Κάποια στιγμή μάλιστα μέσα στη σεζόν, το ψαγμένο Nylon Calculus έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει πως ο αληθινός καλύτερος ρούκι του ΝΒΑ ήταν ο Σερβος που πλήγωσε προχθές την δική μας εθνική. Τα επιχειρήματα του ιστότοπου βασίστηκαν σε μερικά δυσνόητα metrics, και όχι τόσο σε αυτά που βλέπει ο μέσος θεατής, αλλά και πάλι το συμπέρασμα του στέκει ακόμη κι αν απλοποιήσει κανείς τα πράγματα: ο Γιόκιτς , βάσει του χρόνου συμμετοχής του (μόλις 22 λεπτά), έβγαλε νούμερα που συγκριτικά δεν υπολείπονται πολύ των άλλων δύο τρομερών μικρών. 10 πόντοι, 7 ριμπάουντ, 2,4 και ένα απόλυτα αξιοπρεπές για τη θέση 33% στα τρίποντα, το οποίο ίσως στο μέλλον τον βαφτίσει 'stretch 5', ένας χαρακτηρισμός που είναι πολύτιμος στο σύγχρονο μπάσκετ.
Η αλήθεια είναι πως ο Γιόκιτς έχει ήδη ένα σχεδόν πλήρες επιθετικό ρεπερτόριο, και αυτό θα το κατάλαβε όποιος τον είδε να σκοράρει ασταμάτητα με πρόσωπο απέναντι στους ψηλούς της εθνικής μας ή να βάζει εκείνο το τρελό τρίποντο στο τέλος της επίθεσης. Ο νεαρός δεν κινήθηκε καθόλου μέσω του πικ εν ρολ, αλλά πήγε σε προσωπικές φάσεις , τις οποίες στο πρώτο ημίχρονο τις τελείωσε σχεδόν όλες. Μάλιστα με τον Ραντούλιτσα ως παρτενέρ, έδειξε και τους τρόπους με τους οποίους το ρεπερτόριο του μπορεί να επεκταθεί σε βεληνεκές από άλλη θέση, κάτι που τον ανεβάζει σκάλες στον τομέα της αποτελεσματικότητας. Όπως μάλιστα πρόσεξα και σε ένα απολογιστικό άρθρο της χρονιάς του, ο παίκτης συγκαταλέχθηκε φέτος στο υψηλότερο 1/5 της επιθετικής παραγωγικότητας σε όλο το ΝΒΑ (!), με 1,006 πόντους ανά κατοχή.
Αυτά είναι θαυμάσια νούμερα για ένα παιδί που το προσπέρασαν σχεδόν όλοι, και οφείλονται στην πολύ καλή τεχνική με πλάτη στο καλάθι, στην γρηγοράδα στο γύρισμα του κορμιού και στην εκτέλεση με πρόσωπο, καθώς και σε μία ανεπτυγμένη αίσθηση του γηπέδου, η οποία ευθύνεται και για τον μεγάλο αριθμό τελικών πασών. Κατά μία έννοια, ο Γιόκιτς είναι η εξέλιξη του Αντε Τόμιτς, και ο "ορος" εξέλιξη πάει την περισσότερη δύναμη (θέλει βελτίωση) και στην καλύτερη άμυνα, τομέας στον οποίο σίγουρα χρειάζεται επιπλέον δουλειά, και ας παρουσίασαν οι Νάγκετς τα καλύτερα τους ανασταλτικά νούμερα με εκείνον στην πεντάδα. Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία του δίπλα σε ένα shooting four είναι πολύτιμη, και αυτό διότι ο νεαρός μπορεί να τον βρει με σχεδόν απόλυτη ακρίβεια. Οι ειδικοί υποστηρίζουν πως επιθετικά θα γίνει ακόμη καλύτερος εάν βελτιώσει τα τελειώματα του μέσα από φάσεις πικ εν ρολ, εκεί όπου συνήθως προτιμά να μην πηγαίνει τόσο δυναμικά προς το καλάθι. Το ρεπερτόριο του μετά από δικό του σκριν εξαντλείται στο σουτ και στην πάσα τη δεδομένη στιγμή, αλλά μην ξεχνάτε πως μιλάμε για αθλητή 21 χρονών.
Όσοι διαβάσετε το κομμάτι του στο Tribune, θα διαπιστώσετε πως η διαδρομή του Γιόκιτς προς την καθιέρωση ξεκίνησε και συνεχίστηκε όπως ένα σωρό άλλων Σερβων μπασκετμπολιστών. Ενα μικρό σπίτι με ένα σωρό κόσμο μέσα στους τοίχους του, μία οικογένεια με μεγαλύτερα αδέλφια που έπαιζαν ήδη μπάσκετ και "υπηρέτησαν" ως είδωλα, συμμετοχή σε τοπικές ομάδες και ύστερα ... Μίσκο Ραζνάτοβιτς. Ο σέντερ των Νάγκετς είναι παιδί της πρώην Μεγκα Βιζούρα και νυν Μέγκα Λεκς, της γνωστής ομάδας-προπύργιο των νεαρών Σερβων προς την κορυφή της Ευρώπης ή το ΝΒΑ, η οποία στελεχώνεται σχεδόν αποκλειστικά από τον γνωστό ατζέντη. Εκεί τον είδαν οι Νάγκετς , και όχι στον ύπνο τους, και αποφάσισαν πως τα τρομερά του νούμερα στην Αδριατική λίγκα (15,4 πόντοι, 9,3 ριμπάουντ, 3,4 ασίστ) θα μπορούσαν να μεταφραστούν σε κάτι καλό στο νέο τους ξεκίνημα. Στην πορεία ο κόουτς Μαλόουν είδε τις προσδοκίες του να ξεπερνιούνται κατά πολύ, καθώς στο περιβάλλον του Ντένβερ ο Γιόκιτς βρήκε μεταξύ άλλων και το μπάσκετ που του ταιριάζει, αυτό δηλαδή που όπως λέει ο ίδιος "ευνοεί τους γρήγορους ψηλούς".
Απέναντι σε έναν τέτοιου τύπου παίκτη , η εθνική μας προχθές είχε μύρια όσα προβλήματα, παρά την φιλότιμη προσπάθεια του Καββαδά να μείνει κοντά του, ή του Μπουρούση να τον παίξει εξυπνότερα. Ο Γιόκιτς δεν αντιμετώπισε το παραμικρό εμπόδιο, και αν στο μείγμα προσθέσουμε την "κλασική" εμφάνιση του Ραντούλιτσα με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του, βγάζουμε το "προϊόν" για το οποίο είχαμε υποψιαστεί στα πρώτα φιλικά απέναντι στους Τούρκους. Το βασικό μειονέκτημα της ομάδας που φτιάχνει ο Κατσικάρης δεν είναι ούτε η έλλειψη σουτέρ, ούτε η ελλειπής στελέχωση στη θέση 4, ούτε καν η φτωχη πλέον περιφέρεια, αλλά η άμυνα από τους ψηλούς και η άμυνα στο πικ εν ρολ, η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην απώλεια του αμυντικού ριμπάουντ. Για να κλείσει μάλιστα τέτοιες τρύπες, η εθνική καταφεύγει σε μερικές "περίεργες" περιστροφές, οι οποίες θέλουν ακόμη μπόλικη δουλειά και κανονικά θα χρειάζονταν ακόμη δυο - τρία φιλικά για να βγουν σωστά στο παρκέ. Η βασική τους αρχή είναι στο πικ ο ψηλός (Μπουρούσης π.χ.) να μείνει κοντά στη ρακέτα και στον αντίπαλο σέντερ , και να έρθει βοήθεια από τρίτο παίκτη μετά το σκριν στη μπάλα, και επάνω στον χειριστή. Δύσκολα πράγματα.
Το καλό πάντως είναι πως οι Σερβοι έβαλαν τον Κατσικάρη και τους παίκτες τους να αντιμετωπίσουν και ένα δυο ακόμη έξυπνα τρικάκια. Ενα από αυτά, είχε να κάνει με την τακτική τους να εμπλέξουν τον Αντετοκούνμπο επ'ευθείας στην αναχαίτιση του πικ εν ρολ, προκειμένου να τον απομακρύνουν από τις υπόλοιπες άμυνες βοηθειας ή από την προστασία της στεφάνης. Η χρήση του Γιάννη ως ένας από τους δύο γκαρντ δημιουργεί ένα σωρό ευκαιρίες στην επίθεση, αλλά στην άμυνα θέλει την προσοχή της. Οχι γιατί ο σταρ των Μπακς δεν ματσάρει καλά κοντύτερους αντιπάλους, αλλά διότι αυτός είναι ένας τρόπος να απομακρυνθεί από χώρους δράσης που είναι περισσότερο ωφέλιμος. Τα μόλις τρία ριμπάουντ του Αντετοκούνμπο ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της συγκεριμένης προσέγγισης, και μεταξύ άλλων δεν βοήθησαν την εθνική να τρέξει το γήπεδο όσο θα ήθελε.
Ωραία πράγματα είναι αυτά παιδιά, βλέπουμε μπασκετάκι, έχουμε ερωτήματα, υπομονή λίγο ακόμη.