Κυριακή, 27 Μαρτίου 2016 12:03

'Aρης και Πρίφτης: 2 χρόνια μετά

Από :

Ο Γιάννης Χάτσιος είναι (συν)δημιουργός του site The Ball Hog. Θα τον βρείτε εκεί να τοποθετείται για ένα σωρό θέματα γύρω από το ΝΒΑ, και όχι μόνο.

Καλησπέρα από άλλο ένα τριήμερο στο οποίο ο καιρός αποφάσισε να βγάλει τα απωθημένα που μάζευε καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα, παγώνοντας όσους τολμήσαμε να αρχίσουμε τα κοντομάνικα. Δεν μασάμε όμως, ακούμε λίγο καθιερωμένους Faith No More Κυριακή πρωί και, άραγε, πόσο άσχημα μπορεί να είναι τότε τα πράγματα;

Θα μπορούσα να ξεκινήσω το σημερινό κείμενο εκφράζοντας την στήριξή μου στη νέα προσπάθεια των Guru and Co., να φτιάξουν ένα site βασισμένο σε τρία κοινά ανθρώπινα πάθη, να ενώσουν τις πένες τους και να δώσουν παράλληλα φωνή στο αναγνωστικό κοινό μέσω του guesthouse στο οποίο φιλοξενούμαι. Βασικά ακριβώς αυτό έκανα. Από αυτό το guesthouse λοιπόν, βρίσκω την ευκαιρία να πω δυο λόγια για την ομάδα που υποστηρίζω στην Ελλάδα, κάνοντας ένα διάλειμμα από τα καθιερωμένα NBAικά κείμενα.

 Θέλω λοιπόν ξεκινήσω με ένα προσωπικό μου κόλλημα. Με ενοχλεί η γκρίνια. Η γκρίνια η οποία προέρχεται και βασίζεται σε μια τελείως ατομική οπτική του κόσμου και απηχεί προσωπικές προτιμήσεις και φιλοδοξίες, η γκρίνια η οποία είναι στείρα κι επαναλαμβανόμενη. Παράλληλα, με βγάζει εκτός εαυτού οι υπερβολική αντίδραση σε μεμονωμένα συμβάντα, τα οποία διογκώνονται σε κανόνα για να υποστηρίξουν τη - συνήθως - χωλή κριτική του εκάστοτε σχολιαστή, η μεγέθυνση της λεπτομέρειας σε βάρος του συνολικού έργου. Δεν μπορεί μια ομάδα, ή ένας δημιουργός να ευθύνεται για τις προβολές σε αυτόν προσωπικών φιλοδοξιών τρίτων.

Όπως οι άνθρωποι που απορρίπτουν μια ταινία για μια πολύ συγκεκριμένη ατέλειά της, έναν δίσκο για ένα κακό ή κλεμμένο riffάκι, βγάζοντας τόνους κόμπλεξ και ακυρώνοντας τη συνολική δουλειά με έναν ναρκισσισμό της κριτικής.

Κάπως έτσι, λοιπόν, νιώθω συχνά με την κριτική που γίνεται στον Άρη και τον Δημήτρη Πρίφτη. Οι προστακτικές συνήθως είναι φυλαγμένες για το τέλος των κειμένων, μα εγώ θα την χρησιμοποιήσω εξ αρχής, χωρίς να θέλω να κρύψω την οπτική γωνία του κειμένου.
Μην γκρινιάζετε, ωρέ!

Ο Άρης τρέχει ένα σερί εννέα συνεχόμενων νικών, μετά τη νίκη του Σαββάτου σε μια έδρα που δυσκολεύεται συχνά, αυτή του Απόλλωνα Πάτρας. Έτσι έχει ισοφαρίσει τα αντίστοιχα ρεκόρ του 2008 επί Gordon Herbert και του 2004 υπό τις οδηγίες του Charles Burton.

Η πρόκληση για τον Άρη και τον Δημήτρη Πρίφτη είναι μια νίκη απέναντι στον Ολυμπιακό αύριο Δευτέρα, για να σπάσει το ρεκόρ νικών από το 2000 και έπειτα, και να πετύχει μόλις την δεύτερή του νίκη απέναντι σε κάποιον από τους αιώνιους της Αθήνας από τις 23 Μαΐου του 2007, όταν και κέρδισε για τα playoffs τον Ολυμπιακό με 81-71.

.

Ήταν η τέταρτη νίκη του Άρη επί του Ολυμπιακού εκείνη τη χρονιά, που του έδωσε το προβάδισμα με 2-1 στους ημιτελικούς της Α1, μετά από δύο νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια στην κανονική περίοδο. Μετά ήρθε το θρυλικό παιχνίδι με τον τσαμπουκά Μπάρλου και Scales, με τον Μπουρούση να κυνηγάει τον τελευταίο με μια πετσέτα.

Αυτή ήταν και η τελευταία ομάδα του Άρη που κοίταξε στα μάτια έναν από τους δύο δυνάστες του ελληνικού μπάσκετ, που από το 2005 και έπειτα, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική τους επιφάνεια, την ασυλία του ισχυρού και - φυσικά - την παρακμή του πρωταθλήματος, μονοπωλούν αβίαστα τους εγχώριους τίτλους. Μια ομάδα που αποτελείτο από παίκτες όπως ο Σάββας Ηλιάδης, ο Terrel Castle, o Mike Wilkinson και ο Jeremiah Massey


(θα σε αγαπάμε άνευ όρων για πάντα…)

Ξεφεύγω όμως με τη νοσταλγία και επιστρέφω στο σήμερα, για να δούμε λίγο την πορεία του Άρη την τελευταία διετία.

Που βρισκόταν η ομάδα πριν τον Πρίφτη

Ο Άρης της σεζόν 2013-14 τερμάτισε έκτος στην ισοβαθμία με τον Απόλλωνα Πάτρας και τον ΚΑΟΔ (θέσεις 7 και 8 αντίστοιχα), με αρνητικό συντελεστή άμυνας-επίθεσης. Ήταν μια ομάδα σκληροτράχηλη που δεν φημιζόταν για την επίθεσή της, σκοράροντας λιγότερους από 70 πόντους ανά αγώνα. Τα επιθετικά black-outs ήταν συχνό φαινόμενο ελλείψει ενός πραγματικού playmaker, σε μια επίθεση που το leitmotif της ήταν να προσπαθούν ο Αθηναίου και ο Πελεκάνος να τα βάλουν με όλους, με τους συμπαίκτες τους στατικούς να τους κοιτάνε.

Ο Άρης βρισκόταν νωρίς στην προσπάθεια εξυγίανσης, δεν του επιτρεπόταν να χρησιμοποιεί ξένους, και έτσι στηριζόταν στους ώμους του Αθηναίου, που πήρε το εισιτήριο για τα υψηλότερα κλιμάκια του ευρωπαϊκού μπάσκετ εκείνη τη χρονιά, ενός Πελεκάνου που μεγάλωνε και του 18χρονου Vezenkov. Ο 37χρονος Ασημακόπουλος έπαιζε 20 λεπτά μέσο όρο.

Η πρώτη σεζόν του Πρίφτη και ο Λάσκαρης

Η άρση της απαγόρευσης υπογραφής ξένων και οι αναμενόμενες αποχωρήσεις Μποχωρίδη, Πελεκάνου και Αθηναίου άλλαξαν τα δεδομένα στη στελέχωση του ρόστερ.

 

Ο Δημήτρης Πρίφτης είχε την τύχη νά ‘χει στα χέρια του το μοναδικό επιθετικό ταλέντο του 19άχρονου Αλέξανδρου Βεζένκοφ, κι ακόμη κι αν κατηγορείται για ατολμία, δεν δίστασε να στήσει μια ομάδα από καμικάζι για να τον πλαισιώσει, βασίζοντας την πρώτη μεγάλη δουλειά κι ευκαιρία της καριέρας του στις αδύνατες ακόμα πλάτες ενός εφήβου που γέμιζε το σκαρί του και απορροφούσε εμπειρίες. Δεν προσανατολίστηκε σε alpha dogs ξένους, μα επέλεξε εγατικούς Αμερικάνους δίχως υπερτροφικό “Εγώ”. Κάπως έτσι έφτασαν ο καταπληκτικός κοκκινοτρίχης μπλοκέρ Naymick, ο έμπιστός του Βασίλης Σίμτσακ, ο αθλητικός αλλά μέτριος Reed, ο Pasalic και το δυναμιτάκι Torey Thomas, ένας point guard μετά βίας 1,80 αλλά εκπληκτικός rebounder και κλέφτης, σκόρερ με τα φεγγάρια του, δυστυχώς όμως ασταθής οργανωτικά.

O Vezenkov όχι μόνο δεν λύγισε, αλλά επιβράβευσε τον προπονητή του μπροστά στα έκπληκτα μάτια του ελληνικού μπάσκετ, για να γίνει πρώτος παίκτης από το 2004 και τον Δημήτρη Διαμαντίδη στον Ηρακλή που στέφεται MVP ως παίκτης ομάδας εκτός ΠΑΟ και ΟΣΦΠ, και ταυτόχρονα ο δεύτερος Έλληνας αρχισκόρερ την τελευταία δεκαετία (ο Παππάς με τον Πανιώνιο ο άλλος). Οι μέσοι όροι του έφτασαν τους 18 πόντους και 8 rebounds ανά αγώνα, με ζηλευτά ποσοστά ευστοχίας (56% δίποντα, 39% τρίποντα).

Χωρίς υπερβολή, έμοιαζε λιγάκι με τον δεύτερο ερχομό του Bodiroga, στα πλαίσια του ελληνικού πρωταθλήματος σε μια από τις χαμηλότερες ποιοτικά σεζόν του. Μην αμφιβάλλετε όμως, όσο αυτό ήταν απότοκο του μοναδικού του επιθετικού ρεπερτορίου και του εφηβικού θράσους του, άλλο τόσο ήταν αποτέλεσμα της τακτικής εμπιστοσύνης του Δημήτρη Πρίφτη, που ρίσκαρε να μην φέρει Αμερικάνο star και να δώσει τα ηνία στον πιτσιρικά. Το Usage Rate του αλλά και το κομμάτι της πίτας του σκοραρίσματος που του αναλογεί αποδεικνύουν του λόγου το αληθες:

 Η επίθεση αναβαθμίστηκε σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, σκοράροντας 72,5 πόντους, με 15 assists ανά αγώνα, αμφότεροι οι μέσοι όροι ανεβασμένοι κατά τρεις μονάδες περίπου σε σχέση με τη σεζόν 2013-14. Από πλευράς τακτικής πανουργίας και θεάματος η βελτίωση δεν υπήρξε θεαματική πάντως. Η ομάδα δούλευε πρωτίστως για να βγάλει ελεύθερα σουτ στον Vezenkov και κατά δεύτερο λόγο στον ασταθή Muhamed Pasalic ή έκανε στην άκρη όταν ο νυν παίκτης της Barcelona και ο Torey Thomas επέλεγαν να χτυπήσουν στο ένας εναντίον ενός, είτε με drives, είτε με ποσταρίσματα στην περίπτωση του Βεζέ. Η ομάδα βασιζόταν στον οίστρο του Σάσα, και ακριβώς το στοιχείο αυτό ήταν το άγχος των φίλων του Άρη ενόψει της διαφαινόμενης αποχώρησής του το καλοκαίρι.

Αν δούμε την εικόνα και από τη σκοπιά των advanced stats, από το εξαιρετικά χρήσιμο aboveaverage.gr, ο Άρης βρίσκεται κοντά στο μέσο της κατάταξης σε όλες τις μετρικές. Η τέταρτη θέση που τελικά κατέκτησε, οφείλεται στην άμυνα (101,4 Defensive Rating, τέταρτος στο πρωτάθλημα) που έστησε ο Δημήτρης Πρίφτης διαλέγοντας πολύ προσεκτικά το υλικό του, με κύριους συντελεστές το ζιζάνιο Thomas στην περιφέρεια και την επιβλητική παρουσία του Naymick κοντά στο καλάθι. Η συγκέντρωση στα rebounds (δεύτερος σε DREB%) και τις επιστροφές έκαναν δυνατή μια επιτυχημένη τηρουμένων των αναλογιών σεζόν, βασισμένη σε ένα ρόστερ 7 και κάτι, ουσιαστικά, παικτών.

Στα playoffs ο Άρης θα πέσει για άλλη μια φορά πάνω στον Ολυμπιακό στους ημιτελικούς, και μάλιστα θα τον κερδίσει με την τελευταία μεγάλη παράσταση του Vezenkov με τη φανέλα του, στο τρίτο παιχνίδι, τις πρώτες μέρες του Ιουνίου. Ο Σάσα έβαλε 28 πόντους απέναντι στους ερυθρόλευκους που ανέβηκαν στη Θεσσαλονίκη δίχως τον Σπανούλη. Το περιορισμένο ρόστερ όμως είχε αδειάσει απο δυνάμεις και στους αγώνες για την τρίτη θέση ο ΠΑΟΚ επικράτησε με 3-1 μέσα στο Αλεξάνδρειο κλείνοντας τη χρονιά σε λυπημένο για τον Άρη τόνο.

Το άλλο μεγάλος γεγονός της χρονιάς ήταν ο ερχομός του Λάσκαρη στην διοικητική πραγματικότητά του Άρη, και η αγορά του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών. Ακολουθώντας την τακτική του ίδιου, δεν θα μακρηγορήσω. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, μεγαλεπήβολες υποσχέσεις για τίτλους και μεταγραφές, ο νέος μεγαλομέτοχος του Άρη ανέλαβε και έβαλε σε τάξη παλιά χρέη, ασχολήθηκε με τις υποδομές του γηπέδου αλλά και το κομμάτι της εικόνας και του brand της ομάδας, από την μπουτίκ και το site μέχρι την οικονομική αξιοπιστία της και την ανόρθωση του ονόματος της στην αγορά, ενώ απέφυγε την παγίδα της αλλαγής προπονητή, στηρίζοντας εξ αρχής τον Πρίφτη, δίχως να του επιβάλλει παίκτες που δεν ήταν στα πλάνα του. Εσχάτως ασχολείται με τον πόλεμο Euroleague - Champions League, αλλά αυτό είναι υλικό για άλλο κείμενο.

Η υπόσχεση-ευσεβής πόθος που δεν κατάφερε να κρατήσει ο Λάσκαρης, ήταν να κρατήσει τον περιζήτητο Vezenkov στη Θεσσαλονίκη, και η σεζόν 2015-16 φάνταζε ένα μεγάλο ερωτηματικό.

Η φετινή χρονιά.

H αποχώρηση του Vezenkov για τη Βαρκελώνη προκάλεσε αλυσιδωτή αντίδραση στο σύνολο του roster της ομάδας. Ο Πρίφτης, γνωρίζοντας τις υποχρεώσεις του με την Εθνική ομάδα, φρόντισε να στελεχώσει προσεκτικά και από νωρίς το roster, ψάχνοντας παίκτες που η αξία τους στη μπασκετική αγορά δεν αντικατοπτρίζει την προσφορά που μπορούν να παρέχουν. Ταυτόχρονα θα πρέπει να συνδυάζουν ένα από ή και τα δύο ακόλουθα χαρακτηριστικά: Να είναι two-way players και αθλητικοί, πάει να πει πως, μετά τον Vezenkov θα προσανατολιστεί σε παίκτες που μπορούν να παίξουν και - αν όχι κυρίως - άμυνα στις πρωταγωνιστικές θέσεις ή/και να έχουν εμπειρία από το ελληνικό πρωτάθλημα.

Κάπως έτσι, καλοκαιριάτικα, κλείνει το δίδυμο του Κολοσσού, Waters και Haggins, έρχονται οι ρολίστες Ξανθόπουλος, Cupkovic, Ζάρας, επιστρέφει ο Πελεκάνος και γίνονται οι δύο μεγάλες κινήσεις: Ο Jerel McNeal και ο Okaro White, κατευθείαν από τα summer leagues του NBA. Ο Jake Cohen είναι το κερασάκι στην τούρτα, ένας ψηλός σουτέρ που έλειπε από το ρόστερ. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια η ομάδα έχει δύο πεντάδες.

Η σύσταση του δυναμικού αποκεντρώνεται. Ελλείπει πλέον ο ένας σκόρερ, αιχμή του δόρατος από τον οποίο εξαρτάται συνολικά η επίθεση του Άρη. Η λογική της “ενός ανδρός αρχής” αντικαθίσταται από μια τρίαινα με δόντια τους Waters, McNeal, White, παίκτες οι οποίοι είναι συνεπείς αμυντικά, και διαθέτουν το ένστικτο του σκόρερ, ακόμα και αν σπάνια θα βάλουν πάνω από 20 πόντους. Η βασική τους λειτουργία, ιδίως των δύο κατά συνθήκη stars του Άρη, White και McNeal, είναι ότι δίνουν στον Άρη την αγωνιστική του ταυτότητα, όπως την έχει ορίσει ο προπονητής. Και αυτή είναι σκυλίσια, μανιασμένη άμυνα, με διαστήματα πίεσης σε όλο το γήπεδο, με σκοπό τον στραγγαλισμό του αντιπάλου που αναγκάζεται να καταφύγει συχνά στο plan-b της επιθεσής του, άμυνα η οποία λειτουργεί σαν φυτίλι της επίθεσης. Πέρα από τους εύκολους πόντους που θα προκύψουν από κλεψίματα, ο Άρης μοιάζει να “τρέφεται” ψυχολογικά και στην επίθεση από τα stops της άμυνάς του.

O αστάθμητος παράγοντας.

Η επίθεση βασίζεται, όπως είπαμε, στην αμερικανική τρίαινα Waters - McNeal - White, οι οποίοι σκοράρουν παραπάνω από το 50% των πόντων του Άρη κατά μέσο όρο (11, 14, 14 αντίστοιχα στο πρωτάθλημα). Δορυφορικά αυτών κινούνται οι υπόλοιποι παίκτες του ρόστερ, και ο Πρίφτης δίνει χώρο σε όποιον εμφανιστεί ζεστός. Πότε αυτός θα είναι ο Haggins, πότε ο Cohen, πότε ο Πελεκάνος, πότε ο Ζάρας ή ο Μούρτος, όλο και κάποιος βρίσκεται πίσω από τους τρεις να κουβαλήσει για λίγο την ομάδα στις πλάτες του για ορισμένα λεπτά. Κανείς τους όμως δεν το κάνει σταθερά, κάτι που σημαίνει ότι ο Πρίφτης πρέπει να κρατάει συνεχώς φρέσκους τους τρεις σωματοφύλακες του ρόστερ.

Παράλληλα, η πολυμορφία της επίθεσης ξεφεύγει από την εικόνα των τελευταίων ετών επί Αλεξανδρή, Αγγέλου και Μίνιτς, όταν χαρακτηριζόταν από στατικότητα και σταυροκοπήματα. Πλέον ο Άρης κατά διαστήματα παρουσιάζει όμορφα sets στο μισό γήπεδο, εκμεταλλευόμενος την αδύνατη πλευρά, με συνεχείς κινήσεις και κοψίματα, και χτυπάει με ιδανικό τρόπο τα closeouts των αντιπάλων, με παίκτες ικανούς σε αυτό. Λίγο από σχεδιασμό, ομολογουμένως και λίγο απο ανάγκη, καθώς το pick and roll Waters και Haggins αποδείχτηκε λιγότερο απειλητικό από το αναμενόμενο. Ο Okaro White αποδείχτηκε πιο εξελιγμένος από ότι περιμέναμε επιθετικά, και απειλεί είτε από απόσταση (37% τρίποντα), είτε κοντά στο καλάθι μετά από επιθετικά rebounds (4,7 ανά αγώνα στο πρωτάθλημα). Ο Jerel McNeal δεν είναι ο κλασικός Αμερικάνος scorer, ούτε έχει world-class τελειώματα, αλλά διαθέτει δυνατά πατήματα και καλώς εννοούμενο πείσμα και εγωισμό - μπορεί να έχει 1/10, μα δεν θα διστάσει να πάρει και να βάλει τα τρία επόμενα. Ο Dominic Waters είναι μάστορης στο pull-up από τη βολή. Η δύναμη της ομάδας όμως είναι να βγάζει εύκολα καλάθια στο ανοιχτό γήπεδο μετά από επιτυχημένες άμυνες.

Αναλυτικότερα τα έχει γράψει και ο ίδιος ο Guru εδώ κι εδώ.

Όσα ζητάει ο Πρίφτης από τους παίκτες του σε αυτό το κομμάτι απαιτούν αδιάσπαστη πνευματική προσήλωση και αστείρευτες σωματικές δυνάμεις. Είναι μια προσέγγιση που έχει κάνει τον Άρη να κερδίζει απροβλημάτιστα και με μεγάλες διαφορές υποδεέστερες ομάδες ανεξαρτήτως έδρας, τομέας στον οποίο μέχρι και πέρσι είχε σημαντικό πρόβλημα, και, παράλληλα τον έχει οδηγήσει και σε μεγάλες νίκες (βλ. Unics μέσα/έξω). Είναι ωστόσο μια τακτική υψηλού ρίσκου, καθώς όταν βρεθεί η ομάδα που μπορεί να σπάσει την πειθαρχία αυτή είτε λόγω χαρακτηριστικών και ταλέντου (βλ. ΠΑΟ και Armani), είτε λόγω μέρας (βλ. Ήττα με 20 από την Buducnost με τους White, McNeal να έχουν 1/25 σουτ), τότε το αποτέλεσμα μπορεί να είναι οδυνηρό, και το χειρότερο πυροδοτεί αντιδράσεις υπερβολικές και δίχως μέτρο, βασισμένες στο γόητρο και την περηφάνεια του παρελθόντος. Η ίδια προσέγγιση που οδηγεί τον Άρη να έχει πετύχει ήδη περισσότερες νίκες στο πρωτάθλημα από πέρσι και τον έφερε ένα κακό τρίλεπτο μακριά από τους 16 του Eurocup είναι που οφείλεται και για την πανωλεθρία στο Μιλάνο.

Με τη γλώσσα των αριθμών, ο Άρης έχει ανεβάσει την παραγωγικότητά του στους περίπου 77 πόντους ανά αγώνα, μοιράζοντας περίπου 16 assists μέσο όρο. Η κατανομή των πόντων της ομάδας είναι σαφώς πιο ισορροπημένη, με τους τέσσερις Αμερικάνους του να βρίσκονται όλοι πάνω από τους 10 πόντους. Στην άμυνα, υποχρεώνει με την πίεσή του τους αντιπάλους του στα περισσότερα λάθη από οποιαδήποτε άλλη ομάδα (15 ανά αγώνα), στο θλιβερό 26% στα τρίποντα, 3% κάτω από τον αμέσως επόμενο Ολυμπιακό. Τα Offensive και Defensive Rating αντανακλούν αυτά που πιάνει το μάτι. Στην πρώτη περίπτωση το περσινό 105,7 έχει γίνει 112,2, και το ήδη αξιοπρεπές 101,4 έχει πέσει στο 96,4, κοντράροντας τα νούμερα των αιωνίων.

H κόλλα

Επί χρόνια κάθε καλοκαίρι που περνούσε και ο Άρης ξεκινούσε μια ακόμη σεζόν χωρίς playmaker, ένα όνομα γύριζε στο κεφάλι μου. Βασίλης Ξανθόπουλος. Και φέτος επιτέλους ντύθηκε στα κίτρινα, για να τον παραδεχτώ και να τον βάλω μια για πάντα στην καρδιά μου.

Ο Βασίλης έχει μια μοναδική ικανότητα να παρασύρει όλη την ομάδα στον ρυθμό του. Όταν τον Waters τον πιάνει η τρέλα του, ο Ξανθόπουλος είναι εκεί για να έρθει από τον πάγκο να αρπάξει το τιμόνι και να ισιώσει το πλοίο. Όταν είναι νωθρός, ο Ξανθόπουλος θα δώσει στην ομάδα την απαραίτητη σπιρτάδα με την ενέργεια σήμα κατατεθέν του, τρυπώνοντας πίσω από κάθε ψηλό για κλεψίματα και πιέζοντας στα κόκκινα σε όλο το γήπεδο.

Ελέγχει την μπάλα σαν να την έχει περασμένη από κλωστή, προσέχει ώστε στην επίθεση αυτή να περνάει από όλους και να μην αφήνει κανέναν παραπονεμένο, και συνήθως τα διαστήματα που παίζει συνοδεύονται από θετικό σκορ για την ομάδα. Σκόρερ δεν είναι, ούτε και θα γίνει, αλλά ταϊζει με τόση επιτυχία τους άλλους τέσσερις και δεν εκβιάζει προσπάθειες, που οι προσωπικοί του πόντοι δεν απασχολούν κανέναν, και πολύ περισσότερο, τον ίδιο.

Τελικά...

Χωρίς τα μυαλά μας να παίρνουν αέρα, δεν μπορούμε παρά να βγάλουμε το καπέλο στη συνέπεια και την ψυχραιμία του Πρίφτη, που δεν αξίζει σε καμία περίπτωση την γκρίνια που τον στόχευε στις αρχές του 2016. Ο coach του Άρη έχει μεγιστοποιήσει στο απόλυτο τις δυνατότητες ενός φθηνού σε σχέση με τον ανταγωνισμό ρόστερ, και έχει πυροδοτήσει ξανά τις συζητήσεις για ευρωπαϊκές διακρίσεις και κοντράρισμα του Ολυμπιακού. Ο Jamel Haggins δεν ντράπηκε να θέσει τους τελικούς του πρωταθλήματος ως στόχο.

Δεν χρειάζεται βιασύνη, και είναι προς τιμήν προπονητή και προέδρου που δεν παρασύρονται σε μια αφήγηση στα ίσια κόντρας με τους δύο “μεγάλους” του πρωταθλήματος. Η ψαλίδα δεν έχει κλείσει, και τα οικονομικά και - κακά τα ψέματα - αγωνιστικά μεγέθη δεν είναι -ακόμα- συγκρίσιμα.

Χαμηλά την μπάλα για να μη μας πάρει η μπάλα, όπως συμβαίνει με την ΑΕΚ που έχει φέρει στην Αθήνα τρεις καραβιές παίκτες και συνεχίζει, σκοτώνοντας κάθε συνέχεια και ομοιογένεια του ρόστερ της, επιβαρύνοντας παράλληλα τον προϋπολογισμό της. Η στήριξη στο ρόστερ, με τα κενά και τις αδυναμίες του έχει αποδώσει, και η ανυπομονησία είναι παγίδα. Η ΑΕΚ είναι το αντιπαράδειγμα σε όλα τα επίπεδα, και ως τώρα, η προσέγγιση του Άρη δικαιώνεται από τον βαθμολογικό πίνακα και τις μεταξύ τους αναμετρήσεις.

----

Στο αυριανό παιχνίδι το Παλέ (οκ, το Nick Galis Hall) θα είναι και πάλι γεμάτο, και θα βράζει από την ελπίδα και την προσδοκία. Ο κόσμος έχει επιστρέψει στο γήπεδο και σιγά-σιγά ελπίζουμε να είναι κατάμεστο σε κάθε παιχνίδι. Προβλέψεις δεν χωράνε, με τον Ολυμπιακό να προέρχεται από μια μεγάλη νίκη απέναντι στη Real. Μια ήττα σαφώς δεν θα είναι καταστροφή, ή εκτός προγράμματος, εφαλτήριο για να μηδενίσουμε για άλλη μια φορά την προσπάθεια της τελευταίας διετίας. Ταυτόχρονα όμως, όλοι ελπίζουμε σε μια νίκη που θα σηματοδοτεί συμβολικά την απαρχή μιας νέας εποχής για τον Άρη και - κυρίως - ενός σιγά-σιγά πιο ανταγωνιστικού πρωταθλήματος.

Θέλω να πιστεύω ότι το μονοπάτι της εξέλιξης έχει χαραχτεί και βαδίζουμε πάνω σε αυτό. Με το καλό λοιπόν.

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 PODCASTS

Basketballguru.gr 2018 All righs reserved.      Designed and Developed by Web Rely