιότητας και οικονομικής ανασφάλειας. Η προσπάθεια του Πρίφτη και των παικτών του δεν έμεινε ανεπηρέαστη από αυτούς τους παράγοντες, αν και σαφώς υπήρξαν και αγωνιστικές ανορθογραφίες στο όλο εγχείρημα. Ο Πρίφτης πλήρωσε ένα σημαντικό μέρος από το… μάρμαρο στο τέλος της περιόδου, η εικόνα του… τσαλακώθηκε μερικώς, αν και η ιστορία αργότερα έδειξε πως το πρόβλημα δεν ήταν ο προπονητής, ούτε καν οι παίκτες. Όπως και να’ χει, ένα άδοξο φινάλε δεν αναιρεί την σε γενικές γραμμές πολύ γεμάτη του τριετία στην Μακεδονία, που τον έφερε αρκετά βήματα εμπρός, σε σχέση με το επίπεδο που βρισκόταν όταν ξεκινούσε.
Ο νέος καθοδηγητής του Παναθηναϊκού είχε χτίσει ομάδες που θα έπαιζαν πιεστική άμυνα, με διάθεση να τρέξουν αρκετά στο ανοιχτό γήπεδο και να εκμεταλλευτούν ευκαιρίες σε πρώτο χρόνο. Βασίστηκε σε παιδιά με αθλητικά στοιχεία και τους έδωσε το κίνητρο να διακριθούν μέσα από την ομαδική προσπάθεια. Έδινε μεγάλη έμφαση στα «μετόπισθεν», όπου ήθελε η ομάδα να είναι στιβαρή. Γενικά η επιθετικότητα στην άμυνα ήταν αυτή που έτρεφε την επιθετική λειτουργία της ομάδας και γέμιζε αυτοπεποίθηση το σύνολο. Παράλληλα, έδειχνε πάντοτε αρκετή εμπιστοσύνη στον παίκτη που αισθανόταν… ζεστός, δεν έβαζε δηλαδή… κόφτη στην καλή μέρα ενός παίκτη επιθετικά. Αν το ένστικτο δεν λειτουργούσε, υπήρχε πάντα στο πλάνο κι η σταθερά του πικ εν ρολ, με το δίδυμο που θα το έτρεχε να έχει καλή χημεία και αποτελεσματικότητα. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ένας σύγχρονος προπονητής που μπόρεσε - έστω και πρόσκαιρα - να αναζωογονήσει τον παρηκμασμένο Άρη. Τίτλους δεν πήρε, αλλά οι ομάδες του Πρίφτη είναι η τελευταία καλή θύμηση για τους φίλους του Άρη, που από το 2017 μέχρι σήμερα βλέπουν την ομάδα σε ελεύθερη πτώση.
Το μεγάλο κεφάλαιο της Ούνιξ
Μια τετραετία στο Καζάν δεν είναι καθόλου μικρό διάστημα (εκτός κι αν λέγεσαι… Καϊμακόγλου) και σίγουρα μέσα σε αυτό ο Δημήτρης Πρίφτης θα έχει ανανεωθεί όχι μόνο επαγγελματικά-προπονητικά-μπασκετικά, αλλά κι ως άνθρωπος και προσωπικότητα. Στην Ούνιξ έδειξε επαγγελματισμό, αφοσίωση, σταθερότητα, άφησε πίσω του την ελληνική ρουτίνα και προσαρμόστηκε στα ρωσικά δεδομένα μιας πόλης 1.2 εκ. κατοίκων, 720 χιλιόμετρα μακριά από την Μόσχα. Αναμφίβολα η Ούνιξ θα μπορούσε να είναι όχι μόνο κεφάλαιο στην προπονητική καριέρα του Πρίφτη, αλλά βιβλίο από μόνο του. Τι πέτυχε ως προς τους ετήσιους στόχους του; Σταθερές πορείες στην VTB (2018-4η, 2019-3η, 2020-4η μέχρι την στιγμή του lockdown με 6 αγωνιστικές να απομένουν, 2021-τελικοί) και στο EuroCup πάντα στο mix των κορυφαίων ομάδων (2018-προημιτελικά, 2019-ημιτελικά, 2020-προημιτελικά, 2021-τελικοί). Και πάλι δεν κεφαλαιοποίησε με κάποιον τίτλο την καλή δουλειά του, αλλά όπως και στην περίπτωση του Άρη, αυτοί δεν αποτελούσαν το βασικό κριτήριο.
Πάντως ως τίτλος πανηγυρίστηκε η πρόκριση στους τελικούς του EuroCup επι της Βίρτους Μπολόνια (ήταν το μεγάλο φαβορί της διοργάνωσης και μετέπειτα σκούπισε το Μιλάνο στα ιταλικά playoffs), μέσω της οποίας το σύνολο του Πρίφτη εξασφάλισε τη συμμετοχή του στην Ευρωλίγκα. Η επιστροφή στα «σαλόνια» ήταν κάτι που κυνηγούσε τέσσερα χρόνια ο σύλλογος και αναμφίβολα ήταν η κορυφή στην θητεία του Δημήτρη Πρίφτη στο Καζάν. Καθοδήγησε την ομάδα του με κυνισμό και μεγάλη αποτελεσματικότητα στις νοκ - άουτ φάσεις και, παρά την απώλεια του τροπαίου στις… λεπτομέρειες (δυο ήττες από την Μονακό με μόλις 5 πόντους συνολική διαφορά), το μέγεθος της επιτυχίας δε μειώθηκε. Ο στόχος επετεύχθη, αυτό είναι που μετράει, ασχέτως αν δεν πασπαλίστηκε με τη χρυσόσκονη του ευρωπαϊκού τροπαίου.
Στο Καζάν ο Πρίφτης συνεργάστηκε με πολλούς ποιοτικούς Αμερικανούς, ένας εξ’ αυτών κι ο ψηλός Τζον Μπράουν, που φέρεται να απασχολεί το ελληνικό κλαμπ. Ο Μπράουν έκανε μια ουσιαστικότατη κι ώριμη σεζόν υπό τις οδηγίες του Πρίφτη, ενώ θα του πιστώσουμε και ότι… αναγέννησε τον Οκάρο, του οποίου η καριέρα είχε πάρει την κατιούσα μετά από αποτυχημένες απόπειρες στο ΝΒΑ κι αρκετά προβλήματα τραυματισμών. Λίγα χρόνια πριν, ο Πρίφτης συνέβαλλε σημαντικά στην εξέλιξη του Πιέρια Χένρι, που σήμερα είναι ένας από τους καλύτερους ποιντ γκαρντ στην Ευρώπη.
Στο συγκεκριμένο σημείο θα ήθελα να θέσω δύο προβληματισμούς-παρατηρήσεις:
α) το καλό νέο αρχικά, ο Πρίφτης επιβεβαίωσε τα δείγματα πολύ καλού recruiter στο Καζάν. Κάθε καλοκαίρι έκανε έξυπνες και στοχευμένες επιλογές, αξιοποιώντας φυσικά το υψηλό μπάτζετ (τηρουμένων των αναλογιών, ένα μπάτζετ δηλαδή όχι για να… χτυπήσει την ΤΣΣΚΑ, αλλά σεβαστό ως προς το να βγει στην αγορά με άνεση) που διέθετε. Παλαιότερα και στον Άρη είχε παρουσιάσει αντίστοιχο έργο στο συγκεκριμένο σκέλος. Γενικά νομίζω πως ξέρει να διαλέγει παίκτες, ανεξαρτήτως πορτοφολιού, κι αυτό θα φανεί χρήσιμο στον Παναθηναϊκό, που πλέον δεν έχει πακτωλό χρημάτων να σκορπίσει.
β) αντίθετα, δεν έπεισε τόσο ως “developer”, δηλαδή ως ένας κόουτς που θα εξελίξει τις μονάδες του. Στηριζόταν κυρίως σε έτοιμους, φτιαγμένους παίκτες. Ο Χένρι, που αναφέραμε λίγο νωρίτερα, ήταν μια εξαίρεση, αλλά και πάλι ήταν ήδη σε πολύ καλό επίπεδο όταν πήγε στην Ούνιξ, προερχόμενος από την Τοφάς. Κοινώς, δεν είδαμε νεαρούς γηγενείς παίκτες να κάνουν step up, αλλά ούτε και «αχαρτογράφητους» ξένους να… ξεπηδούν. Δεν μιλάμε για σποραδικές ευκαιρίες που μπορεί να πήραν κάποιοι Ρώσοι παίκτες ή παλαιότερα ελληνόπουλα στον Άρη, αλλά για ουσιαστική ανάδειξη.
Για να κλείσουμε λοιπόν με το κεφάλαιο της Ούνιξ, ο Πρίφτης σίγουρα προσέφερε παρά πολλά στη συγκεκριμένη ομάδα. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ο Παναθηναϊκός στο φετινό του κάδρο, ο Έλληνας προπονητής θα βρισκόταν του χρόνου στην Ευρωλίγκα. Ήταν κάτι που το κέρδισε, όχι αποκλειστικά λόγω της πρόκρισης με την Βίρτους, αλλά με την σοβαρή δουλειά συναπτών ετών που έκανε στην Ρωσία. Είχε καλές και κακές στιγμές, κάποια πράγματα του έβγαιναν, κάποια άλλα όχι, αλλά η σούμα της τετραετίας του έβγαλε θετικό πρόσημο. Για τον ίδιο, η Ευρωλίγκα είναι πρόκληση για την καριέρα του. Αυτή η πρόκληση ενισχύεται από το ότι τελικά δεν θα κατέβει σε αυτήν με ένα μικρομεσαίο μέγεθος όπως η Ούνιξ, αλλα με ένα μεγαλύτερο brand name των ευρωπαϊκών γηπέδων.
Στον Παναθηναϊκό…
Από το Σάββατο ο Δημήτρης Πρίφτης είναι το νέο αφεντικό του «πράσινου» πάγκου με τριετές συμβόλαιο. Πρώτα απ’ όλα, ας σταθούμε λίγο στην διάρκεια του συμβολαίου, την οποία θεωρώ άκρως σημαντική: O Πρίφτης είναι ένας προπονητής μεθοδικός, εργατικός και με συγκεκριμένο πλάνο, που θέλει χρόνο για να δουλέψει και να περάσει την φιλοσοφία του και τα τακτικά του συστήματα. Ορθή κίνηση από το μάνατζμεντ του Παναθηναϊκού το τριετές, αφενός γιατί είναι ένδειξη εμπιστοσύνης, αφετέρου διότι αν ο κόουτς στηριχθεί έμπρακτα και δεν τον… πλακώσουν μαύρα σύννεφα μετά από κακές ήττες, θα έχει όντως χρόνο και χώρο να υλοποιήσει το πλάνο που έχει στο μυαλό του. Θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε ένα μονοετές deal ως «φέρε αποτελέσματα, για να μείνεις», ή σε κάθε περίπτωση ένα συμβόλαιο που εμπεριέχει πίεση και η… καρέκλα δεν είναι σταθερή. Το τριετές θα απελευθερώσει και θα αποφορτίσει κάπως τον κόουτς, που δεν θα παίζει σε κάθε ματς την θέση του, ενώ ως κίνηση δείχνει πως κι η διοίκηση του Παναθηναϊκού επιθυμεί η φιλοσοφία του Πρίφτη να εισχωρήσει στην ομάδα, σε ένα εύλογο βάθος χρόνου.
Αυτό ακριβώς είναι και το μεγάλο αβαντάζ του Πρίφτη έναντι των προκατόχων του, Βόβορα και Κάτας: η μπασκετική του φιλοσοφία. Ο Κάτας ήταν ένα χαρτί που κάηκε γιατί όταν μαζεύτηκε σημαντικός όγκος αγώνων, ελάχιστοι κατάλαβαν τι μπάσκετ προσπάθησε να παρουσιάσει ο Ισραηλινός - πάντα με το ελαφρυντικό πως ανέλαβε μεσούσης της σεζόν μια ομάδα που δεν έχτισε ο ίδιος. Ήταν σημαντική υπόθεση το ότι πέτυχε τους στόχους του εντός των τειχών, αλλά δεν σε έπεισε ώστε να πας παρακάτω μαζί του. Ο Βόβορας, από την άλλη, λύγισε όχι μόνο λόγω της απειρίας του ως head, αλλά και διότι δεν έμοιαζε πλήρως κατατοπισμένος αναφορικά με το μπάσκετ που θα ξεδιπλώσει στο παρκέ, συν τις αστοχίες στην θέση «1». Ο Βόβορας προσπάθησε να ελιχθεί (λόγω και του περιορισμένου μπάτζετ που είχε στην διάθεση του) όσον αφορά την εύρεση του πλέιμεικερ, αλλά δεν του… βγήκε και το αποτέλεσμα αποδείχθηκε σχεδόν καταδικαστικό. Ο Πρίφτης τώρα, έχει πίσω του σοβαρές δουλειές, με θετικά δείγματα, για σημαντικά χρονικά διαστήματα κι όχι για 1-2 σεζόν. Έχει το… κάτι ώστε να τον εμπιστευθείς, όχι μόνο γιατί το βιογραφικό του είναι πιο πλούσιο σε σχέση με Βόβορα-Κάτας, αλλά και επειδή οι ομάδες του - Άρης κι Ούνιξ κατά βάση - απέκτησαν με τον καιρό ταυτότητα, ξεκάθαρη κατεύθυνση, μπήκε πάνω τους σφραγίδα που έγραφε «Πρίφτης».
Αυτό σημαίνει πως οι ομάδες ήταν σε θέση να ρολάρουν καλύτερα και πιο εύκολα, με συγκεκριμένη στόχευση σε άμυνα κι επίθεση. Ακόμη κι αν άλλαζαν πρόσωπα, ο Πρίφτης θα έψαχνε να βρει ταιριαστά κομμάτια για να αναπληρώσει τα κενά, ώστε να διαφοροποιηθεί όσο το δυνατόν λιγότερο το μπάσκετ του. Το σύνολο μπορούσε να αφομοιώσει τα νέα μέλη και να τα υποδεχθεί σε ένα ασφαλές αγωνιστικό πλάνο, που δεν θα είχε μεγάλες αναταράξεις. Με απλά λόγια, Άρης κι Ούνιξ δεν άλλαζαν τρόπο παιχνιδιού βδομάδα παρά βδομάδα, ούτε έκαναν… format μετά από κακές ήττες. Συνέχιζαν να εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο πλάνο, κάτι που νομίζω πως έχει μεγάλη ανάγκη ο Παναθηναϊκός. Να γίνει ξανά δηλαδή μια ομάδα δουλεμένη, καλά προπονημένη, με αρχές, πειθαρχία στο γήπεδο, να βρει αυτοματισμούς, να ξέρεις πάνω-κάτω τι μπάσκετ θα δεις. Να βρει τη χαμένη του ταυτότητα…
Ο Πρίφτης δεν θα έχει εύκολο έργο στην Αθήνα, όχι μόνο γιατί το καράβι που αναλαμβάνει είναι μεγάλο, αλλά και γιατί θα κληθεί να χτίσει ουσιαστικά ένα καινούργιο ρόστερ. Ήδη βλέπουμε πως έχουν δρομολογηθεί οι πρώτες αποχωρήσεις (Μήτογλου, Μπέντιλ, Μακ, Όγκαστ), ενώ αρκετά ακόμη ονόματα έχουν στην παρούσα φάση δίπλα τους ένα ερωτηματικό (Παπαπέτρου, Χεζόνια, Νέντοβιτς, Γουάιτ). Ο 52χρονος προπονητής μπορεί να συμμαζέψει την κατάσταση και θεωρώ πως όσα «χτυπήματα» κι αν δεχθεί από απώλειες, είναι ικανός να βρει value for money αντικαταστάτες. Είναι ένας άνθρωπος που συνήθως κάνει προσεγμένες και μελετημένες επιλογές παικτών, δεν ψωνίζει στην… τύχη. Η λογική υπαγορεύει πως θα προσπαθήσει να προσθέσει αθλητικότητα και δύναμη στο ρόστερ του, ενώ θα θελήσει γενικώς να διεκδικήσει μονάδες που θα μπορούν να αντεπεξέλθουν στον αμυντικό τομέα. Για να θέσω ένα απλό παράδειγμα, αν μπορούσε να πάρει έναν εκ των Λορέντσο Μπράουν ή Λαπροβίτολα για τον άσο, μάλλον θα διάλεγε τον πρώτο, που είναι σχεδόν δίμετρος, αθλητής και βγάζει ενέργεια στην άμυνα κι όχι τον Αργεντινό, που είναι μεν πιο «κλασικό» πλειμέικερ και πιθανότατα πιο ταλαντούχος δημιουργός, αλλά δεν ταιριάζει πλήρως στο «πακέτο» που αναζητά. Θα βγει λοιπόν στην αγορά - ανεξαρτήτως μπάτζετ - με βάση τα χαρακτηριστικά που θέλει να εντάξει στην ομάδα, κι όχι με βάση τα ονόματα που κυκλοφορούν και τις ευκαιρίες που προκύπτουν.
Σκοπός του θεωρώ πως θα είναι να δημιουργήσει μια ομάδα με ρόλους κι ισορροπία. Σαφώς κάποιες μονάδες θα ξεχωρίζουν και σε αυτούς θα δώσει την… ελευθερία που απαιτείται, ώστε να κουβαλήσουν (χαρακτηριστικά παραδείγματα Βεζένκοφ και Οκάρο στον Άρη, Τζαμάρ Σμιθ και ΜακΚόλουμ στην Ούνιξ), αλλά σε γενικές γραμμές η κατανομή ρόλων, λεπτών, σουτ και τα λοιπά, θα είναι νοικοκυρεμένη και… αξιοκρατική. Σε αυτό το τελευταίο, προσθέστε πως ο Πρίφτης έχει πλασάρει την εικόνα ενός δικαίου προπονητή, που δεν έχει εμμονές και δεν θα κολλήσει σε πρόσωπα. Επίσης μεγάλο ενδιαφέρον θα έχει κι η second unit που θα επιλέξει, καθώς ο Πρίφτης προσπαθούσε πάντα να μην υπάρχει χαοτική απόκλιση ποιότητας του starter σε σχέση με τον παγκίτη. Έγκειται κι αυτό στο κομμάτι της γενικότερης ισορροπίας, που αναφέραμε λίγο παραπάνω. Θέλει δέκα αξιόπιστους παίκτες, που θα κατανοήσουν και θα εξυπηρετήσουν τα «θέλω» του.
Για να το μαζέψουμε, θεωρώ πως ο Παναθηναϊκός υπέγραψε την καλύτερη διαθέσιμη λύση από τους Έλληνες προπονητές που κυκλοφορούσαν κι ήταν μέσα στις δυνατότητες του. Αν υπάρχουν καλύτεροι προπονητές γενικά εκεί έξω; Φυσικά και υπάρχουν, αυτό όμως δε σημαίνει πως ο Πρίφτης δεν είναι ένας κανονικός και σοβαρός προπονητής. Μπορεί εμπορικά το όνομα του να μην αντανακλά ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό κοινό, όμως αυτή η σεζόν θα είναι η δίκη του ευκαιρία ώστε να δείξει πράγματα και να στεριώσει στο κορυφαίο επίπεδο. Σε μια εποχή λιτότητας για τον Παναθηναϊκό στο οικονομικό σκέλος, ο Πρίφτης καλείται να βάλει ξανά το τρένο σε ράγες. Νομίζω πως αυτό μπορεί να το κάνει σε πρώτη φάση, σταδιακά φυσικά και με στήριξη στο πρόσωπο του. Τώρα, το τι ταχύτητα θα αναπτύξει μαζί του τρένο, θα εξαρτηθεί από πολλούς αγωνιστικούς παράγοντες που δεν μπορούν να συζητηθούν κατά την off season, παρά μόνο όταν αρχίσει ξανά η δράση.